Και για τον ονειροπόλο και για τον άνθρωπο του ονείρου το όλο θέμα βρίσκεται στην αντίθεση των δύο κόσμων: του εξωπραγματικού κόσμου των ιπποτικών ρομάντζων και τον καθημερινό, συνηθισμένο κόσμο… Αλλά στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος και στο τέλος της πάλι ο μύθος
«Με το να είμαι τυφλός, ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώσουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ ένα μεγάλο μέρος της μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες, τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία που θα γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θα ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία» Ο Μπόρχες ψάχνει πάντα τις πιο επικίνδυνες κι ωστόσο ποτέ τους αποτυχημένες αναλογίες. Το γράψιμό του τιμωρεί σταθερά την κοινοτοπία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ματαιογνωσίας, απεχθάνεται τους φιλολογισμούς» και ρέει με κανονική απλότητα. Ιδού…
Παραβολή του Θερβάντες και του Κιχώτη (από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Ο ΔΗΜΙΟΥΓΟΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1980)
Αποκαμωμένος από την ισπανική του γη, ένας γέρος στρατιώτης του βασιλιά, γύρεψε διέξοδο στις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο, σ’ εκείνη την κοιλάδα του φεγγαριού όπου βρίσκεται χρόνος που ξοδεύεται στα όνειρα και στο χρυσό είδωλο του Μωάμεθ που έκλεψε ο Μονταλμπάν.
Για να ξεγελάσει και λιγάκι τον εαυτό του, φαντάστηκε έναν ευκολόπιστο άνθρωπο που, επηρεασμένος απ’ το να διαβάζει για πράγματα θαυμαστά, αποφάσισε να αναζητήσει ηρωισμούς και θαύματα σε μέρη εντελώς συνηθισμένα, που τα λέγαν Τομπόζο ή Μοντιέλ.
Νικημένος απ’ την πραγματικότητα, από την Ισπανία, ο Δον Κιχώτης πέθανε στο χωριό που γεννήθηκε, γύρω στα 1614. Ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έχησε λίγο περισσότερο.
Και για τους δύο τους, τον ονειροπόλο και τον άνθρωπο του ονείρου του, όλο το θέμα βρίσκονταν στην αντίθεση των δύο κόσμων: του εξωπραγματικού κόσμου των ιπποτικών ρομάντζων και τον καθημερινό, συνηθισμένο κόσμο του δέκατου έβδομου αιώνα.
Δεν υποπτεύτηκαν πως τα χρόνια θα εξομάλυναν τελικά την αντίθεση αυτή, δεν υποπτεύτηκαν πως η Μάντσα, το Μοντιέλ και η λίγη φιγούρα του ιππότη θα γίνονταν για τους μεταγενέστερους το ίδιο ποιητικές με τις περιπέτειες του Σεβάχ ή τις αχανείς γεωγραφίες του Αριόστο.
Γιατί στην αρχή της λογοτεχνίας βρίσκεται ο μύθος, και στο τέλος της πάλι ο μύθος.
«Δεν γράφω για μια μικρή ελίτ που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημιουργούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου» (ΜΠΟΡΧΕΣ). Οποιοδήποτε απ’ τα σύντομα, ως επί το πλείστον, δοκίμια του Μπόρχες μοιάζουν με αναπτήρες: τη φλόγα δεν την σπαταλούν, ενυπάρχουσα για θαυμαστά τινάγματα. Ο Μπόρχες- δοκιμιογράφος κάνει τις κινήσεις ενός ατίθασου και φανταστικού εκκρεμούς προς εκατό, να πούμε, κατευθύνσεις.