Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Αργύρης Χιόνης, Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός Φαύνου και (επιστέγασμα) ο Ξενιστής της Άννας Αφεντουλίδου

$
0
0
Αυτήμόλις είχε κλείσει τα είκοσι τρία, αυτόςπλησίαζε τα εξήντα. Αυτήείχε μόλις εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, αλλά ανυπομονούσε ήδη για αναγνώριση, για καταξίωση. Αυτός, αφού είχε φτύσει αίμα και περάσει δια πυρός και σιδήρου, εθεωρείτο πλέον καταξιωμένος ποιητής και κριτικός. Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου και ήσαν ξαπλωμένοι, ολόγυμνοι, επάνω στο κρεβάτι του. Πριν από λίγο, είχανε κάνει έρωτα, αυτήμε βαθιούς στεναγμούς και πνιχτές κραυγές «ηδονής», αυτόςμε ιδρώτα και άγχος για τη λειψή στύση του.

Αυτήείχε αποκοιμηθεί, αυτός, ξύπνιος και γερμένος στο πλάι, προς το μέρος της, άκουγε την ήσυχη, αμέριμνη ανάσα και περιεργαζόταν το κορμί της. Ο ύπνος την είχε κερδίσει σε ύπτια στάση, αλλά τα στήθη της δεν κρέμονταν δεξιά και αριστερά. Σφιχτά σαν λεμόνια, σημάδευαν με ρώγες όρθιες το ταβάνι. Τα μπράτσα ήσαν αλαβάστρινα, στομάχι και κοιλιά καμπύλωναν προς τα μέσα, χωρίς ωστόσο να εκθέτουν τα παϊδια του υπερκείμενου θώρακα. Το τρίχωμα του εφηβαίου κατάμαυρο, πυκνοϋφασμένο βελούδο, οι μηροί, κρουστοί, δεν ξεχείλωναν πάνω στο στρώμα, το ίδιο και οι γάμπες. Τα γόνατα διακριτά και τέλεια σμιλευμένα. Όσο για τα πόδια –αχ, τα πόδια!- δυο κομψοτεχνήματα, με λεπτουργημένους αστραγάλους, τέλεια του πέλματος καμπύλη και ακροδάχτυλα σαν ρόδινες, στριφτές καραμελίτσες που σου ’ρχονταν να τις γλείφεις μέχρι να λίωσουν μες στο στόμα σου.
Απ’ τα δροσάτα πόδια της, στα μαραμένα τα δικά του πέρασε το βλέμμα του και, από κει, στις αχαμνές του γάμπες ανηφόρισε, στ’ αρθριτικά του γόνατα και στους σακουλιασμένους του μηρούς. Στο σμίξιμό τους, αντίκρισε, με δέος, τα τζούφια αρχίδια του, σταφανωμένα από γκρίζες γουρονότριχες, και λίγο πιο ψηλά, τη χαλαρή κοιλιά που, όπως ήτανε γερτός στο πλάι, πάνω στο στρώμα είχε κυλήσει. Μίσος και αηδία τον κατέλαβε για το παρηκμασμένο του κορμί. Η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε και, αφού ο ύπνος δεν έστεργε, ως παρατηρητήε, τα μάτια να του κλείσει, το χέρι άπλωσε κι απ’ τη βιβλιοθήκη πλάι στο κρεβάτι, ένα βιβλίο ανέσυρε, στην τύχη και στην τύχη (τι φρικτή, Θεέ μου τύχη!) στην εβδομηκοστή ένατη σελίδα το άνοιξε σελίδα κι άρχισε να διαβάζει:

«Πάει κιόλας χρόνος από τότε που ο Φαρίντ πήρα τη Νάαμα γυναίκα, και κάθε πρωινό το αντρόγυνο κάτω απ’ τις αλέες τριγυρνά, που οι φυλλωσιές τους το ξανάνιωμα του έρωτα θροϊζουν.
Όμως εκείνοι προχωρούν, ο ένας πλάι στον άλλο, αργά-αργά, λες και ξεπροβοδίζουνε νεκρό στο μνήμα, λες και τη μουσική δεν αγρικούν των δένδρων, δίχως να λεν μια λέξη, δίχως ούτ’ ένα βλέμμα ν’ ανταλλάζουν.
Μέρα τη μέρα, της Νάαμας τα μάτια βαθουλώνουν, χλωμιάζουνε τα μάγουλά της.
Κι εγώ φαντάζομαι με πόση ηδονή θα αφουγκράζεται, μες τη σιωπή της νύχτας, πλαγιασμένη πλάι στον Φαρίντ, ολόγυμνη, το αργό, μα σταθερό έργο του θανάτου στου γέροντα το σώμα, το τρίξιμο το σιγανό που κάνουν οι κλειδώσεις του, καθώς μία προς μία, τις θρυμματίζει ο χρόνος, το αδιάκοπο της ύπαρξής του ξεχαρβάλωμα.
Όμως, το γλυκοχάραμα, όταν την παίρνει ο ύπνος, εκείνος γέρνει απάνω απ’ το κεφάλι της ομορφονιάς και, σαν θεριό που το μυαλό της λείας του ρουφά, τα χαρωπά της όνειρα ταράζει…»

Του ήρθε σκοτοδίνη, του ήρθε να σκοτώσει άνθρωπο. Σκότωσε μόνο ένα κουνούπι που ’χε την ατυχία πάνω στην επίμαχη σελίδα να προσγειωθεί, την ίδια ακριβώς στιγμή που έκλεινε με πάταγο και καταγής πετούσε το βιβλίο.
Το λαχταριστό στο πλάι του κορμί λαχτάρισε, σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι και τρομαγμενο, ρώτησε: «Τι έγινε, αγάπη μου, τι έπαθες;»Τότε, αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά, τα υπέροχα μεταξωτά μαλλιά της, και δυο απανωτά της έριξε σκαμπίλια, φωνάζοντας: «Μα πώς τολμάς, μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;!».Ύστερα, πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη, φόρεσε ένα πανταλόνι, ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι εσπαντρίλιες και πήρε τους δρόμους, να την αφήσει μόνη, να μην τη δει να φεύγει, να τον αφήσει, επιτέλους, μόνο.
Επέστρεψε μετά από μια ώρα. Το σπίτι ήταν άδειο. Ο Παίκτης Δίσκων Συμπαγών έπαιζε ακόμη το ψ. Πάντα στην επανάληψη το έβαζε εκείνο το κομμάτι, κάθε φορά που έκανε έρωτα. Ενίσχυε την ελλειπή του στύση, την έκανε πιο συμπαγή. Έτσι νόμιζε. Τώρα, ωστόσο, πλησίασε τη συσκευή και, μουρμουρίζοντας με κάποια θλίψη, είναι αλήθεια, αλλά με πιο πολλή ανακούφιση, «Ποτέ –ποτέ πια», την έκλεισε.

Σημειώσεις: το χρωματισμένο σε εισαγωγικά ποίημα είναι από το βιβλίο ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ άραβα ποιητή που έζησε στην Γρανάδα τον 10οή 11οαιώνα. Η ιστορία του Αργύρη Χιόνη, που αναρτήθηκε στις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ, είχε τίτλο ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ, για τον οποίο ο συγγραφέας σημειώνει: Τόσο ο MALLARME, που έγραψε «Το απομεσήμερο ενός φαύνου», όσο και ο CLAUDEDEBUSSY, που συνέθεσε το συμφωνικό ποίημα ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ, ήσαν λάτρεις του EdgarAllanPoe 

Άννα Αφεντουλίδου, Ξενιστής (στον Αργύρη Χιόνη για το Απομεσήμερο ενός Φαύνου) 
.
Ακόμη και μετά από την πολυήμερη κοπιαστική μου μύηση στα Άδυτα της ανθρώπινης γνώσης, εγώ εξακολουθούσα να προτιμώ τη μικρή Νεράιδα… με την μορφή της νεαράς οικιακής βοηθού, με την οποία στριμωχνόμασταν στο μικρό κουζινάκι, για να εφαρμόσουμε εμπράκτως την επισωρευμένη μόρφωσιν του Διαδικτύου, τα μεσημέρια της παραμονής μου στο επιβλητικό εκείνο αρχοντικό


Ήταν η ενσάρκωση του αναγεννησιακού ιδανικού του Καθολικού Ανθρώπου. Τόσες γνώσεις, σε τόσα θέματα!Και τι ρητορική ικανότητα! με εκείνη την αξιοζήλευτη άρθρωση που λιαίνει τα σύμφωνα και στρογγυλεύει τα φωνήεντα! Αλλά και Δάσκαλος, πάντα πρόθυμος να μεταλαμπαδεύσει στους νέους ανθρώπους τις γνώσεις του. Και όχι μόνον αυτό! Ήταν επιπλέον η ενσάρκωση και του αρχαίου πνεύματος της φιλοξενίας. Συνεχώς φιλοξενούσε στο αρχοντικό του κάποιαν νέα από την επαρχία που δεν είχε πού να μείνει, για να μπορέσει να επωφεληθεί τόσο από τις πολύτιμες διαλέξεις, που συχνά πυκνά έδινε σε κάποιο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, όσο και από τις ανιδιοτελείς υψηλές γνωριμίες του. 

Είχε λοιπόν προσκαλέσει με μεγαθυμία και εμαυτήν, αμέσως μόλις του έστειλα το Βιογραφικό μου και μιαν ολόσωμη φωτογραφία, όπου ανέπτυσσα όλα τα πνευματικά μου ενδιαφέροντα… Σίγουρα ένας προστατευόμενος των Μουσών και του Ξενίου Διός! Ίσως γι’ αυτό του πήγαιναν όλα δεξιά και όχι γιατί ανένηψε της αριστεράς ιδεολογίας, όπως υπαινίσσονταν κάποιοι άσπονδοι φίλοι.

- Ζήλια! Καθαρή ζήλια, φιλτάτη μου κορασίς!έλεγε κι εγώ παρακολουθούσα καθηλωμένη τα δαχτυλίδια του καπνού, που συντρόφευαν τις λέξεις του, να πλαισιώνουν τα λευκά του μαλλιά…ενώ εκείνος με μεγαλοψυχία χάιδευε πατρικά τους στρογγυλούς μου ώμους, την απαλή σάρκα του λεπτού μου λαιμού…
Διήγον την τρίτην ημέραν φιλοξενούμενη στο αρχοντικό του. Με είχε περιηγήσει σε όλες τις αναρίθμητες κάμαρες, όπου φυλάσσονταν πολυάριθμοι πίνακες και γλυπτά, επεξηγώντας επί ώρες τα πώς και τα γιατί της αμύθητης καλλιτεχνικής τους αξίας και αφήνοντάς με άφωνη με την ευρυμάθεια και την εμβρίθειά του. Μου είχε δείξει με άπειρη προσοχή κι ευλάβεια όλα τα οικογενειακά κειμήλια, τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του, μεταδίδοντάς μου την συγκίνησή του καθώς διέκρινα δάκρυα να λαμπυρίζουν στις ρυτιδιασμένες άκρες των κάπως θολών του ματιών. Κατόπιν μου επέτρεψε με γενναιοδωρία να αγγίξω σαγηνευμένη το χέρι του, ενόσω με έσφιγγε με οδύνη πάνω του, ώσπου να ασφυκτιά το πλούσιο στήθος μου με πόνο…

Εκείνο το βράδυ, μετά το ασκητικό μας δείπνο, χαρακτηριστικό των ανθρώπων με αριστοκρατικές καταβολές, λόγω της Παιδείας τους βεβαίως και ουχί των προγόνων, με οδήγησε στο μόνο δωμάτιο, όπου δεν μου είχε επιτρέψει έως τότε να μπω, στο Άδυτο των Αδύτων, στο Γραφείο του. Βαρύτιμοι δερματόδετοι τόμοι γεμάτοι με τη σοφία αιώνων ανθρώπινου πολιτισμού κάλυπταν τους πανύψηλους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη. Είχα μείνει εκστατική. Με άφησε να ξεφυλλίσω με τρεμάμενα από το δέος χέρια κάποιους τόμους της αρεσκείας μου, ωσότου εκείνος έψαχνε στη μεγάλη σύγχρονη βιβλιοθήκη του Διαδικτύου∙ με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τη σκυμμένη του φιγούρα μπροστά στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή, το μοναδικό δείγμα του τεχνολογικού πολιτισμού του τελευταίου αιώνα, ο οποίος δέσποζε πάνω στο δρύινο έπιπλο στο κέντρο του δωματίου. Διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις χαϊδεύοντας αφηρημένη την δεξιά μου γάμπα με το αριστερό μου χέρι…ανεβάζοντάς το ανεπαισθήτως εκεί ψηλά στην κρυφή κόχη των ιδρωμένων μου μηρών…
-Για την προσφιλήν μου απασχόλησιν, όπως διευκρίνισε ο ίδιος δείχνοντάς μου, μισολαχανιασμένος, την φωτισμένη οθόνη… στο λιγοστό χρόνο των διαλειμμάτων από την επίπονη μελέτη, στη μόνη ξεκούραση που επεφύλασσε εις εαυτόν.
Έπειτα από αρκετή ώρα με κάλεσε κοντά του.
-Πώς σας φαίνεται αυτό, αγαπητή μου; Με ρώτησε βαριανασαίνοντας, καθώς μού έδειχνε συμπλέγματα αντρών και γυναικών σε ανόσιες στάσεις.
Έχω δει και καλύτερα, σκέφτηκα αλλά έδιωξα μετά βδελυγμίας την ασεβή σκέψη και προσπάθησα να εντρυφήσω στις εικόνες που εναλλάσσονταν με ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, επιδιώκοντας το βαθύτερο φιλοσοφικό υπόστρωμα αυτών των αναζητήσεων, ούσα βεβαία πως επρόκειτο για κάτι ασύλληπτο για την ανολοκλήρωτόν μου παιδείαν, εξ ου και η φριχτή βαριεστιμάρα μου την ιερή εκείνη ώρα.

Μόλις ένιωσα το χέρι του που χάιδευε στοργικά τα μακριά μου μαλλιά να σπρώχνει το κεφάλι μου στο σκοτεινό άνοιγμα του παντελονιού του κατελήφθην από την ιδέα πως ο σοφός μου γέρος δεν ήταν παρά ένας φτωχός άντρας, τον οποίο η ταπεινή γυναικεία μου φύσις ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει ή να αποδεχθεί.

Γιατί, ακόμη και μετά από την πολυήμερη κοπιαστική μου μύηση στα Άδυτα της ανθρώπινης γνώσης, εγώ εξακολουθούσα να προτιμώ τη μικρή Νεράιδα… με την μορφή της νεαράς οικιακής βοηθού, με την οποία στριμωχνόμασταν στο μικρό κουζινάκι, για να εφαρμόσουμε εμπράκτως την επισωρευομένη μόρφωσιν του Διαδικτύου, τα μεσημέρια της παραμονής μου στο επιβλητικό εκείνο αρχοντικό… σιχτιρίζοντας ομού κι αυτόν και την αλαζονική σοφία του και το ανόητο σινάφι του.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles