Δεκάξι απογέματα κάθονταν με τα κεφάλια αντικριστά, ακουμπισμένα στους τοίχους των μπαλκονιών τους μ’ ένα βιβλίο στο χέρι ο καθένας, που καμιά σελίδα του δεν γύρισε ποτέ, καθώς τα μάτια μένανε ξαφνιασμένα, αμετακίνητα…
Μια γυναίκα θυμάται το παρελθόν της και κλαίει για το παρόν της. Το παρελθόν της χάρισε το μεγάλο έρωτα της ζωής της. Το παρόν της δεν είναι παρά μία σύμβαση αορίστου χρόνου. Κι όμως όταν ο άντρας της ζωής της έρχεται να τη συναντήσει και πάλι, αυτή δεν τολμά να τον αντικρύσει. Απαρνιέται τον άνθρωπο που μέσα από τις μνήμες της την κρατούσε ζωντανή. Ίσως το χθες και το σήμερα να είναι το ίδιο. Ίσως το σήμερα να μην αξίζει χωρίς το χθες, έτσι όταν το τελευταίο έρχεται να συναντήσει το πρώτο όλα να ανατρέπονται. Η ιστορία της Μαρίας και του Φραντς. Γνωρίστηκαν στον πόλεμο, αγαπήθηκαν στον πόλεμο, χώρισαν στον πόλεμο. Το μόνο που επιβιώνει από τη μοιραία συνάντηση αυτή είναι οι αναμνήσεις, και οι αναμνήσεις πρέπει να μείνουν, ειδικά όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με μια κοινωνία που καταδικάζει καθετί που ξεφεύγει απ’ το συνηθισμένο, που χαλάει τη βολή της
Μια αιωνιότητα γίνηκες απουσιάζοντας από τη λαμπερή νιότη μου που μάζευε με τις αγρύπνιες (από το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου ΠΟΥ ΕΔΥ ΣΟΥ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ, Γαβριηλίδης, Αθήνα 1992)
Αχάριστη καρδιά δε σου ’φτασαν τόσα χρόνια που σε περίμενα; Χωρίς μέτρο σ’ αγάπησα. Και χωρίς έλεος φέρθηκα στους δικούς μου. Ούτε την μάνα μου δεν έκλαψα όταν πέθανε. Απ’ όλους με χώριζε η βαριά σκιά σου. Τεράστια σαν τις αποστάσεις που ας χώριζαν, σαν τη σιωπή σου που πολλαπλασιαζόταν με τους χρόνους σε θάνατο διαρκείας. Ποτέ δεν σ’ αγάπησα τόσο όσο πόνεσα για το χαμό σου. Πόσους; Τριάντα; Κι οι μέρες τριακόσιες εξήντα πέντε κι οι νύχτες διπλάσιες. Μια αιωνιότητα γίνηκες απουσιάζοντας από τη λαμπερή νιότη μου που μάζευε με τις αγρύπνιες, που θάμπωνε αφού δεν καταύγαζε πια τη λατρεία του βλέμματός σου που κλόνιζε το ένοχο βάδισμά μου καθώς γλιστρούσε αθόρυβο στο μισοσκόταδο, με ταμπούρλα στην καρδιά μου, τρελή, τρελή, μονολογούσα, λες και προσευχόμουν, καθώς είχα μόλις ξεφύγει από τα συνωμοτικά ψιθυρίσματα του σπιτιού μου που όλο και κάποιο σαμποτάζ σκάρωναν με κείνον τον κρυμμένο αντάρτη στο κελάρι, τον κοντό ήρωα, που θα σας τίναζε στον αέρα. Η τελευταία μαχαιριά της προδοσίας μου σταματούσε την καρδιά μόλις διέκρινα να γυαλίζουν στο σκοτάδι τα μπρούτζινα μετάλλια στη στολή σου κι αμέσως άνοιγαν οι φτερούγες των χεριών σου κι ένιωθα μόνο το παφλασμό των ωκεανών που μ’ έπαιρναν μ’ έπαιρναν στην υγρασία των χειλιών σου κι όλα γίνονταν χαμός. Κι αλήθεια είχε γεννηθεί ο Κύριος κι εγώ χανόμουν για την αγάπη Αυτού και τραγουδούσα με το κορμί μου ύμνους στην άρπα της γης. Κύριε, Κύριε, καλώς εγεννήθης. Ἡ παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει καί ἡ γη τό σπήλαιον τῳ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι, δι'ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός Ευλογημένη εγώ εν γυναιξί που εβάδισα στο θάμπος των ουρανών σου. Τι να την έκανες την ομορφιά των ματιών σου και το βαθύ τους μαβί, ολομόναχος στο χάος Του. Καλώς Κύριες εγεννήθης και ενσαρκώθης στην αγκαλιά μου, φυλακίζοντας μέσα μου το κορμί σου, σώζοντάς το από την ερημιά. Κατάβρεξέ με τα μύρα σου να καθαρθώ Φραντς τρυφερέ, φίλε του σκοταδιού που γινόταν διάφανο από τις υπέροχες μαβιές αναλαμπές των ματιών σου. Και βέβαια θα γεννήσω τον Σωτήρα με τα ίδια ουράνια μάτια σου, για να σώσει μια άλλη πανέμορφη κοιλιά και άλλους ευλογημένους μηρούς κοιλάδα της αγάπης, Φραντς εχθρέ. Κύριε εσύ, Σωτήρα της υπέρλαμπρης νιότης μου, εχθρός λένε της πατρίδας μου, Γερμανός. Και στο σπίτι μου να σχεδιάζουν καθημερινά την εξόντωσή σου, εσένα και όλων των ομοίων σου. Και δεν θα πίστευαν πως εγεννήθης ημίν να δικαιώσεις την ομορφιά. Δεν φταίνε αυτοί, εκείνος ο «αίρων» γεννήθηκε πριν καιρούς παλιούς, κουρελιασμένους από αιώνες σε μια καλύβα στην άκρη της γης. Εσύ φύτρωσες ένα απόγεμα στο μπαλκόνι του απέναντι διώροφου που το χώριζαν τα τέσσερα μέτρα του δρόμου από το δικό μου, όπου έβγαινα στις έξι που σταματούσε η κυκλοφορία. Στρωνόμουν στην πάνινη πολυθρόνα μ’ ένα βιβλίο ως τις εννιά που σκοτείνιαζε. Έτσι σε πρωτοείδα.
Έτσι την πρωτοείδε και κείνος από το μπαλκόνι του σπιτιού που του παραχώρησε η κομαντατούρ.Υπάρχει του εξήγησαν ένας παράξενος αθόρυβος κόσμος σ’ αυτή την περιοχή κι ίσως αντιληφθείς κάτι, στις μετακινήσεις της γειτονιάς αφού σταματήσει η κυκλοφορία. Και στάθηκε εκεί φτιαγμένη από φίλντισι πιο εκθαμβωτική κι από το λευκό μεταξωτό που κυλούσε απάνω της. Με τα χείλη κλειστά και φλύαρα σαν τριαντάφυλλα που θ’ άνοιγαν την αυγή. Τα φρύδια ζωγραφισμένα στο αλαβάστρινο μέτωπο καταλήγανε δεξιά κι αριστερά στα μάτια της που δεν τα φανταζόταν, δεν τα ’πε ούτε ήξερε να τα περιγράψει.Πού είναι οι πρίγκιπες της συνοδείας σου; Ν’ ανοίξουν πρώτοι τις πόρτες και ν’ αναγγείλουν με σάλπιγγες την έξοδό σου στο δειλινό που θάμπωσες. Ή μην είναι ανοιχτοί οι κρουνοί φωτός των καταγάλανων ουρανών του νησιού σου, για σένα ή από σένα; Ευλογημένη, ευλογημένη εσύ που θαμπώνεις την Δημιουργία.
Δεκάξι απογέματα κάθονταν με τα κεφάλια αντικριστά, ακουμπισμένα στους τοίχους των μπαλκονιών τους με ένα βιβλίο στο χέρι ο καθένας, που καμιά σελίδα του δεν γύρισε ποτέ, καθώς τα μάτια μένανε ξαφνιασμένα, αμετακίνητα.
Λες και ήσουν όλη κτισμένη όλη κτισμένη σ’ ένα φιλντισένιο παλάτι με αθέατο το σύμπαν γονατισμένο στα τορνευτά πόδια σου.
Θα κάνω, εμπιστεύονταν στην καρδιά της, θα κάνω ένα παιδί με τη ζωγραφιά των παιδιών του να με φωτίζουν ως τα βαθιά γηρατειά.
Και στο διάφανο σουρουπωμα της δέκατης έκτης ημέρας, καθώς την φώναζαν να κατέβει για φαγητό, σηκώθηκαν αυτόματα και οι δυο κι άνοιξαν διάπλατα τα χέρια, φτερούγες τεράστιες, στιβαρές εικοσάχρονες υποσχετικές κραυγάζοντας όρκο και σιωπή.
Στις δέκα, μια και τα φώτα κόβονταν σ’ όλη την πόλη, ο κόσμος όλος πλάγιαζε. Άνοιξε τότε ήσυχα την ξώπορτα και γλίστρησε στην απέναντι ορθάνοιχτη, για να πέσει τυφλά στην αγκαλιά του, μες στο σκοτάδι το πηχτό.
Φρανς –Μαρία;
Μαρία;
Φρανς;
Φράνς! –Μαρία!
Μαρίαααα
Φρανς, Κύριε ελευθερωτή των παγωμένων σπλάχνων
Μαρία, λιβάδι, λιβάδια ανθών, βασιλικά κι αμπαρόριζα, φως που τυφλώνεις τα σκοτάδια
Φρανς γιε, αγόρι και σπάργανο του παντοτινά
Μαρία ἡ κεχαριτωμένη, τήν ὡραιότητα τῆς παρθενίας σου καί τό ὑπέρλαμπρον τό τῆς ἀγνοίας σου.
Τρεις μήνες, δέκα μέρες και μισή νύχτα τον άφησαν να ξεκουραστεί ώσπου έφτασε η διαταγή της αναχώρησής του για το ρωσικό μέτωπο.
Ἰδού ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καί παραδοθήσεται ὁ Υἱός του ἀνθρώπου, καθώς γέγραπται…
… Δεῦτε οὖν καί ἤμεις συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί σταρωθωμεν καί νεκρωθῶμεν δι'αὐτόν ταῖς του βίου ἡδοναῖς…
… Βλέπετε, μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. Πολλοί γάρ ἐλεύσονται ἐπί τῳ ὀνόματι μου λέγοντες, Ἐγώ εἰμί. .. Έσατι γάρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ'ἀρχῆς κόσμου ἕως του νῦν…
Βέβαια κανείς δεν μίλησε για θλίψη την ημέρα που, φευγάτοι πια οι Γερμανοί, πάντρεψαν την Μαρία με τον κοντό χοντρό ήρωα. Κανείς δεν ξαφνιάστηκε γιατί εκείνη η πεντάμορφη κοπέλα, μόλις εικοσιπεντάχρονη, παντρεύτηκε τον σαρανταπεντάρη. Ήταν μόδα οι ήρωες αλλά και κείνη μετά ἀνόμων ἐλογίσθη Τόν νυμφῶνα σου βλέπω Σωτήρ μου κεκοσμημένον καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αυτω.
Ω μητέρα θεών, η πόρνη του νησιού σου, όλο και φεύγω μακρύτερα μπαίνοντας κάθε μέρα και βαθύτερα στα θανατερά λευκά σάβανα, απ’ όπου κανείς δεν ελπίζει στην επιστροφή μας, αφού ούτε θεοί δεν άντεξαν να βασιλέψουν στις εχθρικές στέπες. Υπέροχες υποσχέσεις αιωνιότητας πεθαίνουν κάτω απ’ τα βρώμικα χιόνια κι ούτε ένα αλληλούια. Πόσα παιδιά θα σου γεννούσα μικρή αγία πόρνη, πρίγκιπες από φίλντισι και αχάτη κι όλα θα πεθάνουν εδώ, όλα τα υγρά παιδιά που κουβαλάω παγωμένα κι αυτά, πώς να σου τα στείλω; Οι ταχυδρόμοι πάγωσαν με τα περιστέρια κουρνιασμένα στις χλαίνες τους Μαρία mein.
Παρακάλεσε κρυφά τον κλητήρα της τράπεζας που δούλευε να της αγοράσει έναν παγκόσμιο Άτλαντα.
«Στέππη. Μεγάλη έρημος 9.200.000 τ.μ. Εκάστη των διαφόρων στεππών… Η πανίς των κυρίως ασιατικών στεππών περιλαμβάνει επισης… Η Σιβηρία θεωρείται ουχί αδίκως ως βασίλειον της χιόνος και του ψύχους δι’ ό και κατέστη τόπος εγκαταστάσεως καταδίκων. Ο εκτοπισμός καταδίκων κατηργήθη υπό του τσάρου Νικολάου Β΄ το 1899, αλλά συνεχίσθη δια τους πολιτικούς καταδίκους διατηρηθέν και επί του σοβιετικού καθεστώτος»
Ἡ ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέκαί ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο.
Ἡ ζωή πῶς θνῄσκεις;
Πῶς καί ταφῶ οικεις
Μετά κακούργων ὡς κακοῦργος
Ὁ ὡραῖος κάλλει παρά πάντας βροτούς ο τήν φύσιν ωραϊσας του παντός
Ὦ θαυμάτων ξένων! Ὦ πραγμάτων καίνων!
ὁ πνοῆς μοι χορηγός ἄπνους φέρεται.
Πῶς κηδεύω σε Υιέ;
Τις μοι δώσει ὕδωρ καί δακρύων πηγάς
ἡ Θεόνυμφος Παρθένος ἐκραύγαζεν,
ἵνα κλαύσω τόν γλυκύν μου υιόν;
Έσφιξε το παλτό της πάνω απ’ τους κυρτωμένους ώμους της και τον σκούντησε σχεδόν εχθρικά, πάμε. Ποτέ δεν τον άφηνε να ακούσει τα Εγκώμια ως το τέλος. Και πάντα πριν το πιο αγαπημένο του, «ω γλυκύ μου έαρ». Περπατούσε σαν να τον κυνηγούσαν. Όχι πως θα τολμούσε να διαμαρτυρηθεί εκείνος! Έτσι ακατάκτητη, έτσι ξένη, σαν σπαστικιά δεν την απασχόλησαν ποτέ οι επιθυμίες του. Είκοσι οχτώ χρόνια παντρεμένοι δε νοιάστηκε ποτέ να μάθει τι αισθανόταν. Απομάκρυνε φίλους και γνωστούς. Δεν του έμεινε κανείς να του εκμυστηρευτεί πόσο δυστυχισμένος ήταν. Στην αρχή μάλιστα όλοι τον ζήλευαν. Είχε παντρευτεί την ωραιότερη κοπέλα της πόλης και δικαιολογημένα την απομόνωσε, έτσι πίστευαν.
Αγαπημένη χιλιάδες αγαπημένη Μαρία(από το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου ΠΟΥ ΕΔΥ ΣΟΥ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ, Γαβριηλίδης, Αθήνα 1992)
Ήταν και ήρωας και ο πρώτος στο νησί που είχε παρασημοφορηθεί και από τους άγγλους, αυτή βέβαια χαμογελούσε με κείνο το λειψό το τσιγγούνικο στράβωμα των χειλιών, που ξέρναγε περιφρόνηση.Ο ήρωας συνήθισε να μην του δίνει σημασία μόνο κατηγορηματικές εντολές, έφερες ψωμί; Δεν υπάρχει φρούτο στο σπίτι, καφέ δεν έχει και σιωπή. Τέτοια ακατάκτητη, αμετακίνητη, να ελέγχει τη μαγεία της ομορφιάς της, δοκιμάζοντας το βλέμμα της πάνω σε ωραίους άνδρες, να χαριτολογεί σε κάποιον καινούργιο που σπάνια εμφανιζόταν στην κλειστή ζωή της επαρχίας χωρίς να νιώθει υπόλογη σε κανέναν για ό,τι θα μπορούσε εκείνος να θεωρήσει ανάρμοστη συμπεριφορά, σε σύγκριση με την αμετάλλαγη σιωπηλή της παρουσία δίπλα του. Κι όταν αποφάσιζε να του απευθύνει το λόγο θα ’ταν για να του ανακοινώσει κάτι κακό ως ανυπόφορο. Όπως τότε που αποφάσισε να τον εγκαταλείψει. Δεν μπορώ άλλο, πλήττω, θα πάω να ζήσω στην Αθήνα. Ο παρασημοφορημένος, έτσι τον αποκαλούσε συνήθως με την πρόθεση να τον εξευτελίσει, ναι, ο άνδρας της δεν τόλμησε να φέρει καμιά αντίρρηση, Έτσι κι αλλιώς δεν θα ωφελούσε. Πήγαινε για λίγο καιρό κι αν σ’ αρέσει. Γιατί να μη μ’ αρέσει; Ο αδελφός μου μου γράφει πως θα περνά θαύμα. Έχει παρέες, φίλους, φίλες, φώναζε και πηγαινοερχότανε στο στενάχωρο δυάρι, ρετιρέ όμως. Όλη μέρα το ψείριζε, το στόλιζε, το ξεσκόνιζε κι ας μην δεχόταν ποτέ κανέναν. Τους φίλους του τους περιφρονούσε, η ίδια δεν είχε σχέσεις ούτε φίλες. Πώς ζούσε, αναρωτιόταν τις ώρες που έλειπε ή τις μέρες που πήγαινε στο κτήμα του, λίγο έξω από την πόλη. Καθόταν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη κι εκεί την εύρισκε όποια ώρα κι αν επέστρεφε. Έπιανε με τα δυο δάχτυλα τις ρυτίδες στα πλάγια του στόματος και τις τέντωνε. βαφόταν με χιλιάδες παραλλαγές χρωμάτων και πάντα ξεβαφόταν, σχεδόν αμέσως βάζοντας τελικά λίγο μπλε στα μάτια της που τα ’κανε θεϊκά όμορφα ακόμα κι όταν άρχισε να μαραίνεται.
Και βέβαια θα φύγω, να πας να μου βγάλεις εισιτήριο. Με αεροπλάνο, τη ρώτησε, ήρεμα. Τινάχθηκε τρομαγμένη. Αεροπλάνο; Ποτέ. Με βαπόρι, αλλά μοναχική καμπίνα. Θα φύγω την Πέμπτη. Μεθαύριο; Μάλιστα, τι με κοιτάς; Την Πέμπτη μετά το Πάσχα. Άντε πήγαινε. Καθώς άνοιξε βρήκε μπροστά της το θυρωρό. Κυρία Μαρία έχεις ένα γράμμα από τα ξένα. Εγώ δεν το κατάλαβα μου το’ πε ο Ανδρέας ο ταχυδρόμος. Το πήρε χωρίς να το κοιτάξει ώσπου ο άνδρας της έκλεισε πίσω του την πόρτα. Φροϋλάιν; Γερμανικά!
ΣΥΝΕΧΕΙΑ της Ιστορίας στο Ιωβηλαίο ΛΕΞΕΩΝ ΜΑΓΙΚΟΥ ΡΕΑΛΙΣΜΟΥ σαν κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσαμε την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό. Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη. Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης…