Όμως εκείνοι που σκοτώσαν τον Σάββα δεν λένε να τον ξεχάσουν και κάθε τόσο ενοχλούν τον Βασίλη, τον καλούν «για υπόθεσή του», του υποβάλλουν ερωτήσεις, δεν μπορούν να πιστέψουν πως ο Βασίλης έχει ξεχάσει. «Του σκοτώσαμε τον αδελφό», σκέφτονται, «μπορεί να το ξεχάσει ποτέ;»
[ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, είναι μια σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων με καθαρά προσωπική γραφή και με τη διάσταση της εμπειρίας από την αρρώστια και τον επικείμενο θάνατο. Στο στερνό αυτό έργο του ο Μάριος Χάκκας αποσπώντας από το θάνατο κομμάτι κομμάτι τις μέρες και τις ώρες του, καταγράφει απελπισμένος αυτή τη βαθμιαία και φρικιαστική αποκόλληση από τη ζωή: αισθήσεις, παραισθήσεις, αναμνήσεις, απολογισμούς, παραλογισμούς και οράματα.Πάντα εν βρασμώ ψυχής με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής νεοελληνικής πραγματικότητας]
Και τα δυο αδέλφια ήταν στην ίδια υπόθεση. Ο Βασίλης δεν είχε θανατική καταδίκη και παρακαλούσε τον Σάββα να κάνει μια δήλωση και να γλιτώσει.Αγύριστο κεφάλι. Αρκετά χρόνια μετά την εκτέλεση ο Βασίλης πια υπόγραψε, βγήκε, παντρεύτηκε και το πρώτο παιδί του το βάφτισε Σάββα. Έπειτα πάντρεψε την αδελφή του, το πρώτο αγόρι το είπανε Σάββα. Μετά παντρεύεται ο μικρός αδελφός του, κάνει κορίτσι, πάει για δεύτερο, κορίτσι. Το τρίτο το πέτυχε και το ονομάσανε Σάββα κι αυτό. Όχι πως ο Βασίλης ήθελε το παιδί του και τα παιδιά των αδελφών του να μοιάσουν σ’ εκείνο το αγύριστο κεφάλι ή να συνεχίσουν όπως εκείνος. Τρέμει μήπως και τώρα που μεγαλώνουν μπλεχτούνε, αν και ο Βασίλης δεν υπήρξε κανένας κιοτής, το ’λεγε η περδικούλα του όσο ήτανε νέος κι έτσι βρέθηκε και μπλεγμένος σ’ εκείνη την υπόθεση, μάλιστα πρότεινε στον άλλον να υπογράψει και να σώσει το κεφάλι του, αλλά να κρατήσει ο ίδιος μέχρι το τέλος. Θα πεις δεν ήταν κεφάλι στη μέση. Εντάξει, δέκα και δεκαπέντε χρόνια κάτεργο δεν είναι μικρή θυσία. Πού ν’ ακούσει ο άλλος τις συμβουλές του κι ας ήταν και μικρότερός του. «Βρε, τον πατέρα μας, το φαρμάκι της μάνας μας σκέψου» Τράβηξε κατευθείαν για το απόσπασμα χωρίς να λογαριάσει κανέναν.
Τώρα ο Βασίλης ασχολείται μόνο με τη δουλειά και το σπίτι. Το όνομα Σάββας δε θυμίζει καλά και σώνει τον άλλον. Τώρα ο Σάββας είναι το νέο παιδί που μπαινοβγαίνει στο σπίτι, πετάει τη τσάντα με τα βιβλία πάνω στο κρεβάτι και ζητάει χαρτζιλίκι για σινεμά και σουβλάκι, κι όλη η έννοια του Βασίλη είναι μήπως μπλέξει με παλιοπαρέες. Καινούργιοι μπελάδες. Ο άλλος Σάββας όλο και ξεχνιέται. Υπάρχει βέβαια η φωτογραφία του μεγεθυμένη στο καλό δωμάτιο κι όταν ρωτάνε οι φίλοι του παιδιού «ποιος είναι αυτός;», «ο θείος μου», απαντάει ο καινούριος Σάββας χωρίς πολλές πολλές εξηγήσεις. Τα μικρότερα λένε «ένας θείος» και δεν ξέρουνε τίποτα. Γιατί να τα μπάσει ο Βασίλης στο φονικό από τώρα; Άμα μεγαλώσουν και θέλουν να μάθουν από μόνα τους δεν πρόκειται να τους το απαγορέψει κανένας.
Όμως εκείνοι που σκοτώσαν το Σάββα δεν λένε να τον ξεχάσουν και κάθε τόσο ενοχλούν τον Βασίλη, τον καλούν «για υπόθεσή του», του υποβάλλουν ερωτήσεις, δεν μπορούν να πιστέψουν πως ο Βασίλης έχει ξεχάσει. «Του σκοτώσαμε τον αδελφό», σκέφτονται, «μπορεί να το ξεχάσει ποτέ;». Με κάτι τέτοια και τέτοια ο Βασίλης τσατίζεται που δεν τον αφήνουνε ήσυχο ν’ ασχοληθεί με τη δουλειά, τα παιδιά και τ’ ανίψια. «Και να τους πω, Μάριε, πως εγώ το έχω ξεχάσει, άσε που δεν πρόκειται ποτέ να τους το πω, αλλά κι αν τους το πω, πάλι δε θα με πιστέψουνε. Φοβούνται. Φαίνεται πως αυτό στριφογυρίζει στο μυαλό τους. Καλύτερα. Εγώ πάντως κοιμάμαι ήσυχος.
[Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά βασανισμένος άνθρωπος που στα πεζογραφήματά του απέδωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου. Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου]