Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Έτγκαρ Κέρετ, Τα χείλη μου πρόφεραν μια λέξη που δεν γνώριζα τη σημασία της

$
0
0

Όλο τον καιρό που ήμασταν μαζί αντιλαμβανόμουν πως ο θάνατος μπορούσε να έρθει να με πάρει ανά πάσα στιγμή. Ποτέ όμως δεν είχα σκεφτεί πως ο ίδιος θάνατος μπορούσε να επισκεφτεί και τον Χανς. Δεν έφτανε στα απομεινάρια του μυαλού μου η σκέψη πως ένας άνθρωπος που μιλάει τόσο αστεία μπορεί να πεθάνει. Όταν συνέβη ήμουν απόλυτα ήρεμος. Δεν έκλαψα, δεν φώναξα, τίποτα

Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει. Έτγκαρτ Κέρετ, λάτρης της μικρής φόρμας και θιασώτης του αλόκοτου με όπλο του το χιούμορ, ο ισραηλινός συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι στο ψυγείο», Εκδόσεις Καστανιώτη 

Έτγκαρ Κέρετ, Αίθουσα αναμονής (μια ιστορία από το βιβλίο ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ)


Ο ΧΑΝΣ κι εγώ δεν είχαμε τίποτα κοινό πέρα από το γεγονός πως υποφέραμε και οι δυο από καρκίνο στον εγκέφαλο. Εκείνος ήταν ένας ζαρωμένος γέρος που μιλούσε τα εβραϊκά τσάτρα-πάτρα, κι εγώ ένας Ισραηλινός χοντρός και μεγαλόσωμος που δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα σαράντα. Παρ’ όλα αυτά, και μολονότι μοιραζόμασταν το ίδιο δωμάτιο λιγότερο από ένα μήνα, αισθανόμασταν σαν δυο παλιοί φίλοι.
«Είναι επειδή εσύ κι εγώ είμαστε ο καθένας μας ασθενής αίθουσα αναμονής», μου εξήγησε ο Χανς.
Μου άρεσαν τα σπαστά εβραϊκά του, ειδικά που με αποκαλούσε «ασθενή αίθουσα αναμονής», λες και περιμένω σε κανένα θορυβώδες αεροδρόμιο από το οποίο θα αναχωρήσω για ένα άλλο μέρος, διαφορετικό.
Παίζαμε σκάκι. Ο Χανς έπαιζε κάποτε στην ομάδα του Πανεπιστημίου του Μιντς και μάλιστα είχε κερδίσει το πανεπιστημιακό πρωτάθλημα του 1935.
«Τώρα όμως, λόγω του καρκίνου στο κεφάλι, έγινα, πώς το λένε, βλαμμένος».
Εγώ; Εγώ ήμουν βλαμμένος κι από πριν. Μερικές φορές ο Χανς ξεχνούσε να παίξει όταν ήταν η σειρά του κι απλά καθόταν κι έχασκε, και τότε τον συνέφερνα.
«Μπαρντόν», ζητούσε συγγνώμη κι έσπευδε να παίξει.
Κι εγώ υπέφερα από «μπλακάουτ» κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, μερικές φορές μάλιστα ξεχνούσα πώς κινούν τα πιόνια ειδικά το άλογο, κι ο Χανς μου το υπενθύμιζε με χαρακτηριστική υπομονή.
Ο δρ. Άραντ λέει πως η εμφάνιση κενών μνήμης είναι απόλυτα φυσιολογική στα πρώιμα στάδια των όγκων του εγκεφάλου, κάτι το οποίο υποτίθεται ότι έπρεπε να με καθησυχάσει.
Πάντα λένε για τους Ανατολικοευρωπαίους πως είναι κρύοι άνθρωποι, ως προς τον Χανς όμως κάτι τέτοιο δεν αλήθευε. Ο άνθρωπος απλούστατα ήταν ποιητής. Κάποτε μου διηγήθηκε για το Μπέργκεν- Μπέλζεν.
«Ήταν η μέρα που πήραν την Άννα και τον μικρό Καρλ. Εγώ απλά δεν ξέρω τι γίνεται τι γίνεται την επόμενη στιγμή. Όταν η Άννα κι εγώ ήμασταν στο Μιντς, πάντα ξέρω τι γίνεται. Κοιτούσα το ρολόι και ήξερα: σε πέντε λεπτό έρθει το τραμ, σε σαράντα λεπτό φιλώ την Άννα, κάνω τον μικρό Καρλ να γελάει, όλα σε σειρά. Και ξαφνικά εγώ πάνω σε κρεβάτι μόνος, δεν ξέρω τίποτα τι θα γίνει. Θέλω να πεθάνω τον εαυτό μου, μόνο για να είμαι σίγουρος για κάτι».
Ο Χανς προς στιγμήν πάγωσε, κοιτάζει τον τοίχο απέναντί του, για λίγο σκέφτηκα πως είναι μια ακόμα κρίση, πως ξέχασε για τι πράμα μιλούσε. Συνέχισε:
«Και τότε τον βλέπω πάνω στον τοίχο, μάι σάταν (= ο ίσκιος μου), πώς το λένε, ε, ε ίσκιο. Κι εγώ τον κοιτώ και ξέρω πως ο ίσκιος είναι πάντα μαζί μου. Πως εγώ ξέρει πάντα τι θα κάνω, και αυτόν ούτε οι Γερμανοί δεν μπορούν να τον πάρουν».
Ο Χανς σήκωσε το χέρι του παρατηρώντας γεμάτος ενδιαφέρον τον τεράστιο ίσκιο πάνω στον τοίχο, που εκτελούσε την ίδια κίνηση, με κοίταξε και χαμογέλασε.
«Τσεουμπάρ», ψιθύρισε.
Η κατάσταση του Χανς ήταν χειρότερη από τη δική μου, και όποτε χρειαζόταν άδειαζα την πάπια με τα ούρα του. «Μπαρντόν», ζητούσε πάντα συγγνώμη, λες και έφταιγε που ήταν άρρωστος. Η αλήθεια είναι πως το άδειασμα του μπουκαλιού με τα ούρα ήταν δουλειά του Άσερ του νοσοκόμου, αλλά αυτός ο παλιάνθρωπος προτιμούσε να πετάγεται μόνο μια φορά την ημέρα και με την ευκαιρία ν’ αλλάξει και τα σεντόνια. Εγώ πέταγα πάντα καμιά βρισιά όταν αυτός ο σκατάς έφτανε επιτέλους στη τμήμα μας, ενώ ο Χανς τον υπερασιζόταν μπροστά μου.
«Μη θυμώνεις, Τσβι, είναι γιουνγκάρ μάαντες (= νεαρό παιδί) κι εμείς είμαστε στο τέλος.
Κάποτε ο Χανς με ρώτησε τι σημαίνει το όνομα Τσβι. Δεν ήξερα πώς να του εξηγήσω. Τελικά του έδειξα μια εικόνα ελαφιού από τα Ισραηλινά Ταχυδρομεία που ήταν τυπωμένη πάνω σ’ ένα φάκελο από τα γράμματα που είχα λάβει..
«Α, χιρς (= ελάφι), όμορφο ζώο, αλλά δεν υπάρχουν πολλά τώρα, είναι ένα ζώο σχεδόν εξαφανισμένο».
Του είπα πως οι ασθενείς με καρκίνο στον εγκέφαλο που παίζουν σκάκι είναι επίσης ζώα υπό εξαφάνιση, κι εκείνος κοίταξε πάλι την εικόνα του ελαφιού πάνω στο φάκελο, ενώ στο πρόσωπό του διαφαινόταν ένα αχνό χαμόγελο.
Είναι περίεργο, όλο τον καιρό που ήμασταν μαζί αντιλαμβανόμουν πως ο θάνατος μπορούσε να έρθει να με πάρει ανά πάσα στιγμή. Ποτέ όμως δεν είχα σκεφτεί πως ο ίδιος θάνατος μπορούσε να επισκεφτεί και τον Χανς. Δεν έφτανε στα απομεινάρια του μυαλού μου η σκέψη πως ένας άνθρωπος που μιλάει τόσο αστεία μπορεί να πεθάνει. Όταν συνέβη ήμουν απόλυτα ήρεμος. Δεν έκλαψα, δεν φώναξα, τίποτα. Ο Άσερ ήρθε.
«Πώς έλεγαν τον γέρο που πέθανε;» ρώτησε. «Ο δρ. Άραντ το χρειάζεται για το πιστοποιητικό θανάτου, οι νοσοκόμες πάλι έχασαν τα χαρτιά και κανείς δεν θυμάται πώς τον έλεγαν. Νομίζω Χιντισάιμ, Χιντσεστράιμ, κάτι τέτοιο».
Θυμήθηκα αυτά που είχε πει ο Χανς για τον ίσκιο, κοίταξα τον τοίχο και σήκωσα το δεξί μου χέρι ψηλά, σαν τον Χανς. Ο προδότης ίσκιος επαναστάτησε εναντίον μου και προτίμησε ν’ ακουμπήσει το χέρι του στο σβέρκο ενός άλλου ίσκιου. Ούτε πάνω του δεν μπορούσα να βασιστώ. Ο Άσερ ξερόβηξε και φώναξε. Άκουγα τις φωνές κι άλλων ανθρώπων. Χάρηκα που είδα τον ασυμβίβαστο ίσκιο. Το δεξί μου χέρι ήταν ακόμα τεντωμένο στον αέρα. Ήθελα να πεθάνω τον εαυτό μου. Τα χείλη μου πρόφεραν μια λέξη που δεν γνώριζα τη σημασία της.
«Τσεουμπαρ», ψιθύρισα κι εγώ.

Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού; - από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles