Ξαναγράφοντας αυτό που χάθηκε
Αποφασίζουν να ερωτευτούν και το κάνουν. Αποφασίζουν να παραμείνουν μαζί σαν μια ιστορία δίχως τέλος και το κάνουν. Μια μέρα όμως εκείνος επιστρέφει αργά και εκείνη είναι καθισμένη στο κρεβάτι με τα πόδια γυμνά και μια έκφραση που ίσως ποτέ να μην ήταν δική της και εκείνος την παρατηρεί και βλέπει όλες εκείνες τις λευκές σελίδες που κρύβει το στήθος της καθώς και τη μουντζούρα από το μελάνι κάτω από τα μάτια της
Memento Mori
Φυλάει όλες τις αναμνήσεις του στο συρτάρι του κομοδίνου. Όταν πηγαίνει στη δουλειά το κλειδώνει, γιατί φοβάται πως η μητέρα του θα ψάξει. Κάποιες μέρες τις βγάζει και τις κοιτάζει με νοσταλγία. Με τα χρόνια ανακάλυψε ότι περνάει περισσότερο καιρό αναπολώντας και ξαναζώντας εκείνες τις αναμνήσεις, παρά δημιουργώντας καινούργιες. Παρόν δεν υφίσταται πια, παρά μόνο στην ανεπαίσθητη κίνηση της αναπνοής του. Δεν μακραίνουν τα μαλλιά του, ούτε τα νύχια…
[ΠΗΓΗ: Αλεχάντρο Μπεντιβόλιο (Alejandro Bentivoglio) – Πλανόδιον Ιστορίες Μπονζάι]