Το ζύγωμα της θάλασσας ή των γυναικών, το φεγγάρι απ’ όπου έπεσε ένα λιοντάρι, το δυνατό κρασί, το καθένα χωριστά κι όλα μαζί μπορούσαν να γεμίσουν την έκταση της ψυχής του… Ήξερε τι θα πει φόβος, όμως και τι θα πει θυμός και θάρρος… Ακόρεστος, περίεργος, ανυπόμονος, με μόνη αρχή του την απόλαυση και την αδιαφορία που έρχεται μετά, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και είδε, στη μια και την άλλη άκρη της θάλασσας, τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων. Σε αγορές πολύβουες ή στη ρίζα ενός βουνού που η κορφή του χάνονταν στην καταχνιά και που, κάποτε, ίσως να ’ζησαν εκεί κένταυροι, άκουσε συγκεχυμένες ιστορίες που τις δεχόταν όπως δεχόταν την πραγματικότητα, δίχως να ψάχνει αν ήταν αληθινές ή φτιαχτές...
«Με το να είμαι τυφλός, ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώσουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ ένα μεγάλο μέρος της μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες, τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία που θα γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θα ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία» Ο Μπόρχες ψάχνει πάντα τις πιο επικίνδυνες κι ωστόσο ποτέ τους αποτυχημένες αναλογίες. Το γράψιμό του τιμωρεί σταθερά την κοινοτοπία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ματαιογνωσίας, απεχθάνεται τους φιλολογισμούς» και ρέει με κανονική απλότητα. Ιδού…
Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ (από το ομότιτλο βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ύψιλον/ βιβλία 1980)
Δε χασομέρησε ποτέ στις απολαύσεις της μνήμης, οι εντυπώσεις γλιστρούσαν από πάνω του φευγαλέες και ζωηρές.Το κόκκινο του αγγειοπλάστη, το στερέωμα πλημμυρισμένο στ’ άστρα, που ήταν και θεότητες, το φεγγάρι απ’ όπου έπεσε ένα λιοντάρι, η γυαλάδα ενός μαρμάρου κάτω από την αργή, ευαίσθητη άκρια των δαχτύλων, η γεύση της σάρκας του αγριογούρουνου, που του άρεζε να κομματιάζει με γερές δαγκωματιές, μια φοινικική λέξη, ο μαύρος ίσκιος που ρίχνει ένα κοντάρι πάνω στην κίτρινη άμμο, το ζύγωμα της θάλασσας ή των γυναικών, το δυνατό κρασί που κόβεται η αψάδα του με το μέλι, μπορούσαν, το καθένα χωριστά κι όλα μαζί, να γεμίσουν την έκταση της ψυχής του. Ήξερε τι θα πει φόβος, όμως και τι θα πει θυμός και θάρρος και, κάποια φορά, σκαρφάλωσε πρώτος σ’ ένα εχθρικό τείχος. Ακόρεστος, περίεργος, ανυπόμονος, με μόνη αρχή του την απόλαυση και την αδιαφορία που έρχεται μετά, ταξίδεψε σε διάφορα μέρη και είδε, στη μια και την άλλη άκρη της θάλασσας, τις πολιτείες και τα παλάτια των ανθρώπων. Σε αγορές πολύβουες ή στη ρίζα ενός βουνού που η κορφή του χάνονταν στην καταχνιά και που, κάποτε, ίσως να ’ζησαν εκεί κένταυροι, άκουσε συγκεχυμένες ιστορίες που τις δεχόταν όπως δεχόταν την πραγματικότητα, δίχως να ψάχνει αν ήταν αληθινές ή φτιαχτές.
Σιγά-σιγά, το σύμπαν μ’ όλη του την ομορφιά, άρχισε να τον εγκαταλείπει.Μια καταχνιά επίμονη σκοτείνιαζε τις γραμμές του χεριού του, η νύχτα απογυμνώθηκε από τα αστέρια της, το έδαφος έγινε λιγότερο σταθερό κάτω από τα βήματά του. Όλα απομακρύνονταν και συγχέονταν. Όταν κατάλαβε πως άρχισε να τυφλώνεται, έκλαψε. Η στωική εγκαρτέρηση δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί κι ο Έκτορας μπορούσε να το βάλει στα πόδια χωρίς να ντροπιαστεί. «Δεν πρόκειται» ένιωσε «ούτε τον ουρανό να ξαναδώ, γεμάτο με το μυθολογικό του δέος, ούτε τούτο το πρόσωπο που θα το μεταμορφώσουν τα χρόνια». Μέρες και νύχτες πέρασαν πάνω από την απελπισμένη σάρκα του. Ύστερα, ξυπνώντας ένα πρωί, κοίταξε (χωρίς φόβο πια) τα συγκεχυμένα πράγματα που τον τριγύριζαν. Ένιωσε ανεξήγητα, έτσι όπως αναγνωρίζει κανείς μια μελωδία ή μια φωνή, πως όλα αυτά του είχανε ξανασυμβεί και τα ’χε αντικρίσει έντρομος αλλά ταυτόχρονα και με χαρά, με ελπίδα και περιέργεια. Βυθίστηκε λοιπόν στη μνήμη του, που του φάνηκε απύθμενη και κατάφερε ν’ ανασύρει από αυτή του τη σκοτοδίνη, τη χαμένη του ανάμνηση, που έλαμπε σα νόμισμα στο φεγγαρόφωτο, ίσως γιατί δεν την είχε ποτέ αντικρίσει άλλη φορά εκτός, μπορεί, μέσα σε κάποιο όνειρο.
Η ανάμνηση ήταν η ακόλουθη: τον είχε προσβάλει κάποιο άλλο παιδί κι είχε τρέξει στον πατέρα του να του πει.Ο πατέρας του τον άφησε να μιλήσει, σαν να μην άκουγε ή να μην καταλάβαινε και, μετά, ξεκρέμασε από τον τοίχο ένα μπρούτζινο στιλέτο, όμορφο κι όλο δύναμη, που το παιδί μυστικά το λαχταρούσε. Τώρα το κρατούσε στα χέρια του και, η έκπληξη που ένιωσε αποχτώντας το, έσβησε την προσβολή που είχε δεχτεί. Αλλά η φωνή του πατέρα του έλεγε: Δείξε πως είσαι άνδραςκι είχε μια προσταγή αυτή η φωνή. Η νύχτα σκοτείνιαζε τα δρομάκια. Σφίγγοντας το στιλέτο, που το ’νιωθε προικισμένο με μια δύναμη μαγική, κατηφόρισε την απότομη πλαγιά που τύλιγε το σπίτι κι έτρεξε στην ακροθαλασσιά, νιώθοντας Αίαντας ή Περσέας και γεμίζοντας με πληγές και μάχες την αρμύρα της σκοτεινιάς. Η γεύση ακριβώς εκείνης της στιγμής ήταν αυτό που γύρευε και τώρα. Τα υπόλοιπα δεν τον ένοιαζαν: οι προσβολές της πρόκλησης, η άτσαλη πάλη, ο γυρισμός με τη λεπίδα ματωμένη.
Απ’ την ανάμνηση αυτή ξεπήδησε μια άλλη, που πάλι είχε να κάνει με νύχτα και με κάποια περιπέτεια που θα επακολουθούσε. Μια γυναίκα, η πρώτη που του έστειλαν οι θεοί, τον περίμενε στη σκιά ενός υπόγειου και την έψαχνε μέσα σε στοές που έμοιαζαν με πέτρινα υφάδια και σε κατηφοριές που βυθιζόταν μέσα στο σκοτάδι. Γιατί τάχα ξαναγύριζαν οι αναμνήσεις αυτές και γιατί του ξανάρχονταν, δίχως πίκρα, έτσι απλά σαν να προεικόνιζαν το παρόν;
Το κατάλαβε μαζί με το τελικό σκοτάδι. Σ’ αυτή τη νύχτα που κατέβαιναν τώρα τα θνητά μάτια του, τον περίμενε ο έρωτας κι ο κίνδυνος μαζί, ο Άρης και η Αφροδίτη,γιατί διαισθανόταν κιόλας –επειδή είχε αρχίσει ήδη να τον τριγυρίζει – κάποιαν υπόνοια για δόξες και εξάμετρα, μια αίσθηση ανθρώπων που υπερασπίζονται ένα ναό που οι θεοί δεν πρόκειται να σώσουν και για καράβια μαύρα που γυρεύουν στις θάλασσες ένα αγαπημένο νησί, μια νύξη για Ιλιάδες και Οδύσσειες που του ’χε η μοίρα του να δημιουργήσει και να τις αφήσει κληρονομιά, ν’ αντηχούν μέσα στην κοίλη μνήμη των ανθρώπων. Όλα αυτά τα ξέρουμε, δεν ξέρουμε μονάχα το τι ένιωσε καθώς βυθιζόταν στο απόλυτο σκοτάδι.
«Δεν γράφω για μια μικρή ελίτ που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημιουργούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου» (ΜΠΟΡΧΕΣ). Οποιοδήποτε απ’ τα σύντομα, ως επί το πλείστον, δοκίμια του Μπόρχες μοιάζουν με αναπτήρες: τη φλόγα δεν την σπαταλούν, ενυπάρχουσα για θαυμαστά τινάγματα. Ο Μπόρχες- δοκιμιογράφος κάνει τις κινήσεις ενός ατίθασου και φανταστικού εκκρεμούς προς εκατό, να πούμε, κατευθύνσεις.