Έρχονται και με κατακλύζουν φράσεις πανέτοιμες, νοήματα αστραφτερά κι αυτό διαρκεί για καιρό, μήνες σε οργασμό… Ιστορίες κουβαριάζονται μέσα μου, αρπάζω το νήμα κι αρχίζω να ξετυλίγω. «Αυτός είσαι» σκέφτομαι, «η μικρή ξεχασμένη ρεματιά που επιχειρεί να υπάρξει, ευκάλυπτος μ’ ένα ελάχιστο φύλλωμα να ριγεί στον αέρα, κληματαριά που προσπαθεί να στηρίξει κάπου τα φύλλα της»
[ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, είναι μια σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων με καθαρά προσωπική γραφή και με τη διάσταση της εμπειρίας από την αρρώστια και τον επικείμενο θάνατο. Στο στερνό αυτό έργο του ο Μάριος Χάκκας αποσπώντας από το θάνατο κομμάτι κομμάτι τις μέρες και τις ώρες του, καταγράφει απελπισμένος αυτή τη βαθμιαία και φρικιαστική αποκόλληση από τη ζωή: αισθήσεις, παραισθήσεις, αναμνήσεις, απολογισμούς, παραλογισμούς και οράματα.Πάντα εν βρασμώ ψυχής με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής νεοελληνικής πραγματικότητας]
ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ (Διηγήματα – εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) 1970
Τα γραπτά μου μικρά σαν κουτσουλιές, στη δεύτερη το πολύ στην Τρίτη σελίδα, εξαντλούνται, κι έπειτα μάταια προσπαθώ να τα τεντώσω, δεν έρχονται οι φράσεις και τα νοήματα γατάκια πεταμένα σε σκουπιδότοπο. Οπότε τους βάζω ένα όποιο τέλος και πάω γι’ αλλού. Άλλες ιστορίες κουβαριάζονται μέσα μου, αρπάζω το νήμα κι αρχίζω να ξετυλίγω, ώσπου πάλι κόβεται. Ίσως να τραβάω απότομα. Τ’ αφήνω έτσι όπως βγαίνουν, αποσπάσματα μιας τεμαχισμένης ψυχής, με αποτέλεσμα να μην μπορώ μέχρι σήμερα να γράψω ένα μεγάλο κομμάτι, κάτι σαν χρονικό.
Βρισκόμουνα τον Αη-Γιώργη τον Κουταλά, ένα μικρό μετόχι χαμένο ανάμεσα Καισαριανής και Καρέα. Αν με ρωτούσε κανένας γιατί άρχισα να γράφω ένα μεγάλο κομμάτι σ’ αυτό το σημείο της γης, φυσικά δεν θα ’ξερα τι να απαντήσω. Ας πούμε πως ήταν κάτι σαν αποκάλυψη. Όσο απότομα και να τραβούσα, ήταν δεμένα με συρματόσχοινο, έβγαιναν στην επιφάνεια άνετα, ταίριαζαν μεταξύ τους οι φράσεις, στοιχίζονταν και προχωρούσαν.
Από δω πάνω έχω μια τέτοια οπτική γωνία της ζωής, που έρχονται και με κατακλύζουν φράσεις πανέτοιμες, νοήματα αστραφτερά, κι αυτό διαρκεί για καιρό, μέρες, μήνες σε οργασμό, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να γράφω, χαλούν τα πλήκτρα της μηχανής, φθείρεται η ταινία, τελειώνει το χαρτί κι ακόμα δεν έχω αρχίσει, δεν έχω πει ούτε το ένα εκατοστό από κείνα που στριμώχνονται μέσα μου.
Σ’ αυτό το σημείο της γης τα πάντα φωτίζονται.«Τόσο απλό είναι;» αναρωτιέμαι καθώς βλέπω τους θάμνους ν’ ανεβαίνουν την πλαγιά, το λόφο δεξιά με τις καμένες πέτρες, το καψαλισμένο δένδρο που επιμένει να κρατιέται όρθιο, και η δενδροστοιχία με τους ευκάλυπτους – ξερά τα φύλλα από την πυρκαγιά και μόνο στην κορυφή μια τούφα πράσινο, μια κάποια προσπάθεια για επανάληψη. Κι ο κήπος με τα μαδημένα χρυσάνθεμα έτσι που σκύβουν στο χώμα, η κληματαριά που ανεβάζει τα κατακίτρινα φύλλα της στον τοίχο της εκκλησίας, η βρύση που χάλασαν οι βόλτες της και τρέχει κρατώντας το ίσο στη σιγαλιά του τοπίου, κι όλα αυτά να ενώνονται μέσα μου, να ’μαι γερμένο χρυσάνθεμο και μοναχικό δένδρο, ευκάλυπτος μ’ ένα ελάχιστο φύλλωμα να ριγεί στον αέρα, κληματαριά που προσπαθεί να στηρίξει κάπου τα φύλλα της. «Αυτός είσαι», σκέφτομαι, «η μικρή ξεχασμένη ρεματιά που επιχειρεί να υπάρξει».
Για τους άλλους μπορεί να μη λέει τίποτα αυτός ο χώρος.Ακόμα κι εγώ πριν λίγα χρόνια προτιμούσα το τουριστικό στον Λομπαρδιάρη, μ’ άρεσε η βλάστηση εκεί, κι όπως είναι πυκνά τα φυλλώματα, έχω αγκαλιάσει γυναίκες κι έχω χώσει το χέρι μου κάτω από φούστες, ιδίως όταν πέφτει το σούρουπο, καθώς είναι λίγα τα φώτα, μπορείς να την τραβήξεις επάνω σου, ενώ παραπέρα άλλα ζευγάρια ασχολούνται με την ίδια υπόθεση.
Αυτά πια με κουράσανε. Από τη μια μεριά η αρρώστια, από την άλλη η ηλικία, τώρα πολλές φορές δεν έχουν και νόημα, γι’ αυτό αποφεύγω τους χώρους που κάποτε εκδήλωνα την αυτοπεποίθησή μου. Προτιμώ έναν περίπατο στον Κουταλά κι όλο σκέφτομαι να κάνω μια αίτηση στην αρχιεπισκοπή μήπως και μου παραχωρήσουν αυτό το ξεχασμένο μετόχι. Μένει μια καλόγρια μονάχη. Ας την πάνε σε κάποιο μοναστήρι που θα ’χει κι άλλες γερόντισσες, παπά που θα λειτουργεί την εκκλησία, ηγουμένη, κανόνες. Τι κάνει εδώ μοναχή της;
Κι εγώ θ’ ανεβώ λαχανιάζοντας στη ράχη ν’ αγναντέψω για φίλους, ποιοι στέκουν ακόμα, πόσοι έχουν κουράγιο να στήσουμε ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο.
Ο οδοντογιατρός,κουρασμένος από τις γυναίκες, γεροντοπαλίκαρο που δεν εκδηλώνει καμιά διάθεση για παντρειά. Αυτός είναι κι ο πιο σίγουρος. Μπορεί να πάρει μαζί του τα σύνεργα κι όποιος θέλει ας κουβαλιέται μέχρι τον Κουταλά να σιάχνει τα δόντια του δωρεάν, ένα είδος κοινωνικής αντιπροσφοράς για την παραχώρηση του χώρου.
Ο Παγανάκης,κατ’ εξαίρεση ο μόνος παντρεμένος. Παλιότερα, πριν από το γάμο του, έκανε σκέψεις για κοινοβιακή ζωή, ταξίδεψε και στο Άγιον Όρος, όμως δε νομίζω πως έσβησε μέσα του αυτή την τάση για την αναχώρηση. Πάντα νοσταλγεί την καραβάνα, μια μερίδα καλοκομμένη ψωμί και μια τριμμένη κουβέρτα.
Ο Δημήτρης,που τον έχουνε κάνει ρετάλι γυναίκες κι αλκοόλ. Τρέμουν τα χέρια του και δεν μπορεί να ζωγραφίσει. Ίσως ηρεμήσει ξανά και ξαναπιάσει πινέλο, αν και κάπως δύσκολο με τις μέτζες που του κόλλησαν τώρα τελευταία: έχει τη μανία των διπλών, παίρνει τα χάπια δυο-δυο, ζητάει από το γκαρσόνι να του κόψει τις ντομάτες στις έξι, οχτώ ή δέκα κομμάτια. Πάντα στα διπλά. Ξέρω που μπορεί να καταλήξει αυτή η μανία:
όπως ο Σταθούρος στη φυλακή, κατά τα άλλα καλό γεροντάκι, μόνο που ήτανε με τα διπλά κι είχε γίνει βασανιστική η ζωή του. Κάπνιζε δυο τσιγάρα ταυτόχρονα κι έπρεπε οι ρουφηξιές να είναι διπλές, τις έφτανε μέχρι πενήντα δυο και δύο, ο μαγικός αριθμός, κι όλα ήταν διπλά, «ο ήλιος» του λέγαν, και «το φεγγάρι» απαντούσε με σημασία, έφτασε να βάζει διπλά μναταλάκια στα ρούχα του, διπλές σαπουνιές τριψίματα, μέχρι πια που μέτραγε τα βήματά του, είχε ρέψει πάνω του υπολογίζοντας. Δε συναναστρέφονταν κανένα μήπως και λαθέψει στο μέτρημα, κι αν κάποιος τον μπέρδευε, τότε έβριζε «μάυρα σας μακαρούνια, καημένοι», φώναζε όλη τη νύχτα και κρατούσε το θάλαμο ξάγρυπνο. Αν κι ο Δημήτρης έχει μια τέτοια κατάληξη, φυσικά θα το σκεφτούμε αν έρθει μαζί μας.
Ο Τίμοςπήρα τα μάτια του κι έφυγε στην ξενιτιά. Στην αρχή σα φοιτητής, τώρα ποιος ξέρει τι κόλπα κάνει και την βολεύει. Πάντως να δουλεύει, αδύνατον. Η μόνιμη απορία του ήταν γιατί δουλεύουν οι άνθρωποι και γιατί δένουν οι φαντάροι τα κορδόνια από τις αρβύλες τους, γι’ αυτό τον φωνάζουν «χαμούρη», όμως αυτός δε νοιαζότανε, άραξε στο αντίσκηνο και τραβούσε τους ύπνους του.
Να μην ξεχάσω τον Τσαούση.Δεν ήταν λοχίας ο έρμος. Μόνο που νοιαζόταν για το αντίσκηνο μην πέσει από τον πολύ αέρα και τη βροχή. Αυτός το μπάλωνε, αυτός στέριωνε τους πασσάλους τριγύρω και του ’μεινε το παρατσούκλι. Ο Τσαούσης είναι απαραίτητος για την τάξη. Όταν θα μυρίζουν πολύ τα κελιά, στο εξάμηνο πάνω περίπου, θα βάζει μια φωνή, θα τραβάει και κανέναν από το πόδι για γενική καθαριότητα.
Όμως δεν θα ’χουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχειςπου μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο (έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω, έτσι και σου ξέφευγε γινόσουν ύποπτος). Ου να χαθούνε. Εμ κι εμείς τ’ ανθρωπάκια που δεχθήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη «ράγια»; Και να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Τι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως εγώ, απ’ όσο ξέρω και οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα. Αν πρόκειται για λογοτεχνικό σωματείο, γραμματείς, πρόεδρο και ιερατείο, δεν κάνουμε τίποτε. Δεν έχουμε χρόνο πια για μια δοκιμή, κι άλλωστε γιατί να επιχειρήσουμε από δρόμους που ξέρουμε πως δεν οδηγούν πουθενά; Μήπως φταίγαν τα πρόσωπα και οι αρχές παραμένουν αλώβητες; Να τελειώνει αυτό το μπέρδεμα, αρχές και πρόσωπα, μορφή και περιεχόμενο, ιδέες και πράξη, όλα είναι ένα, όταν τα ξεχωρίζετε πάτε να περισώσετε κάτι. Φταίει λοιπόν στο σύνολο αυτή η ίδια η υπόθεση, οι αρχηγοί και τα μέλη, ιεράρχηση και επιτροπάτα, οικουμενικές και μη σύνοδοι με αποφάσεις «πιστεύω». Τίποτα πια δεν πιστεύω, όλα σαβούρα για πέταμα.
Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ’ το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα. Εκεί, ας μαζέψουν στάχτη, πέτρες χώμα κι ας χτίσουν ένα νέο κόμμα. Εμείς πια αποκλείεται, τουλάχιστον με τη θέλησή μας, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια. Αν μας στριμώξουνε θα πάμε, τι να κάνουμε; Δε θα σκεφτόμαστε όμως ούτε Μαραθώνα, ούτε Γοργοπόταμο. Μόνο τη γέρικη πλαγιά με το δαφνώνα, το χέρι μας βαλμένο ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας, πώς θα την κοπανήσουμε επιστρέφοντας στο σπίτι με τα φερ φορζέ που θέλουν ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά, να, κάτι τέτοια θα σκεφτόμαστε. Για τις «σταυροφορίες» μην ελπίζουν, σε τέτοια κόλπα πια δεν ξαναμπαίνουμε. Πόσο φυράναν οι ιδέες, πόσο λιγόστεψαν οι αφελείς σ’ αυτό τον κόσμο και οι ήρωες.
Κι αν στο κάτω κάτω χρειάζεται και κάποια κυβέρνηση, βάλτε επικεφαλής μια μητέρα στο υπουργείο Γεννήσεων, ένα εικοσάρη στο υπουργείο του Έρωτα, κι ένα γεροντάκι στο υπουργείο θανάτου. Κι αυτή ας είναι όλη και όλη η κυβέρνηση. Οι άλλοι, κάτι με χαρτοφυλάκια, κι άλλοι χωρίς, ξεσπούν στην καμπούρα μας όλα τα κόμπλεξ τους, κι από πάνω πρέπει να τους θεωρούμε σωτήρες. Αμ δε. Δεν μας σώζει κανένας, κι αυτό το ξέρει ο υπουργός του θανάτου που βλέπει κάθε μέρα εκθέσεις σωρό, πόσοι και πόσοι ξοφλού, κανένας δε σώζεται. Γι’ αυτό και δεν επαίρεται. Κάνει μια τυπική δουλειά, μετράει τους νεκρούς, συνειδητοποιεί τη μοίρα του και δεν έχει όρεξη για μεγαλύτερη εξουσία.
Ο νεαρός υπουργός του Έρωτα επιθεωρεί τα ξενοδοχεία αν έχουν παραστάσεις ωραίες, ευχάριστη μουσική εκείνη την ώρα,όχι όπως εμείς σε κείνα τα άθλια σεπαρέ μα το μεγαφωνάκι να τρίζει όλο γρέζια κι ο ξενοδόχος κατά τα κέφια του ν’ αλλάζει σταθμό από το δωμάτιο του. Κι έτσι, τις πιο κρίσιμες στιγμές έτυχε ν’ ακούω οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους, ειδήσεις που μιλούσαν για χιλιάδες νεκρούς, μάχες, τυφώνες, σαχλά μηνύματα εργατών από τη Γερμανία. Άσε που τα καμαράκια χωρίζονταν μ’ ένα φτηνό κόντρα πλακέ κι άκουγες τα διπλανά λαχανιάσματα, ποιος ξέρει πόσες τρύπες θα είχαν και πόσα μάτια θα έβλεπαν. Και μετά ρωτάς πώς βγήκαμε έτσι. Πάλι σωστοί είμαστε. Θα μπορούσαμε να ’μαστε πολύ πιο χειρότεροι!
Το παιδί των είκοσι χρονών συνεχίζει την επιθεώρησή του, αυτή τη φορά στα πάρκα:«Εδώ», λέει, «να μπει ένα διπλό κρεβάτι με θέα λιμνούλα. Εκεί ν’ αξιοποιηθεί το γρασίδι» Γύρω του υπάλληλοι που κρατούν σημειώσεις, όλοι νέοι που ξέρουν καλά τι θα πει να έχεις ένα κορίτσι στην αγκαλιά σου.
Κι όλα θα είναι καλά κι όμορφα, τουλάχιστον για τους νέους. Για τους μεγάλους κανένα σύστημα και καμιά κοινωνία του μέλλοντος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αυτοί θα αντιμετωπίζουν το μέγα εξουσιαστή, τον υπουργό του Θανάτου. Εγώ ήδη τον βλέπω κατάματα, νιώθω πολλές φορές να μου χαμογελάει, κι έτσι σιγά-σιγά εξοικειώνομαι να μην ελπίζω.
[Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά βασανισμένος άνθρωπος που στα πεζογραφήματά του απέδωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου. Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου]