Στον κόσμο δεν μπορούν να υπάρχουν δυο όμοια πράγματα. Έφτασε, λένε, να απαγγείλει ο ποιητής το ποίημα και να εξαφανιστεί το παλάτι, σα να ’χει καταργηθεί ή κατακεραυνωθεί απ’ την τελευταία συλλαβή. Είναι φανερό ότι τέτοιοι μύθοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από λογοτεχνικά κατασκευάσματα. Ο ποιητής ήταν σκλάβος του Αυτοκράτορα και πέθανε σαν σκλάβος. Η σύνθεσή του χάθηκε, γιατί της άξιζε η λήθη. Οι απόγονοί του ψάχνουν, μα δεν θα βρουν τη λέξη που συνοψίζει το σύμπαν.
«Με το να είμαι τυφλός, ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώσουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ ένα μεγάλο μέρος της μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες, τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία που θα γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θα ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία» Ο Μπόρχες ψάχνει πάντα τις πιο επικίνδυνες κι ωστόσο ποτέ τους αποτυχημένες αναλογίες. Το γράψιμό του τιμωρεί σταθερά την κοινοτοπία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ματαιογνωσίας, απεχθάνεται τους φιλολογισμούς» και ρέει με κανονική απλότητα. Ιδού…
Οι δυο βασιλιάδες και οι δυο λαβύρινθοι – Ιστορία που τη διαβάζει ο παπάς από τον άμβωνα (από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1980)
Άνθρωποι σοβαροί κι αξιόπιστοι, διηγούνται –όμως ο Αλλάχ ξέρει περισσότερα- πως τα παλιά τα χρόνια, ζούσε στα νησιά της Βαβυλωνίας ένας βασιλιάς που μάζεψε τους αρχιτέκτονες και τους μάγους του και τους διέταξε να χτίσουν έναν λαβύρινθο, τόσο περίπλοκο και τόσο έξυπνα φτιαγμένο που, λογικός άνθρωπος δεν τολμούσε να μπει κι όσοι έμπαιναν χάνονταν. Το εγχείρημα αυτό, αποτελούσε σκάνδαλο, γιατί η σύγχυση και το θαύμα είναι έργα μονάχα του Θεού και όχι των ανθρώπων. Με το πέρασμα του καιρού, ήρθε στην αυλή του ένας βασιλιάς από την Αραβία και, ο βασιλιάς της Βαβυλωνίας (για να γελάσει με την αφέλεια του μουσαφίρη του) τον έβαλε στο λαβύρινθο, όπου περιπλανήθηκε μπερδεμένος και βαθιά ταπεινωμένος ώσπου έγειρε ο ήλιος. Τότε πια, προσευχήθηκε και, με τη βοήθεια του Θεού, βρήκε την πόρτα. Από τα χείλη του δεν βγήκε κανένα παράπονο. Είπε μονάχα στο βασιλιά της Βαβυλωνίας ότι αυτός έχει στην Αραβία ένα λαβύρινθο καλύτερο και, αν θέλει ο Θεός, μια μέρα θα του τον δείξει. Ύστερα γύρισε στην Αραβία, μάζεψε τους στρατηγούς του και τους άρχοντες και ρήμαξε τα βασίλεια της Βαβυλωνίας. Το ’φερε μάλιστα η μοίρα και γκρέμισε τα κάστρα της, σύντριψε το στρατό κι έπιασε αιχμάλωτο και τον ίδιο το βασιλιά. Τον δέσαν πάνω σε μια γρήγορη καμήλα και τον πήγαν στην έρημο. Καλπάζανε τρεις μέρες και του λέει:
Ω άρχοντα του Χρόνου, ουσία και μυστήριο του αιώνα! Στη Βαβυλωνία θέλησες να με κάνεις να χαθώ σ’ ένα λαβύρινθο μπρούτζινο με πόρτες, τοίχους και σκάλες αμέτρητες. Τώρα, έδωσε ο Παντοδύναμος να σου δείξω τον δικό μου, που ούτε σκάλες έχει ν’ ανέβεις, ούτε πόρτες να παραβιάσεις, ούτε στοές απέραντες να διασχίσεις, ούτε τοίχους να σταματήσουν το δρόμο σου.
Κατόπιν, τον έλυσε, και τον άφησε στα βάθη της ερήμου, όπου πέθανε από την πείνα και τη δίψα. Δοξασμένος να ’ναι Εκείνος που δεν πεθαίνει.
Η παραβολή του παλατιού (από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Ο ΔΗΜΙΟΥΓΟΣ)
Κείνη τη μέρα, ο Κίτρινος Αυτοκράτορας ξενάγησε τον ποιητή στο παλάτι του. Άφηναν πίσω τους στο βάθος, τις πρώτες δυτικές ταράτσες που κατέβαιναν διαδοχικά σαν κερκίδες ενός απέραντου αμφιθεάτρου, κι έφταναν σ’ έναν κήπο, που οι μεταλλικοί καθρέφτες του και οι πολύπλοκοι κέδρινοι φράχτες του προετοίμαζαν κιόλας για τον λαβύρινθο. Στην αρχή, χάθηκαν μέσα εκεί, χαρούμενοι, σαν να είχαν αφεθεί σε κάποιο παιχνίδι, κατόπιν όμως, ένιωσαν κάπως ανήσυχοι, γιατί οι ίσιες λεωφόροι έπαιρναν μιαν ανεπαίσθητη αλλά αδιάκοπη καμπυλότητα έτσι που, μυστικά, σχημάτιζαν κύκλο. Γύρω στα μεσάνυχτα, η παρατήρηση των πλανητών και η θυσία μιας χελώνας που έγινε την κατάλληλη στιγμή, τους έκαναν να απομακρυνθούν από κείνο το μέρος που έμοιαζε μαγεμένο, χωρίς όμως να πάψουν να έχουν την αίσθηση ότι χάθηκαν, αίσθηση που τους συνόδευε ως το τέλος. Πέρασαν προθαλάμους, αυλές βιβλιοθήκες,, μια εξαγωνική αίθουσα με μια κλεψύδρα. Ένα πρωί, πάνω από έναν πύργο, διέκριναν έναν πέτρινο άνθρωπο που δεν τον ξαναείδαν πια ποτέ. Πέρασαν πολλά αστραφτερά ποτάμια μέσα σε βάρκες από ξύλο σανταλιού ή πολλές φορές το ίδιο μόνο ποτάμι. Η αυτοκρατορική ακολουθία περνούσε και οι άνθρωποι έπεφταν στα γόνατα. Μια μέρα, πήγαν σ’ ένα νησί όπου κάποιος δε γονάτισε, γιατί δεν είχε δει ποτέ του το Γιο του Ουρανού. Ο δήμιος έπρεπε να τον αποκεφαλίσει. Τα μάτια τους κοίταζαν αδιάφορα μαύρα μαλλιά, μαύρους χορούς, πολύπλοκες χρυσές μάσκες. Η πραγματικότητα συγχέονταν με το όνειρο ή, μάλλον, η πραγματικότητα ήταν ένας από τους σχηματισμούς του ονείρου. Φαινόταν αδύνατο, η γη να είναι τίποτα άλλο από κήπους, νερά, αρχιτεκτονήματα και άλλες τέτοιες όψεις της μεγαλοπρέπειας. Κάθε εκατό βήματα έκοβε τον ουρανό κι ένας πύργος. Το μάτι, τους έβλεπε όλους να ’χουν το ίδιο χρώμα, όμως ο πρώτος ήταν κίτρινος κι ο τελευταίος κόκκινος, τόσο ανεπαίσθητες ήταν οι διαβαθμίσεις και τόσο μακριά η σειρά.
Στη ρίζα του προτελευταίου πύργου ήταν που ο ποιητής (που φαινόταν πως δεν τον εντυπωσίαζαν όλα αυτά που θάμπωναν τους άλλους) απάγγειλε τη σύντομη σύνθεση που είναι σήμερα αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με το όνομά του και που, όπως το επαναλαμβάνουν οι πιο κομψοί ιστορικοί, του χάρισε ταυτόχρονα την αθανασία και το θάνατο. Το κείμενο έχει χαθεί. Πολλοί υποστηρίζουν ότι το αποτελούσε ένας μόνο στίχος, άλλοι ότι ήταν μόνο μία λέξη. Το βέβαιο, το απίστευτο, είναι ότι το ποίημα περιείχε ολόκληρο και με την παραμικρή λεπτομέρεια το τεράστιο παλάτι, με όλες τις περίφημες πορσελάνες του, το κάθε σχέδιο της κάθε πορσελάνης, τις σκιές και τα φώτα κάθε ηλιοβασιλέματος, την κάθε στιγμή, ευτυχισμένη ή δυστυχισμένη, των δοξασμένων δυναστειών των θνητών, των θεών και των δρακόντων που το ’χαν κατοικήσει, εδώ κι ένα απροσμέτρητο παρελθόν. Όλοι είχαν βουβαθεί, μονάχα ο Αυτοκράτορας ούρλιαξε: Μου ’κλεψες το παλάτι μου! Και το σιδερένιο σπαθί του δήμιου θέρισε τη ζωή του ποιητή.
Την ιστορία αυτή, άλλοι, τη διηγούνται διαφορετικά. Στον κόσμο δεν μπορούν να υπάρχουν δυο όμοια πράγματα. Έφτασε, λένε, να απαγγείλει ο ποιητής το ποίημα και να εξαφανιστεί το παλάτι, σα να ’χει καταργηθεί ή κατακεραυνωθεί απ’ την τελευταία συλλαβή. Είναι φανερό ότι τέτοιοι μύθοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από λογοτεχνικά κατασκευάσματα. Ο ποιητής ήταν σκλάβος του Αυτοκράτορα και πέθανε σαν σκλάβος. Η σύνθεσή του χάθηκε, γιατί της άξιζε η λήθη. Οι απόγονοί του ψάχνουν, μα δεν θα βρουν τη λέξη που συνοψίζει το σύμπαν.
«Δεν γράφω για μια μικρή ελίτ που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημιουργούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου» (ΜΠΟΡΧΕΣ). Οποιοδήποτε απ’ τα σύντομα, ως επί το πλείστον, δοκίμια του Μπόρχες μοιάζουν με αναπτήρες: τη φλόγα δεν την σπαταλούν, ενυπάρχουσα για θαυμαστά τινάγματα. Ο Μπόρχες- δοκιμιογράφος κάνει τις κινήσεις ενός ατίθασου και φανταστικού εκκρεμούς προς εκατό, να πούμε, κατευθύνσεις.
ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ vs Μπόρχες: όταν πεθαίνει ένας Ποιητής γεννιέται μια λέξη στο σύμπαν των Ονείρων