Κυνηγημένη από το φόβο μια δορκάδα τινάχθηκε τόσο μακριά, τόσο ψηλά που αναλήφθηκε στους ουρανούς.Ο Φόβος έμεινε εδώ, στη γη, κοιτώντας άναυδος, το αθέλητο κι ωστόσο υπέροχο δημιούργημά του: τον αστερισμό της δορκάδος.
[Απομίμηση ζωής ετούτη η ζωή. Σκηνογραφία, Πόρτα ζωγραφισμένη σ’ ένα τυφλό ντουβάρι όπου ΚΑΠΟΙΟΣ εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά. Από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο, κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμα και από γάτα. Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε, κανείς δεν ξέρει!]
Ένας νεκρός, ενώ βρισκόταν κιόλας στο επέκεινα (από τη συλλογή ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ κι άλλα ασήμαντα περιστατικά, Νεφέλη/ βιβλία 2000)
Ένας νεκρός, ενώ βρισκόταν κιόλας στο επέκεινα, θυμάται ότι άφησε κάποιες υποθέσεις αδιεκπεραίωτες, κάποιες υποσχέσεις ανεκπλήρωτες και, συνεπής ως είναι, επιστρέφει στο εδώ για να επανορθώσει. Και, πράγματι, ταχτοποιεί, αόρατος, τα πάντα κι αναχωρεί εκ νέου στο επέκεινα.
Όσοι ωφελήθηκαν από την κίνηση αυτή τρίβουν τα χέρια ευτυχισμένοι. «Για δες η τύχη», λένε «για δες πόσο ευνοϊκά το έφερε τη τύχη»!, και κανείς τους δε φαντάζεται, ούτε που τους περνά από το μυαλό, ότι υπάρχουν συνεπείς νεκροί που επιστρέφουν και ρυθμίζουνε τις εκκρεμότητές τους.
Έσκυψε από τη βάρκα, τη σελήνη για να πιεί μες στο νερό, έτσι τον πήρε το Μακρύ Ποτάμι του θανάτου τον Λι Πο.
Είπαν πως ήταν μεθυσμένος, αλλά και ξεμέθυστος να ήταν, πάλι θα έσκυβε από τη βάρκα, τη σελήνη για να πιει μες το νερό, γιατί αφάνταστα βαθύς γι’ αυτήν ο έρωτάς του και, κυρίως, γιατί, ως ποιητής, πίστευε, είμαι σίγουρος, ότι μπορούσε τη σελήνη, πράγματι, να πιει μες στο νερό και το κατόρθωσε.
Μεθυσμένος Ποιητής γράφει, βαθιά μεσάνυχτα, ποίημα μεθυσμένο. Διαβάζοντάς το, αργότερα, ξεμέθυστος και υπό το φως του ήλιου, νιώθει βαθύτατη ντροπή και, δίχως δισταγμό, το σκίζει.
Όταν, ωστόσο, έρχεται ξανά η νύχτα, ακολουθούμενη από νέα μέθη, τον τρώνε οι τύψεις για το σκίσιμο αυτό, για τον αφανισμό μιας ύπαρξης, έστω λειψής, έστω χωλής, ύπαρξης όμως, και ξαναγράφει, εν είδει εξιλασμού, ένα καινούριο μεθυσμένο ποίημα που, σίγουρα, ξεμέθυστος θα σκίσει πάλι.
Νεαρός μαθητής μένει ενεός στη θέα λευκής σελίδας του τετραδίου του. Οι προηγούμενες σελίδες είναι ήδη πλήρεις σημειώσεων που καταχώρισε, εκεί, χωρίς κανένα δισταγμό. Γιατί, λοιπόν, διστάζει τώρα; Γιατί, εξαίφνης, νιώθει τέτοιο δέος μπροστά στην άγραφη σελίδα; Γιατί, με τρέμον χέρι, γράφει, τελικά: «Το χαρτί άσπρο σαν χιόνι, οι λέξεις μου κρυώνουν;» Μήπως κατάλαβε ότι οι λέξεις έχουνε ζωή; Έγινε μήπως ποιητής;
ΕΝΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΡΑ ΚΙ ΟΣΑ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ, χαρίζει στο χαρτί, άγρια χαράματα, τούτο το γράμμα: «Νύχτα, καλή μου, ξημερώματα σου γράφω αυτό το γράμμα. Με νοσταλγία στο γράφω. Καλά καλά δεν έφυγες και σ’ έχω κιόλας πεθυμήσει. Γύρνα ξανά σε μένα, νύχτα μου, γρήγορα γύρνα! Με πονά το φως με τις βελόνες του! Γύρνα ξανά με τ’ απαλό, μαύρο βελούδο σου, τα μάτια θα μου βγάλει αυτό το φως με τις βελόνες του, τυφλός θα μείνω δίχως το σκοτάδι σου»