Αύριο θα σου πω για το παλάτι της χλωροφύλλης και για το ΚΛΕΙ, το κλειδί της Σοφίας και της Δύναμης του» Στη Μαριάννα αρέσανε αυτές οι ιστορίες, της είχε αρέσει όμως και μια άλλη που της είχε πει ο πατέρας της για ένα κομμάτι κρέας που το είχε τρίψει ένας Εσκιμώος με λεμόνι μέχρι να γίνει κατάμαυρο.
Τα πιο αποκαλυπτικά ταξίδια τα έχω κάνει μέσα σε ανθρώπους», ισχυρίζεται. Αλλά η χάρη της έχει φτάσει από τον Πολικό Κύκλο έως την Αϊτή. Κι απ' το Πεκίνο μέχρι τη Νικαράγουα των Σαντινίστας, τον Ορινόκο και τη Σάντα Φε ντε Μποκοτά. Το γράψιμο είναι και δεν είναι γι' αυτήν επιλογή. Την παίρνουν «οι άνεμοι ενός άγνωστου ωκεανού», γράφοντας. Έχει την αίσθηση ότι «είμαστε σαν τα αγάλματα, φτιαγμένα από νερό. Πάντα οι ίδιοι και πάντα άλλοι». Κι έτσι είναι η ίδια. Η ζωή και η γραφή της. Με τις λέξεις να κάνουν ταχυδακτυλουργικά κόλπα και το βλέμμα στραμμένο εκεί όπου το δικό μας, ενδεχομένως και να μη φτάσει ποτέ.
«Θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι. Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στις λέξεις της από το ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ…
«Θα έρθει η στιγμή που θα ανοίξει και πάλι ο καιρός και οι δρόμοι και οι φράσεις, θα βρεθεί η λέξη- κλειδί, που έρχεται, που προστάζει, που αποσαφηνίζει, και θα κάνει να υπάρξει κι άλλο καλοκαίρι. Δε θα πεθάνουμε ούτε από κρύο ούτε από μοναξιά ούτε από τις καταστροφές του πολέμου αλλά ούτε και από ασάφεια». Υπόσχεται. Για περισσότερα, βέβαια, στις λέξεις της από το ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ…
Ο ΜΑΓΕΥΤΙΚΟΣ ΦΑΚΟΣ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΑΝΝΑ ΝΑ ΕΝΑ ΑΛΛΟ, Εκδόσεις ΑΚΜΩΝ 1978)
«Σ’ αυτόν τον κήπο με τις χρυσόπαπιες και με τις καρτερίνες ξεκαρδιζόταν ένας καταρράκτης από αίμα που πάγωνε ξαφνικά την ένατη μέρα του χειμώνα και γινότανε συμπαγές κομμάτι κατακόκκινο. Με ροζ αφρούς εδώ κι εκεί σχηματίζοντας στεφάνια τούλι μαρμαρωμένο. Το πιο θαυμαστό όμως ήταν η βλάστηση. Ο κήπος ήτανε γεμάτος πρασινούλικα σώματα μικρών παιδιών, άλλα σε στάση οριζόντια σαν παρτέρια ανοιγμένα από πάνω μέχρι κάτω φυτεμένα κρίνους και πανσέδες, κι άλλα όρθια υπέρκομψα δενδρύλλια με τα λουλούδια να κρέμονται απ’ τα ρουθούνια και τους καρπούς να ξεχύνονται απ’ τ’ αυτιά φτιάχνοντας βαριά σκουλαρίκια ή να κυλάνε απ’ τα μάτια δάκρυα χαράς. Όλα αυτά τα παιδάκια είχανε τιμωρηθεί για κάποια απότομη ερώτηση με την πιο τιμητική δοκιμασία. Τη Γενική Εγχείριση.Τριακόσιοι εξήντα πέντε κηπουροί όλοι τους πανύψηλοι συγγενείς του Αυτοκράτορα δούλευαν σαν τις μέλισσες μέρα-νύχτα, φροντίζοντας με πηχτές ενέσεις την τροφή των πράσινων παιδιών, διορθώνοντας τη στάση των κορμών, των μπράτσων, γυρίζοντας όλα τα κεφαλάκια ψηλά προς το παλάτι.
Ο Αυτοκράτορας μόλις είχε τελειώσει τη Γενική Εγχείριση στη μικρή Σαλίβα, το σώμα της λευκό ακόμη ήταν ξαπλωμένο στο τραπέζι του Υπαίθριου Χειρουργείου. Τρυφερές μελιτζάνες ξεπήδαγαν από τις άκρες των δαχτύλων της και μια μελιτζάνα γίγας κρεμότανε από τον αφαλό της. Ευχαριστημένος έτριξε την πλάτη του κι ανηφόρισε προς τον Πύργο των Ουράνιων Λιπασμάτων σκουπίζοντας τα χέρια του στη σταχτιά ταφταδένια του ρόμπα.
Αύριο θα σου πω για το παλάτι της χλωροφύλλης και για το ΚΛΕΙ, το κλειδί της Σοφίας και της Δύναμης του»
Στη Μαριάννα αρέσανε αυτές οι ιστορίες, της είχε αρέσει όμως και μια άλλη που της είχε πει ο πατέρας της για ένα κομμάτι κρέας που το είχε τρίψει ένας Εσκιμώος με λεμόνι μέχρι να γίνει κατάμαυρο.
Η Ερμίνα και η Σιμόνη συχνά την εμπόδιζαν να παρακολουθήσει. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί άλλα πράγματα τα θυμότανε κι άλλα τα ξεχνούσε, πού παίζανε αυτά που ξεχνούσε;Ήτανε σίγουρη πως αν σκλήραινε τελείως το μυαλό της δε θα ξεχνούσε ποτέ τίποτα. Οι μεγάλοι ξεχνάγανε πολλά έργα, χίλιες φορές τα ξαναβλέπανε γιατί δεν τα θυμότανε. Ο μπαμπάς επέμενε πως κι εκείνη θα άρχιζε να ξεχνάει όταν θα έβλεπε πολλά.
Σκέφτηκε ότι εκείνο το μεσημέρι που άνοιξε την μπαλκονόπορτα στο σπίτι τους στην Αθήνα τρώγοντας ζεστές φράουλες από μια καφετιά χαρτοσακούλα το είχε καταλάβει πριν και μετά πως δεν θα το ξεχνούσε ποτέ.
Ενώ η μητέρα της έκλεινε τα παντζούρια, έκλεινε μέσα έξω τη μυρωδιά των γιασεμιών, κρατούσε μετρώντας την αναπνοή της, της άρεσε η λέξη Αναπνοή. Άρχισε πάλι ν’ αναπνέει τη λέξη Αναπνοή, και γλίστρησε σιγά-σιγά το δάχτυλό της από κει που το ’χε στον αφαλό της.
Κάποτε είχε δει ένα πολύ κακό όνειρο, θα πέθαινε σε λίγο γιατί έτρεχε αίμα από τον αφαλό της, ποτάμι αίμα. Σκέφτηκε τον κόκκινο καταρράκτη. Έχει αφαλό ο αυτοκράτορας; Πόσες μέρες έχει ο χειμώνας; Η μητέρα της μύριζε και γεράνι, έσκυψε και τη φίλησε στα μαλλιά. Κοίταξε να κοιμηθείς. Δε θ’ αργήσουμε. Την άκουσε να κατεβαίνει μ’ ένα ταφταθρόισμα τη σκάλα.
Η Μαριάννα φοβότανε το σκοτάδι, προσπαθούσε να διακρίνει το Μάτι του Θεού ψηλά πλάι στο ξύλο της κουρτίνας. Το αισθανότανε καρφωμένο επάνω της. Η Ερμίνα και η Σιμόνη ήρθαν και γλίστρησαν δίπλα της. Η Μαριάννα προσπαθούσε να μείνει τελείως ακίνητη δίπλα της. Σιγά μη σας δούνε με το μηχάνημα που κάνει τους τοίχους διάφανους. Δεν ήτανε μηχάνημα απάντησε η Σιμόνη βγάζοντας την τανάλια που ’χε κρύψει κάτω από το μαξιλάρι. Άρχισε να σφίγγει την άκρη του στήθους της. Άσε με να στο κάνω εγώ. Όχι εσύ θα με πονέσεις. Η Μαριάννα κουκουλώθηκε με το σεντόνι. Άκουγε την Ερμίνα να χτυπάει τη γλώσσα της στον ουρανίσκο της. Αν μέχρι το δέκα δεν σκοτωθούνε θα έχουν ξεκινήσει, ένα δύο τρία τέσσερα πέντε έξι εφτά. Άκουσε το αυτοκίνητο να ξεκινάει. Τι κρίμα! είπε η Σιμόνη και σηκώθηκε όρθια στο κρεβάτι βγάζοντας πρώτη το νυχτικό της.
Λυσσάξανε στο παιχνίδι. Οι ληστές και η βασίλισσα της Νύχτας, Βασίλισσα Βασίλισσα θυμάσαι που σε φίλησα; τα πάθη του Χρηστού. Η Ερμίνα και η Σιμόνη την έδεσαν στο σταυρό, πήρανε έπειτα ένα φιστίκι παγωτό χωνάκι και της το έσπρωχναν στο ποπό. Ου! Ου! φώναζε η Μαριάννα και τις άκουγε, μέσα από το σώμα της να γελάνε γιατί το κεφάλι της και τα αυτιά της ήτανε στο πατάρι όπως όλα της τα πόδια κάτω στην τραπεζαρία. Τις άκουσε μέσα από το σώμα της να γλύφουνε το χωνάκι δυνατά, φέρανε το θερμόμετρο και της το ’βαλαν ολόκληρο στο ποπό, πώπω πυρετός. Το τράβηξαν και της γλίστρησαν στα γρήγορα ένα υπόθετο. Φοβήθηκε λίγο μην πνιγεί. Ήξερε κάποιον που είχε πνιγεί σ’ ένα υπόθετο. Και μια πάπια κάθισε πάνω στο λαιμό της και πνίγηκε. Το άκουσε να λιώνει καυτό και παγωμένο. Σιγά-σιγά μίκρυνε πάλι τόσο που την πήρε ο ύπνος.
Η Μαριάννα ξύπνησε τα ξημερώματα. Ήθελε να κάνει τσίσα της, άκουγε το σπίτι σκεπασμένο απ’ έξω άσπρες πάπιες με χοντρούς λαιμούς. Σκέφτηκε πως θα σπρώξουν σιγά-σιγά τα παντζούρια και μακραίνοντας δυνατά τους λαιμούς τους θ’ αρχίσουνε να τσιμπάνε. Η Ερμίνα ήθελε να τα κάνουν στο κρεβάτι. Πήγανε στην τουαλέτα. Η Σιμόνη κοίταγε πίσω και η Μαριάννα παραφύλαγε το πατάρι. Μια φορά είχε βγει ένας Κουρσάρος-Βάτραχος από το πατάρι κι είχε κάνει τσίσα επάνω της, ήθελε να την κλείσει στο μπαούλο αλλά στο τέλος τη λυπήθηκε κι αφού πήρε τη μαμά που κοιμότανε την έσπασε γονατιστή κι άφησε το καπάκι του μπαούλου να πέσει με δύναμη και να της κόψει το στήθος.
Μετά έβαλε τα μάτια του στην κόχη του μπαούλου, τα ’κοψε κι αυτά με το καπάκι κι έτρεξε κλαίγοντας πίσω στο πατάρι. Την άλλη μέρα η μαμά έκανε σαν να μην συμβαίνει τίποτα, είπε όμως πως δεν πρέπει να κάνει μπάνιο παρόλο που είχε ωραία πόδια και της έκοψε η μαγιονέζα.
Έκανε τσίσα της και η Σιμόνη, της άρεσε να κάνει λίγο και να σταματάει μέχρι να μην κρατιέται άλλο, της άρεσε έξω το χειμώνα που αχνίζανε.
Πάμε να δούμε αν φαίνεται το στήθος της μαμάς. Σιγά μην τους ξυπνήσουμε. Μπροστά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας παραξενεύτηκαν. Το στήθος δεν είναι εδώ. Κανένας δεν είναι εδώ.
Η Μαριάννα κατέβηκε δισταχτικά τη σκάλα. Μαμά, μπαμπά, φώναξε. το σπίτι ήταν άδειο, βγήκε στον κήπο τ’ αυτοκίνητο έλειπε. Κάθισαν στη δική τους τρύπια πέτρα στην άκρη του δρόμου. Μπορεί να ήπιε ο μπαμπάς, σκέφτηκε.
Μπορεί να τρακάρανε, είπε η Ερμίνα.Εγώ όταν θα μεγαλώσω θα τα κάνω όλα, μια φορά θα πιω πάρα πολύ και θα τρακάρω και θα πετάξω μια χελώνα από μια ταράτσα. Εγώ θέλω να πετάξω ένα καρπούζι από την ταράτσα να το δω να σκάει κάτω σαν κεφάλι. Κι εγώ θέλω ένα δελφίνι γούνινο να κολυμπάμε μαζί όταν δεν έχει ήλιο. Θα το αγκαλιάζω και θα κλείνω τα μάτια μου, θα του φορέσω μαργαριταρένιο κολιέ. Μπορεί να βουτήξει όμως και να μας πνίξει. Δε θα προφταίνει γιατί θα ξαναβγαίνει ο ήλιος και θα το τραβάμε από το κολιέ του μ’ όλη μας τη δύναμη.
Σηκώθηκαν να πάνε στη θάλασσα, ο ήλιος είχε ανατείλει κι άρχισε να ζεσταίνει. Διασχίσανε τον παλιό ασφαλτόδρομο με τους ευκάλυπτους. Φτάνοντας στο μονοπάτι που οδηγούσε μέσα από τα βράχια στην παραλία η Μαριάννα έβγαλε μια φωνή.
Το μπλε Πεζώ ήτανε κάτω στην άμμο γυρισμένο στο δεξί πλευρό κι η μητέρα της ακίνητη ξαπλωμένη ανάσκελα κοντά στο νερό όπου έπλεε η μια ρόδα.
Άρχισε να τρέχει προς το μέρος της σκοντάφτοντας στον κατήφορο. Γονάτισε και της έπιασε το μπράτσο ήτανε κρύο, το πράσινο φουστάνι υγρό και γεμάτο σκούρους λεκέδες, το μέτωπό της ήταν πρησμένο. Σηκώθηκε και πήγε προς το αυτοκίνητο, να κι ο μπαμπάς! φώναξε, είχε σφηνώσει πεσμένος στο κάθισμα.
Προσπάθησε να τον τραβήξει από τα πόδια, δεν τα κατάφερε, έτρεξε κι έφερε κυλιστή τη ρόδα, την ακούμπησε στη θέση της.
Ιδρωμένη γύρισε πάλι στη μητέρα της, κοίταξε τα μαύρα καστόρινα πέδιλά της. Το ένα τακούνι είχε σπάσει. Η φωνή της Ερμίνας έκοψε τον ήχο των κυμάτων με μπλε γυαλί, τώρα ό,τι μας φέρνει θα είναι σπασμένο ή σχισμένο και θα ’χει αίματα.
Και πέρυσι μου είχε βράσει το απόγευμα ένα αυγό που είχε μέσα αίματα, είπε η Μαριάννα. Δεν το ’θελα αλλά εκείνη επέμενε, στο τέλος το καθάρισε λίγο με το κουτάλι και το ’φαγε η ίδια.
Θυμάστε τις μέλισσες που σκοτώναμε πέρυσι το καλοκαίρι κοντά στη βρύση του κήπου και μετά τους κάναμε την κηδεία γράφοντας στον τάφο τους με λουλούδια τ’ όνομά τους; -Μελισσάνθη; Πάμε να μαζέψουμε λουλούδια. Θα υπάγω εις τους κήπους δεν περνώ δεν περνώ και θα κόψω τρεις βιολέτες δεν περνώ περνώ.
Η Μαριάννα θυμόταν το Πάσχα με τη μητέρα της στην εκκλησία πολλές βιολέτες. Μας κράτησε και στα Δώδεκα Ευαγγέλια για να δέσει δώδεκα κόμπους στη ζώνη της πυτζάμας του μπαμπά.
Έτσι θα τον κρατήσεις τον άνδρα σου της είχε πει η κυρία Αριστέα. Και μετά του ’λεγε ψέματα πως κάποιος του την πήρε από την ταράτσα.
Έφτασαν λαχανιασμένες στον κήπο. Η Ερμίνα και η Σιμόνη θυμήθηκαν τη χελώνα και θέλανε να τη βρούνε. Χειμώνα που είσαι Χειμώνα, φωνάξανε. Τη βρήκανε πλάι στην άδεια στέρνα.
Πόσες μέρες έχεις; Πες μας γιατί θα σε σκοτώσουμε και θα τις βγάλουμε μία-μία από την κοιλίτσα σου να τις μετρήσουμε. Αν όμως είναι πολλές μέρες;
Δεν ξέρω να μετρήσω καλά πάνω από το είκοσι είπε η Μαριάννα. Ούτε κι εγώ. Μπορεί όμως να ’χει μήνες μέσα στην κοιλιά του ο Χειμώνας και οι μήνες είναι λιγότεροι από τις μέρες και τα χρόνια είναι χρυσά αυγά. Αν έχει χρόνια είμαστε πλούσιες, θα τον βάλουμε στην τράπεζα να μην χαλάσει και θα τα πουλάμε ένα-ένα για να ταξιδεύουμε στη χώρα με τις Φιλντισιές και τις Ντιντιλίνες.
Η Μαριάννα έκοψε τρία κόκκινα γεράνια. Κόψανε και μελιτζάνες.
Να πάρουμε και τις μπάμιες και το καρπούζι από το ψυγείο. Μέσα στο ψυγείο βρήκανε την τούρτα για τα γενέθλια της Μαριάννας, είχε ξεχάσει πως σήμερα είχε τα γενέθλια της. Ήταν άσπρη, στολισμένη μ’ ανοιχτά πράσινα τριαντάφυλλα. Να τη φάμε μετά είπε η Μαριάννα. Η Ερμίνα έβαλε ένα τριαντάφυλλο στην παλάμη της, σαν να ’θελε να το μυρίσει, ξαφνικά το χτύπησε με δύναμη στη μύτη της, ωχ πόνεσα έλεγε και γελούσε, έγλυψε μέχρι εκεί που έφτανε η γλώσσα της τα κομματάκια της ζάχαρης. Μερικές φορές πεινάει η μύτη μου για κάμφορα για νέφτι και για να νεφτιλίνη. Κι εγώ πεινάω για νερό θα ’θελα να ’μουνα πηγή. Μαζέψανε τα λουλούδια και τα λαχανικά μέσα στον κίτρινο σάκο με τα μπανιερά. Να βάλουμε τον Χειμώνα στο ψυγείο να το παγώσει αυτός. Τον χώρεσαν στο συρτάρι με τις ντομάτες. Τον καημένο σιχαίνομαι τις ντομάτες είπε η Ερμίνα. Τραβήξανε το ψυγείο από την πρίζα, έτρεξε η Μαριάννα κι έφερε από το συρτάρι του γραφείου το μαγευτικό φακό του πατέρα της.
Γύρισαν κάτω στην παραλία, τώρα ο ήλιος τη χτύπαγε στα μάτια. Το φουστάνι της μητέρας της είχε ξεραθεί.
Κάθισαν δίπλα-δίπλα σταυροπόδι στην άμμο. Η Μαριάννα έβγαλε απ’ το σάκο το φακό και με μια μαγευτική κίνηση τον σήκωσε ψηλά ανάμεσα στη μητέρα της και στον ήλιο. Τον κούνησε λίγο δεξιά, αριστερά, και κοίταζε. Μια καφέ βούλα άρχισε να σχηματίζεται πάνω στον πράσινο ταφτά, έκλεισε μια στιγμή τα μάτια της και σκλήρυνε το μυαλό της, τ’ άνοιξε κι είδε τη φλόγα, έκαψε το φόρεμα στα δύο μέχρι την αρχή της μαύρης νταντελένιας κυλόττας, κάηκε και το δέρμα και μύριζε. Δεν πεινάει η μύτη μου γι’ αυτήν τη μυρωδιά είπε η Ερμίνα ζαρώνοντας το πρόσωπο της. Πιάστηκαν σφιχτά χεράκι-χεράκι και τίναξαν τα κεφάλια τους να διώξουν τη μυρωδιά, ύστερα άρχισαν να στολίζουν τη μαμά όπως στο παραμύθι κι ακόμα καλύτερα.
Πάνω στη γραμμή του καψίματος φτιάξανε σταυρουδάκια με τις μπάμιες κι έτσι δεν φαινότανε άσχημα. Ακούμπησαν τη μελιτζάνα στον αφαλό της, κύλησε όμως και παραλίγο να πέσει στην άμμο και να λερωθεί γιατί έγερνε το σώμα της στο πλάι, την ξανάβαλαν στη θέση της και τη στηρίξανε με δυο μεγάλες άσπρες πέτρες. Βάλανε και τα γεράνια στα ρουθούνια της, να κρέμονται, σαν αρωματικές μύξες χαχάνισε η Σιμόνη. Μαζέψανε πολλές άσπρες πέτρες και φτιάξανε με αυτές γύρω απ’ το σώμα της μια μεγάλη πέτρινη καρδιά. Η Μαριάννα μπήκε λίγο στην ιστορία με την Καρδιά της Μάνας. Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην καρδιά και τα έντερα; Με την καρδιά αγαπάς με τα έντερα δεν κάνεις τίποτα της απάντησε η Σιμόνη και πήρε το μαγευτικό φακό να κάψει κι αυτή την κυλόττα στα δυο. Αμέσως όμως ο ουρανός σκοτείνιασε κι είδανε να πετάνε καταπάνω τους τα εκατό κοράκια, πιάστηκαν πάλι χεράκι-χεράκι και φύσηξαν και οι τρεις μαζί με δύναμη ένα άσπρο περιστέρι που πέταξε με θάρρος προς τα κοράκια. Τα κοράκια όμως το σκοτώσανε με τα τσιμπήματα και τις φωνές τους κι έπεσε αυτό ματωμένο μέσα στην Καρδιά της Μάνας. Ύστερα χάθηκαν κι αυτά φοβισμένα. Τι ωραία! Τι μοιραία! Τώρα να πούμε ένα ποίημα. Ξεχάσαμε τον μπαμπά! Η Μαριάννα γύρισε κι έσκυψε στο θρυμματισμένο τζάμι. Δεν έχει πια πρόσωπο είπε, δε θα τον αναγνώριζα ούτε μέσα στην πιο σκοτεινή νύχτα. Φέρανε το καρπούζι από το σάκο και μ’ ένα ξύλο του σκαλίσανε μάτια. Και στόμα να πίνει να ξανασκοτωθούνε είπε η Σιμόνη και ρούφαγε τα ζουμιά που τρέχανε.
Το αφήσανε να κυλήσει προς τη μεριά του κεφαλιού του. Δεν του βάλαμε αυτιά, θα του φέρναμε το ραδιόφωνο ν’ ακούει τις φωνές που του αρέσανε. Ανέβηκαν και οι τρεις σ’ ένα βραχάκι κι είπανε με μια φωνή της απαγγελίας το ποίημα τους.
Να η δεξιά άκρη. Να η αριστερή άκρη.
Να το μέλλον. Να η μέση.
Να το πιο γυαλιστερό τρίχωμα πιτσιλισμένο με αίματα.
Να το πιο μαγευτικό τοπίο πιτσιλισμένο με αίματα.
Να πάλι το μέλλον μασημένο.
Να και οι τσάντες μας.
Αυτή τη φορά δοκίμασε ν’ ανέβει στο σπίτι ανάποδα, κινδύνεψε όμως να πέσει και να χτυπήσει.
Στο τέλος άρχισαν πάλι ν’ ανεβαίνουν κανονικά.
Η Σιμόνη και η Ερμίνα ανέβαιναν ανάποδα.
Πέστε μου τι βλέπετε;
Τώρα βλέπουμε την αρχή, η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, είναι άσπρη.
Τώρα βλέπω την υγεία η υγεία είναι το παν, τα πάντα ροζ. Τώρα βλέπουμε πάλι την αρχή, είναι το ήμισυ της υγείας.
Τώρα τα βλέπουμε όλα άσπρα-ροζ. Το μισό ροζ είναι άσπρο το άλλο μισό είναι κόκκινο, σαν φρέσκο κρέας.
Το σπίτι ήταν διαφορετικό. Ποτέ δεν το είχε δει έτσι. Ήτανε φτιαγμένο γι’ αυτήν. Αν ήθελε να ξύσει την πλάτη της υπήρχε πίσω της αμέσως η γωνία ενός τοίχου, αν ήθελε να κρύψει τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν κιόλας κάτω απ’ το τραπέζι, αν ήθελε να δει το δρόμο το παράθυρο ήτανε πριν απ’ το πρόσωπό της.
Πήγαινε κατευθείαν στο ψυγείο. Στο ψυγείο οι πάγοι λιώνανε. Μας κορόιδεψε ο Χειμώνας. Ο Χειμώνας είναι Καλοκαίρι. Αν τον σκοτώσουμε μπορούμε τώρα να σκοτώσουμε φέτος το Καλοκαίρι ή του χρόνου το Καλοκαίρι. Τον πήραν αγκαλιά στο πάνω πάτωμα, στο ανατολικό μπαλκόνι με τα γιασεμιά, και τον άφησαν να σκάσει στις πλάκες του κήπου. Βγήκε επιτέλους με αίματα από το καβούκι του. Το Καλοκαίρι γέμισε αίματα.
Πάλι πάντα στην κουζίνα, το σπίτι είχε τώρα πολύ κουζίνα και λίγο μπάνιο, όσο χρειάζεται. Η κουζίνα είχε πολύ ψυγείο. Στο ψυγείο είχε βυσσινάδα. Η βυσσινάδα είναι το αίμα του ψυγείου. Ήπιανε το αίμα του ψυγείου στα ψηλά ποτήρια.
Τα λιωμένα παγάκια είναι τα σάλια του ψυγείου. Σάλια και αίματα στο ψυγείο. Κι η μαρμελάδα είναι το αίμα του μάρμαρου είπε η Μαριάννα. Κι αλείψανε με ασημένιο μαχαίρι το μάρμαρο του νεροχύτη. Αίματα και στο νεροχύτη.
Τι να σου πρωτοθυμηθώ.
Τα παπούτσια τα στενά.
Το τυρί το μάρμαρο.
Ή πίσω από την πόρτα μπου!
Πολύ σούρτα-τούρτα. Φάγανε την τούρτα. Φάγανε την ώρα και παχύνανε. Ευτυχώς είχε μέσα σοκολάτα.
Όλα έχουν από μέσα σοκολάτα. Κι εσύ έχεις από μέσα σοκολάτα είπε η Σιμόνη. Όλοι φοβούνται για τη σοκολάτα τους. Αυτό είναι μια πρόστυχη σκέψη παραδέχτηκε η Μαριάννα. Γιατί η σκέψη σου πέταξε εκεί δε θα σε λέω πια Σιμόνη, θα σε λέω Πρόστυχα Φτερά. Εντάξει, είπε τα Πρόστυχα Φτερά αλλά κι εσένα θα σε λέω Μπλε Φτερά γιατί έτσι θέλω, και την Ερμίνα Λυπημένα Φτερά γιατί ήπιε Κροκοδείλιο Γάλα.
Τότε, είπε η Ερμίνα –Λυπημένα Φτερά προτιμώ να με λες κατευθείαν Κροκοδείλιο Γάλα, κι εσένα θα σε λέω Κροκοδείλια Τσάντα γιατί είχες μια Κροκοδείλια Τσάντα γεμάτη σοκολάτα. Και τη Μαριάννα που κλαίει γιατί ήπια εγώ Κροκοδείλιο Γάλα θα τη λέμε Κροκοδείλια Δάκρυα.
Θ ήθελα ένα αυγό μάτι είπε η Μαριάννα-Γαλάζια Φτερά-Κροκοδείλια Δάκρυα. Δεν έχει βούτυρο. Δεν έχει βούτυρο. Άκουσαν ένα αυτοκίνητο. Έτρεξε η Μαριάννα στο παράθυρο να δει, έτρεξε το παράθυρο στο μάτι στο μάτι της Ερμίνας και της Σιμόνη. Για λίγη ώρα φοβήθηκα ότι θα έρθει άλλη μαμά και άλλος μπαμπάς και θα πρέπει να μ’ αφήσετε πάλι μόνη και να κρύβεστε συνέχεια, συνέχισε η Μαριάννα, αλλιώς να λέω ψέματα. Η μαμά συχνά με ρώταγε πάντα σε ποιον μιλάω και στην Αθήνα έβαλε τον μπαμπά την ώρα των Θεοφανείων να με δείρει που σας έλεγα ότι έχασα το πλεχτό μου σκούφο, τον άσπρο.
Βγήκαν και κάθισαν στο πεζούλι της άδειας στέρνας. Ξαφνικά η Ερμίνα τους έδωσε να πιουν μια ιστορία Λύπη και Φοίβο. Σε λίγο θα νυχτώσει τους είπε και θα πρέπει να ανάψουμε το φως. Καμιά φορά οι λάμπες ρουφάνε το φως. Όσο πιο πολλές ανάβεις τόσο πιο πολύ σκοτεινιάζει.
Άλλοτε ρουφάνε και τη μουσική και μένει μόνο η ησυχία και το σκοτάδι κι αυτό χωρίς πάχος.
Και τα μάτια ρουφάνε φως. Αν κοιτάξουμε μαζί πολλή ώρα τον ήλιο θα σκοτεινιάσει. Έτσι σκοτεινιάζει κάπου. Όταν σκοτεινιάσει κάπου φέγγει κάπου αλλού. Αλλά άλλα μάτια ρουφάνε πάλι και τρώνε το φως και έτσι σκοτεινιάζει κι εκεί.
Όλα αυτά τα μάτια είναι σαν τις παλιοπεταλούδες της νύχτας που τρώνε παγωτό φωτάκι και καίγονται. Κάποτε ήτανε τρεις άνδρες-γυναίκες-παιδιά φάγανε όλο το φως, όταν δεν είχε άλλο φως φάγανε τη μουσική κι όλο το θόρυβο, μετά φάγανε και τις μυρωδιές του φωτός και της μουσικής και του θορύβου.
Όταν σ’ αυτό τον κόσμο μόνο αυτοί-αυτές-αυτά φέγγανε-μυρίζανε-κανανε θόρυβο αρχίσανε να τρώνε τον εαυτό τους με το τσάι τους:
Η μπανιέρα – τσαγιέρα
το μαχαίρι – χέρι
η παλάμη – σαλάμι
Στο βάθος – λάκκος
Πέρασε η ώρα. Ένα τζιτζίκι σταμάτησε και σταμάτησε ένα φύλλο πράσινο στον αέρα.
Γύρισε η Μαριάννα το κεφάλι της να δει.
Καλύτερα άρχισαν πάλι όλα να κουνιούνται.
Η Ερμίνα όμως κι η Σιμόνη δεν κουνιότανε πουθενά. Έτρεξε φοβισμένη στην κουζίνα. Τις βρήκε στη θέση της θέσης της. Κάθισε κι αυτή. Βάλανε φράσεις όλο δόντια ξαναζήσανε καθιστές. Ώρες και Μπόρες. Θέλησε πια τελείως η Μαριάννα ένα αυγό τηγανιτό. Αν είχαμε αρκετό βούτυρο, θα τηγανίζαμε ένα αυγό θα τηγανίζαμε τη Γη σκέφτηκε.
Θα τηγανίζαμε και τη Θάλασσα και τα ψάρια άφρισε η Ερμίνα.
Έξω νύχτωνε.
Και τον Ουρανό με τ’ άστρα συμπλήρωσε λάμποντας η Σιμόνη.
Η Μαρία Μήτσορα γενήθηκε στην Αθήνα το Νοέμβριο του 1946. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Παρίσι (Σορβόννη και Vincennes), όπου κατέθεσε μια εργασία πάνω στη δυναμική των μικρών ομάδων. Έχει γράψει, τη συλλογή διηγημάτων «Άννα, να ένα άλλο» (Εκδ. «Άκμων») και τα μυθιστορήματα «Σκόρπια Δύναμη» (Εκδ.»Οδυσσέας»), «Περίληψη του κόσμου» (Εκδ. «Κέδρος»), «Ο Ήλιος δύω» (Εκδ. «Οδυσσέας), «Καλός Καιρός/ Μετακίνηση» (Εκδ. «Πατάκη»). Διηγήματά της και ταξιδιωτικά κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες.