Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Νάνος Βαλαωρίτης, Ποιο ήταν αυτό το θαρραλέο φάντασμα που τόσο γενναία με είχε υπερασπίσει εναντίον των αρουραίων ποντικών;

$
0
0

Ήμουνα κάποτε δένδρο – μισό δένδρο μισός άνθρωπος. Είχα ψυχή, μάτια, μύτη και αφτιά ανθρώπου. Τα χέρια μου ήταν κλαριά, τα πόδια μου ρίζες, ο κορμός μου κορμός δένδρου, ο αφαλός μου ένας ξύλινος κόμπος. Τα μαλλιά μου ήταν φύλλα και μιλούσα σα να θροϊζω –ανάλαφρα όταν φυσούσε ο άνεμος, βογγούσα κι έτριζα όταν έπιανε μια μπόρα δυνατή.

ΦΑΝΤΑΣΜΟΜΥΙΟΜΑΧΙΑ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη Ο ΟΜΙΛΩΝ ΠΙΘΗΚΟΣ ή Παραμυθολογία, Αιγόκερως)

Ξέχασα να σας πω, ήμουνα επίσης ανίκανος να μετακινηθώ. ψήλωνα όμως και ταλαντευόμουνα και αντίς για γλώσσα είχα έναν ανθό που έβγαινε την άνοιξη και τότες όλες οι μέλισσες και οι πεταλούδες ερχόντουσαν να με απομυζήσουν κι άθελά τους πήγαιναν τη γύρη μου σε μια συντρόφισσα, δένδρο κι αυτή, που αγαπούσα με έρωτα και που φύτρωνε μέσα στον κήπο ενός σπιτιού, χαϊδεμένη και καλούλα. Δεν την έβλεπα πια από κάμποσα χρόνια γιατί στο μεταξύ είχαν φυτρώσει ανάμεσά μας κάτι άλλα δένδρα και μ’ εμπόδιζαν να την δω. Αλλά άκουγα το αναφιλητό της όταν έβρεχε, άκουγα τα ιδιαίτερα τριξίματά της κι ήμουνα πάντοτες όλος αυτιά μη τυχόν ακούσω κανένα βογκητό ή κανένα μουρμουρητό της. Αυτά όλα πριν έρθουν οι ποντικοί. Πλάκωσαν ξαφνικά μια νύχτα –με σκαρφάλωσαν – κι άλλοι φώλιασαν στον κορμό μου κι άλλοι άρχισαν να ροκανίζουν τις ρίζες μου. Σας ομολογώ ότι με κουφάνανε και με ξεκουφάνανε. Τώρα είμαι όλος άδειος εσωτερικά, και συγκοινωνούν απ’ άκρου εις άκρον έως τα ψηλότερα κλαριά μου οι ποντικοί αυτοί. Στάθηκε αδύνατο ν’ αντισταθώ στα δόντια τους και στο επίμονο ροκανιτό τους. Τώρα είμαι έτοιμος να πέσω και να σωριαστώ με την πρώτη κακοκαιρία. Η μόνη μου ικανοποίηση θα είναι ότι πέφτοντας θα παρασύρω μαζί μου και θα σκοτώσω όχι και λίγους από δαύτους τους ροκανητές. Αλλά καθώς γράφω αυτά, ακούω ότι με εγκαταλείπουν και οι τελευταίοι ποντικοί – σημάδι ότι θα ’ρθει ένα μπουρίνι και ότι θα πέσω, γιατί τα ζώα αυτά, λένε ξέρουν από τα πριν ό,τι θα μας συμβεί. Αλλά προς μεγάλη μου σαστισιά καμιά φουρτούνα. Ο καιρός αίθριος σαν πριν, διαυγέστατος και καθαρός. Ένιωσα όμως μα κρυάδα να με πιάνει σύγκορμο – και κάτι άρχισε να μπαίνει μέσα μου και να με σκαρφαλώνει ώσπου έφτασε στην καρδιά μου και εκεί σταμάτησε. Γιατί η καρδιά του δένδρου είναι σκληρή σκληρότερη απ’ όλα τα μέρη του ξύλου. Δεν τόλμησαν να κουνηθώ για αρκετή ώρα. Φαντάστηκα πως θα ’ταν κανένα φίδι που είχε μπει μέσα μου και φοβόμουνα μην τυχόν και είναι φαρμακερό και με δαγκώσει. Μα δεν ήταν φίδι, αλλά ένα παράξενο πολτοποιημένο σχήμα ασπρουδερό που οι άλλοι άνθρωποι – εκείνοι που περπατάνε το λένε φάντασμα. Δεν πρόλαβα να καλοεξετάσω να δω τι σόι φάντασμα είναι αυτό όταν άρχισε μια φοβερή φασαρία στην εσωτερική μου κοιλότητα Πάνω κάτω γρατζουνιές, φωνίτσες, τσιρίσματα και γδούποι. Οι ποντικοί είχαν ξανάρθει –φαίνεται έκαναν λάθος και μ’ εγκατέλειψαν χωρίς λόγο – και τώρα δίνανε μια μάχη φοβερή με το φάντασμα που δεν εννοούσε να τους αφήσει να περάσουν. Όλη νύχτα διαρκούσε το φονικό και το πρωί ήταν στρωμένοι γύρω μου μυριάδες ποντικοί και κείτονταν άλλοι σκοτωμένοι κι άλλοι πληγωμένοι ξεψυχούσαν. Έτριβα τα μάτια μου από την έκλπηξή μου. ποιο ήταν αυτό το θαρραλέο φάντασμα που τόσο γενναία με είχε υπερασπίσει εναντίον των αρουραίων ποντικών; Ήταν πάντοτε κουρνιασμένο μέσα μου κι αγρυπνούσε μην τυχόν ξαναπλησιάσει κανένας που είχε γλιτώσει από το μακελλειό. Έζησα έτσι ήσυχος ακόμα πολλά χρόνια – ώσπου μια μέρα το φάντασμα έφυγε. Πρόλαβα να δω καθώς έβγαινε και μου φάνηκε πως αναγνώρισα το σχήμα της αγαπημένης μου. Είναι αλήθεια πως από καιρό δεν την άκουγα πια και μια μέρα που φυσούσε δυνατά είδα ανάμεσα στα άλλα δένδρα που είχαν παραμερίσει για λίγο, ότι δεν ήταν πια στη θέση της στον κήπο. Τρελάθηκα από τον καημό μου. Ρωτούσα δεξιά κι αριστερά, μου απαντούσαν με ψιθύρους με στεναγμούς και αναφυλλητά.. Στο τέλος έμαθα πως την έκοψαν οι νέοι ιδιοκτήτες του σπιτιού γιατί τους έκρυβε τη θέα. Και το φάντασμά της είχε έρθει να κουρνιάσει μέσα μου, να διώξει τους ποντικούς. Έχυσα πικρά δάκρυα έως το θάνατό μου. Δεν την ξέχασα. Και τώρα είμαι εγκατασπαρμένος σε διάφορα έπιπλα, ρόδες και παράθυρα κι ένα από τα μέρη μου –σ’ ένα πλοίο – σ’ ένα καΐκι καρφωμένο είναι δίπλα σ’ ένα ξύλο της αγαπημένης μου, κι έτσι μένει πάντα κάτι από την πρωτινή μας αίσθηση – γιατί ο παντοδύναμος που διοικεί τα πράματα και που μας εξουσιάζει, ο χρόνος, μας έχει δώσει τη δυνατότητα να επικοινωνούμε έσω και μετά το θάνατό μας σε μια δεύτερη, ας την πούμε έτσι ύπαρξη, ζωή, ή όπως αλλιώς θέλετε να την ονομάσετε – μετεμψυχωμένο, τα ψίχουλα από το ίδιο αρχικό τραπέζι. 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles