«Ὅλα στὸν κόσμο γύρω μας εἶναι προσωρινά»,«ἀλλὰ στὴ φύση τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ τὸ ἔργο μας ὅλοι ὑπηρετοῦμε, περισσότερο προσιδιάζει τὸ ἀμετάβλητο, τὸ διαρκές, κι ὁ ζωγράφος, δίνοντας στὰ πράγματα κάτι ἀπὸ τὴ μονιμότητα τῆς φύσης Του, Τὸν δοξάζει».
ΑΥΤΗ εἶναι μιὰ φανταστικὴ ἱστορία γιὰ τὸν Κλὼντ Λοραίν,ὅταν ἀκόμα ταξίδευε καὶ δούλευε μεροκαματιάρης βοηθὸς φουρνάρηδων, προτοῦ καταλήξει ξακουστὸς ζωγράφος στὴ Ρώμη.
Σ’ ἕνα τρίστρατο κάπου στὴ Λοραίνη, στὴν ἀρχὴ τοῦ ταξιδιοῦ του, συναντήθηκε μ’ ἕνα νέο ἄντρα, ποὺ ἐπίσης ταξίδευε προσφέροντας τὶς ζωγραφικὲς ὑπηρεσίες του, ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὴν μαθητεία του ὡς παραγιὸς δίπλα σ’ ἕναν μάστορα καὶ τώρα γυρνώντας ἀπὸ πόλη σὲ πόλη κι ἀπὸ ἐργαστήρι σὲ ἐργαστήρι.
Οἱ δυὸ νέοι ἀποφάσισαν νὰ ταξιδέψουν μαζὶὣς τὴν κοντινότερη μεγάλη πόλη κι ἐκεῖ νὰ ἀναζητήσουν δουλειά. Ἔτσι, θὰ κουβέντιαζαν καὶ θά ’ταν τὸ ταξίδι πιὸ ξεκούραστο. Τὸν τεχνίτη τὸν ἔλεγαν Ζάν. Ἦταν ὄμορφη μέρα κι ὁ δρόμος ἦταν εὐχάριστος. Βλέποντας τὰ δέντρα, ἕνα ποτάμι, τὰ βουνά, ὁ Ζάν τὰ ἀγκάλιασε ὅλα μὲ μιὰ πλατιὰ κίνηση τοῦ χεριοῦ του κι εἶπε: «Τὰ βλέπεις ὅλα αὐτά, Κλώντ; Θὰ μποροῦσα νὰ σ’ τὰ ζωγραφίσω ἔτσι ποὺ θά ’λεγες ὅτι εἶναι ἀληθινά.»
«Καὶ τί νὰ τὰ κάνω ζωγραφιστά»,τοῦ ἀνταπάντησε ἐκεῖνος, «ἀφοῦ ἔχω τὰ ἴδια, νὰ στέκομαι ὅποτε θέλω νὰ τὰ βλέπω; Καὶ μάλιστα ὄχι ἀπαράλλαχτα, ὅπως σὲ μιὰ ζωγραφιά, ἀλλὰ συνεχῶς διαφορετικὰ ἀνάλογα μὲ τὸ φῶς κι ἀνάλογα μὲ τὴν ἐποχή, ἔτσι πού, καὶ μία στιγμὴ ὅλη κι ὅλη νὰ κοιτάξω ἀλλοῦ καὶ μετὰ νὰ γυρίσω τὸ βλέμμα μου ἀπάνω τους ξανά, ἡ εἰκόνα εἶναι ἄλλη, γιατὶ ἀέρας φύσηξε, γιατὶ μιὰ σκιὰ ἄλλαξε, γιατὶ ἕνα πουλὶ πέταξε, γιατὶ ἕνα σύννεφο πῆγε λίγο παρακεῖ».
«Ὅλα στὸν κόσμο γύρω μας εἶναι προσωρινά»,εἶπε πεισμωμένος τώρα ὁ ζωγράφος, «ἀλλὰ στὴ φύση τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ τὸ ἔργο μας ὅλοι ὑπηρετοῦμε, περισσότερο προσιδιάζει τὸ ἀμετάβλητο, τὸ διαρκές, κι ὁ ζωγράφος, δίνοντας στὰ πράγματα κάτι ἀπὸ τὴ μονιμότητα τῆς φύσης Του, Τὸν δοξάζει».
Ὁ Κλὼντ ζήλεψε τώρα τὸ ζωγράφο, ποὺ μὲ τὴν τέχνη του ὑμνοῦσε τὴν ἀμετάβλητη οὐσία τῶν πραγμάτων· ἀπὸ τὶς ἰδιότητές τους τὴν πιὸ κοντινὴ στὸ Θεό. «Μπορεῖ ζωγραφίζοντας ἐσὺ τὰ πράγματα νὰ τοὺς δίνεις κάτι ἀπὸ τὴ φύση τοῦ Κυρίου κι ἔτσι νὰ Τὸν δοξάζεις»,εἶπε, «ἀλλὰ τὸ ψωμὶ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ μ’ αὐτὸ θρέφει τοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι ἁπλῶς κάτι ἀπὸ τὴ φύση Του, ἀλλὰ ὅ,τι πιὸ πολύτιμο μᾶς χάρισε Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ φύση Του, ἀπ’ ὅλες τὶς τροφὲς ἡ πιὸ ἱερή. Κι ἄς δουλεύω ἕως καὶ δεκαοχτὼ ὧρες κι ἄς πρέπει, ζυμώνοντας, συνεχῶς νὰ ἀναστενάζω γιὰ νὰ μὴ μοῦ μπαίνει τὸ ἀλεύρι στὰ πνευμόνια, δὲν παύω νὰ σκέφτομαι ὅτι τὸ ψωμί, ὁ τρόπος ποὺ φτιάχνεται, εἶναι ἀπ’ ὅλες τὶς μεταμορφώσεις ἡ πιὸ θαυμαστή».
«Ἀναλογίσου πόσο θαυμαστὴ εἶναι ἡ μεταμόρφωση τοῦ ἄμορφου χρώματος, μιᾶς χρωματιστῆς κηλίδας χωρὶς νόημα ἢ σχῆμα, σὲ εἰκόνα τοῦ κόσμου», εἶπε ὁ ζωγράφος.
Σ’ ὅλη τὴ διαδρομὴ συνέχισε ὁ καθένας νὰ ὑποστηρίζει μὲ πάθος τὴν τέχνη του καί, φτάνοντας στὴν πόλη, οἱ δρόμοι τους χώρισαν. Ἀλλὰ ἡ ἀνάμνηση τῆς κουβέντας τους τοὺς συντρόφευε ἔκτοτε καὶ τοὺς δυό, ὁρίζοντας καθενὸς τὸ δρόμο. Ὁ Κλὼντ ὁ φούρναρης ἔγινε ξακουστὸς ὡς ζωγράφος ἀπὸ τοὺς πιὸ ὀνομαστούς τῆς ἐποχῆς του. Ὅσο γιὰ τὸν Ζὰν τὸ ζωγράφο, τὸ ὄνομά του ξεχάστηκε, γιατί αὐτὸς ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ φουρνίζοντας ψωμιά.
Μιχάλης Μακρόπουλος(Ἀθήνα 1965) Σπούδασε Βιολογία στὸΠανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἐργάζεται ὡς μεταφραστὴς λογοτεχνίας. Ἔχουν ἐκδοθεῖἑφτὰβιβλία του. Τελευταῖο του Ἡἄδεια καρέκλα (διηγήματα, Καστανιώτης 2007 - Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/