Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Μάριος Χάκκας, Μπιντές, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο

$
0
0
Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μέρμηγκα κουβαλώντας και σιάχνοντας, οικοδομώντας τελικά αυτό τον μπιντέ ώσπου με κατάπιε η καταβόθρα του

 [Ο ΜΠΙΝΤΕΣ και άλλες ΙΣΤΟΡΙΕΣ (1970), το βιβλίο με το οξύτατο διαβρωτικό ύφος και την τρυφερότατη λυρική διάθεση που επέβαλε ξαφνικά το Μάριο Χάκκα ως έναν από τους πιο αυθεντικούς εκπροσώπους της γενιάς του. Οι ΙΣΤΟΡΙΕΣ, όπως και τα άλλα του κείμενα, είναι μικρά κείμενα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, χωρίς πλοκή, χωρίς χαρακτήρες – ένα είδος εξομολογητικού, παραληρηματικού μονόλογου. Για του λόγου το αληθές…]

Ο Μπιντές (και άλλες ιστορίες) 1970

Είχαμε φαγωθεί μέσα μας χωρίς να το πάρουμε είδηση. Εκείνη η λουξ τουαλέτα με τον ιππόκαμπο στα πλακάκια οικόσημο, μια πάπια και γύρω παπάκια, κύκνους και παραδείσια ψάρια, νιπτήρα, λεκάνη, μπανιέρα, μπιντές, παραμπιντές, όλα απαστράπτοντα, είχανε παίξει το ρόλο τους ύπουλα, σκάψανε μέσα βαθιά μας τερμίτες, όπως το σαράκι το ξύλο, και τώρα νιώθαμε κούφιοι.


Θυμάμαι όταν ήρθα από την επαρχία για πρώτη φορά στην Αθήνα και νοίκιασα  ένα δωμάτιο χωρίς καμπινέ. Υπήρχε βέβαια ένας πρόχειρος καμπινές στην αυλή, αλλά έπρεπε να κατέβεις μια κατασκότεινο ξύλινη σκάλα που έτριζε και σήκωνε  τον κόσμο στο πόδι. Ένα βράδυ που έβρεχε και μ’ έπιασε μεσάνυχτα κόψιμο, τα ’κανα σε μια εφημερίδα, κι αφού τα πακετάρισα ωραία, ως και κορδελάκια με φιόγκο τους έβαλα, πηγαίνοντας πρωί-πρωί στη δουλειά, τ’ άφησα στη μέση του δρόμου. Θα θυμόσαστε βέβαια πόσα τέτοια πακέτα  συναντούσατε στους δρόμου. Μερικοί τα κλοτσούσαν για να μαντέψουν το περιεχόμενο. λέγεται πως κάποιος το ’πήγε στην αστυνομία χωρίς να τ’ ανοίξει και ζήταγε εύρετρα. Ένα τέτοιο πακέτο έφτιαξα κάποτε κι εγώ, κι ακόμα τώρα που το θυμάμαι μετά τόσα χρόνια, μου έρχονται γέλια.

Εκείνο τον καιρό ήμουν ένας κεφάτος άνθρωπος με λίγες ανάγκες.Ξυριζόμουν μόνο δυο φορές την εβδομάδα, όποτε είχα ραντεβού στο βουναλάκι με μια κοπέλα, που όλο βιαζόταν να γυρίσει στο σπίτι. Όλο σκαστή ήταν κι είχε αυστηρό αδελφό, νοοτροπία σιτσιλιάνου. Την παντρεύτηκα κι εγώ. Τι να έκανα; Παρά να τρώει μπερντάχι κάθε φορά που αργούσε. Άλλωστε, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου, έτσι τουλάχιστον λέγεται. Πάντως μ’ αυτά και με αυτά μ’ όλα τα κουμπιά μου γερά, είναι κι αυτό ένα όφελος, είναι κι αυτό μια ασφάλεια. Τι σιδερωμένα πουκάμισα τον πρώτο καιρό, τι καθαρές αλλαξές, γυαλισμένα παπούτσια, στο καντίνι που λένε.
Είχε και δικό της σπιτάκι, ένα μονό δωμάτιο αλλά μεγάλη αυλή, και σιγά-σιγά με τις οικονομίες μας, χτίσαμε κουζίνα κι άλλα δωμάτια. Γενικά προοδέψαμε. Πήραμε ψυγείο, πλυντήριο κι η ζωή γινόταν όλο και πιο άνετη.

Μόνο στον καμπινέ καθυστερήσαμε.Στο βάθος της αυλής μέσα σε μια παραγκούλα ήταν μια τούρκικη λεκάνη που με ανάγκαζε κάθε πρωί να κάθομαι στο κότσι, αν κι αυτό ήταν μια καλή άσκηση όπως δε συνήθιζα να κάνω γυμναστική. Στην παραγκούλα υπήρχε κι ένα τενεκεδένιο βρυσάκι που το γέμιζα κάθε πρωί και πλενόμουν. Μπάνιο στη σκάφη. Το Σαββατόβραδο άρχιζε η περιπέτεια. Μ’ έχωνε η γυναίκα στη σκάφη κι έτριβε μέχρι γδάρσιμο. Ας είναι.
Συνέχιζα να προοδεύω. Βοηθός λογιστού ακόμα ξεχρέωνα την κρεβατοκάμαρα, βαρύ έπιπλο με κομοδινάκια κι απάνω αμπαζούρ, σιέλ στο δικό μου, ροζ στης κυράς. Έπειτα έγινα κανονικός λογιστής, τότε μου πήρανε κι εκείνο το οικοπεδάκι με δόσεις. Φυτέψαμε μάλιστα και δυο τρία δένδρα που πήγαινα στις αρχές, μετά από επιμονή της γυναίκας μου, κάθε Κυριακή και τα πότιζα. κατόπιν ξεραθήκαν κι αυτά, πολλές οι δουλειές, αρχιλογιστής πια, γερός ο μιστός και σε λίγα χρόνια ήταν το σπίτι κομπλέ, πλην τουαλέτας. Έμενε σαν επιστέγασμα μιας προσπάθειας είκοσι χρόνων.

«Κάποτε θα ’ρθει και της τουαλέτας η σειρά»,έλεγα στη γυναίκα μου που με γκρίνιαζε πάντα, παραπονιόταν πως έρχεται κανένας επισκέπτης, θέλει να πάει προς νερού του και πέφτουν τα μούτρα της. Κι άλλωστε, τι ήτανε πια ο καμπινές εδώ που φτάσαμε; Η ουρά του γαϊδάρου. Κι όπως όλα τα πράγματα που σιάχνονται μια φορά στη ζωή μας βάζομε τα δυνατά μας να γίνουν όσο πιο πολύ μερακλίδικα, έτσι και στην τουαλέτα πήρα όλα τα μέτρα μου για να σιάξω κάτι το ωραίον: έβαλα πλακάκια πανάκριβα που σχημάτιζαν ένα παράξενο σύνολο με παραστάσεις διάφορες έτσι που να νιώθω ευχάριστα σε  τούτο το χώρο, όλα τα απαραίτητα είδη υγιεινής, φυσικά και μπιντέ.
Τ’ άλλα είδη δε με πειράξανε. Κομμάτια να γίνει. Έχουν και χρησιμότητα κι ύστερα στην ηλικία που βρισκόμαστε τώρα ας απολαύσουμε κι εμείς κάτι. Μόνο ο μπιντές μου την έδωσε και πήρε μπάλα και τ’ άλλα. Ο μπιντές. Γιατί, όπως είμαι δυσκοίλιος και τον είχα μπροστά μου για ώρα, μου φάνηκε να με κοροϊδεύει με κείνο το μακρουλό πρόσωπό του, το ’να μάτι μπλε τ’ άλλο κόκκινο, τριγωνικά πάνω στο μέτωπο και πεταμένα ίδια βατράχου, το στόμα του καταβόθρα που ρουφούσε τα πάντα με κείνο τον ξαφνικό ρόγχο τελειώνοντας το νερό, σα να μουρμούριζε: είδες πώς σε κατάντησα;

Θυμάμαι όταν πρωτοήρθες από το χωριό τι λεβέντης που ήσουνα; Πώς έμπλεξες κακομοίρη μου, έτσι μια ζωή –ένα σπίτι; Εγώ είμαι το βραβείο μετά από είκοσι χρόνια δουλειά. Για να πλένεσαι από κάτω. Είδες που σε έφερα;
Με είχανε βάλει στο ζυγό είκοσι ολόκληρα χρόνια με τη θέλησή μου (αυτό είναι το χειρότερο0, για να καταλήξω εδώ μπροστά σε μια σειρά άχρηστα πράγματα, κατά τη γνώμη μου, ή που κι αν είναι χρήσιμα, π’ ανάθεμα τα, όσο αυτή η υπόθεση που λέγεται ζωή και νιάτα. Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μέρμηγκα κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κολόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτό τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του, κι εγώ τώρα έχω μείνει στιμμένο λεμόνι, σταφιδιασμένο πρόσωπο, για ένα μπιντέ.
Με τέτοιες σκέψεις τράβηξα το καζανάκι και μετά πήγα στο παράθυρο ν’ αναπνεύσω λιγάκι, ν’ ακούσω τον ήχο της πόλης. Από παντού ερχόταν ένας παράξενος θόρυβος. Δεν ήταν ο γνωστός θόρυβος απ’ τ’ αυτοκίνητα. Άλλου είδους αυτός: ένα επίμονο πλατς-πλατς σκέπαζε κάθε άλλη βοή. Έστησα αυτί και κατάλαβα. Όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής είχε μεταβληθεί σ’ έναν απέραντο μπιντέ κι είχαμε καθίσει όλοι επάνω του και πλενόμασταν, πλενόμασταν, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες καζανάκια χύνοντας καταρράκτες νερού, χαιρετούσαν την πρόοδό μας.

[Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά βασανισμένος άνθρωπος που στα πεζογραφήματά του απέδωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου. Πάντα εν βρασμώ ψυχής με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής νεοελληνικής πραγματικότητας]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles