Δυο άλογα που μοιάζουν να έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν, άλλο τόσο γεννούν, τρέφουν και διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου μέλλοντος, την νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί, την νοσταλγία που βλέπουμε τόσο συχνά στα μάτια μιας ρεμβαζούσης γυναικός, ή μιας ονειροπόλου κόρης (στο κάτω-κάτω της γραφής ΠΑΡΑΜΥΘΟΛΟΓΙΕΣ υπερρεαλισμού του ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ με καλό συμβολικό τέλος)
Δύο άλογα λυρικά, δύο άλογα στυτικά και μέσα στις ψυχές των πλαστικά, δύο άλογα ολοζώντανα και ωστόσο σαν αγαλματένια, δυο άλογα με χαίτες μακριές και με ακόμη πιο μακριές και φουντωτές ουρές– το ένα λευκό (δεξιά) και το άλλο μαύρο (αριστερά) -στέκουν γεμίζοντας το πρώτο πλάνο (το σκούρο με τα τέσσερα πόδια του στυλωμένα στο έδαφος και το άσπρο, με το ένα του μπροστινό του πόδι σηκωμένο στον αέρα) μπροστά σε μια θάλασσα προκλητική και επίμονη, που σχεδόν εγγίζει, σχεδόν γλείφει τις οπλές των. Τα δυο άλογα φαίνονται ξαφνιασμένα και μοιάζουν σαν να είχαν μαρμαρώσει ξαφνικά, πριν σβήσει, πριν ανακοπεί η κατ’ ανάγκην συγκρατημένη τώρα, μα ωστόσο παρούσα πάντοτε, ορμή των.
Στο βάθος, πίσω από μια έκτασι πεδινή κι ίσως τελματώδη, υψώνεται ένας λόφος με κτίσματα αρχαϊκά. Ποιος ξέρει;Ίσως να έφυγαν τα δύο άλογα εθελουσίως από τα κτίσματα του λόφου. Ίσως να έφυγαν διωγμένα από τους απαισίους κατοίκους, που δεν κατάλαβαν ποτέ μήτε τους πόθους των, μήτε την ομορφιά των. Έτσι που στέκουν τώρα εκεί, μοιάζουν να έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν,άλλο τόσο γεννούν, τρέφουν και διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου μέλλοντος, την νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί, την νοσταλγία που βλέπουμε τόσο συχνά στα μάτια μιας ρεμβαζούσης γυναικός, ή μιας ονειροπόλου κόρης, όταν ο ίμερος φουσκώνει τα μεστά, και τα ελαφρά ή τα βαριά και τα μπουμπούκια ακόμη στήθη.
Έτσι και οι δυο πώλοι, καίτοι ξαφνιασμένοι στο αθέλητο στα μάτημά των εμπρός στη θάλασσα, έχουν και οι δυο μιαν νοσταλγία φανερή στην έκφρασί των, ανάλογα μεγάλη με τη μεγάλη δυσκολία που δημιουργεί μπροστά των ο γιαλός, η τάφρος, η αδιάβατη σε αυτούς που θα ’θελαν (ω πώς!) να τρέξουν να πετάξουν, να οχεύσουν, σε αυτούς τους δύο αγγέλους, που η μοίρα εναντιωμένη, ή ένας ζηλότυπος θεός θέλησε να τους παρεμποδίσει να ολοκληρώσουν εν ευτυχία τη ζωή των.
Έτσι λοιπόν τ’ άλογα αυτά, τα στυτικά, τα αφαντάστως πλαστικά, είναι και θα μείνουν πάντοτε άλογα, ίπποι, άγγελοι, πώλοι επιβήτορες νοσταλγικοί και ονειροπαρμένοι.Και τώρα, ό,τι κι αν γίνει, δεν θα επιστρέψουν πια ποτέ στα κτίσματα του λόφου. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού δεν είναι δυνατόν να πάνε πίσω, να ζήσουν με τους κακούς, με τους κουτούς, με τους αναίσθητους ανθρώπους. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού η θάλασσα δεν τους αφήνει να πάνε παρά πέρα, όπως το μαρτυρεί και η κομμένη κεφαλή ενός άλλου αλόγου που κείται κοντά τους, ενός αλόγου που η θάλασσα το καρατόμησε, γιατί προσπάθησε να την νικήσει.Θα μείνουν λοιπόν εδώ, εις τους αιώνας, άλογα όρθια, στύσεις ολόσωμες αποκρυσταλλωμένες, στη θάλασσα, που ενώ την λένε των πάντων δεκτική, δεν θέλει ωστόσο να δεχθεί τον οίστρο των, την ρώμην των και το ζεστό των σπέρμα.
Θα μείνουν λοιπόν εδώ, στην έρημη ακρογιαλιά, τη μέρα και τη νύχτα,κι όταν θα καίει το λιοπύρι στις ανέφελες αιθρίες και όταν θα δέρνουν τις ακτές οι τρικυμίες, όρθια πάντοτε, πάντοτε στητά, πάντοτε σφύζοντα και πλήρη πάθους και ό,τι κι αν λεν γι’ αυτά, ό,τι κι αν κάνουν, όρθια πάντοτε και υπερήφανα, οντότητες μαγικές, υπερπραγματικές, αγάλματα ολοζώντανα πόθων ανέσπερων θα μείνουν – άλογα, πώλοι, άγγελοι εις τους αιώνας των αιώνων.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ από το βιβλίο του ΟΚΤΑΝΑ (ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία 1980). Με μια εικόνα να κοσμεί τη φαντασία των λέξεων ικανών να φοριούνται απ’ την ανάποδη και σ’ όλα τους τα μεγέθη.