Κάποιος που ξαφνικά, θυμήθηκε ότι η γη κινείται, αρχίζει να ζαλίζεται και να παραπατά. Θέλει οπωσδήποτε, να αποβιβαστεί από το επισφαλές ετούτο όχημα. Πού όμως να πατήσει; Ξερνά και βλαστημά τον Γαλιλαίο.
[Απομίμηση ζωής ετούτη η ζωή. Σκηνογραφία, Πόρτα ζωγραφισμένη σ’ ένα τυφλό ντουβάρι όπου ΚΑΠΟΙΟΣ εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά. Από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο, κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμα και από γάτα. Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε, κανείς δεν ξέρει!]
Κάποιος που ξαφνικά θυμήθηκε ότι η γη κινείται (από τη συλλογή ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ κι άλλα ασήμαντα περιστατικά, Νεφέλη/ βιβλία 2000)
Πώς έφραξε έτσι ο λαιμός του, πώς παρέλυσε η γλώσσα;Για τον ομιλητή ομιλώ που, αμέτρητες φορές, είχε προβάρει, μπρος στον καθρέφτη, με εκπληκτική ευφράδεια το λόγο του και τώρα, μπρος στο κοινό, δε λέει το στόμα του ν’ ανοίξει.
Είναι άλλο πράγμα, πράγματι, ο καθρέφτης και το πρόσωπό σου, που το κοιτάς κατάματα, κι άλλο αυτό το απρόσωπο κοινό, που, τυφλωμένος απ’ τους προβολείς, δε βλέπεις καν, αλλά εικάζεις ότι είναι εκεί, πάνθηρας μαύρος μες στη νύχτα, και καραδοκεί να σ’ αρπάξει.
Και, ξαφνικά, ενώ έχει αρχίσει να κυλά ποτάμι ο ιδρώτας απ’ το πρόσωπό του, διακρίνει, ως σανίδα σωτηρίας, στην πρώτη αράδα, τα μάτια μιας κυρίας, τόσο φωτεινά, τόσο παρήγορα που αποτολμά να πει με μια ψιθυριστή κραυγή: «Σας αγαπώ».
Το κοινό, νομίζοντας πως απευθύνεται σ’ αυτό, ξεσπά σε χειροκρότημα εκκωφαντικό.
Ένας κλόουν επιστρέφει κάθιδρος, αλλά αποθεωμένος από το κοινό, στο καμαρίνι του κι αρχίζει το ντεμακιγιάζ του.
Τριάντα τόσα χρόνια, κάθε βράδυ, προβαίνει στη συγκεκριμένη ετούτη πράξη, για να βγει στον έξω κόσμο ως άνθρωπος κανονικός. Απόψε, όμως, δε βοηθά κρέμα καμία, κανένα καθαριστικό υγρό. Τρίβει και ξανατρίβει, στην αρχή, απαλά, και στη συνέχεια με μανία, το πρόσωπό του, αλλά τίποτε. Οι μαύροι κύκλοι, γύρω από τα μάτια, είναι ανένδοτοι, η μελιτζάνα μύτη παραμένει μελιτζάνα και τα τεράστια, κόκκινα χείλη συνεχίζουν να γελούν από το ένα ως το άλλο αυτί.
Ταυτίστηκε, λοιπόν, τόσο πολύ απόψε, με το ρόλο του; Έφτασε σε τέτοιο σημείο τελειότητας;
Τριάντα τόσα χρόνια, στη δουλειά, αυτό επεδίωκε και, τώρα που το πέτυχε, νιώθει μια μαύρη πίκρα.
Ένας αφηρημένος άνθρωπος διαλέγει για ν’ ανέβει σκάλα κυλιόμενη που κατεβαίνει. Όταν το αντιλαμβάνεται, είναι πια αργά, έχει κιόλας μπει στην ηδονική διαδικασία της αέναης κίνησης που δεν οδηγεί πουθενά,κι αντιλαμβάνεται, βαθιά, την ευτυχία των hamstersπου διανύουν, επιτόπου, μέσα σε κύλινδρο περιστρεφόμενο, τεράστιες αποστάσεις.Έτσι, παρά τις ύβρεις των κατερχομένων και τα σκώμματα των θεατών, αυτός συνεχίζει αμετακίνητος, να ανεβαίνει, να φτάνει σε ύψη απροσμέτρητα, αφού αναρίθμητα σκαλιά περνούν κάτω απ’ τα πόδια του.
Όταν, κάποτε, σωριάζεται νεκρός, η τελευταία του σκέψη είναι: «πώς θα με κατεβάσουν, τώρα, από δω πάνω;»
Ένας πεζός περιμένει, ώρες τώρα, στη διάβαση ενός δρόμου. Γιατί, λοιπόν, δεν περνάει απέναντι; Έχει αχρωματοψία και δεν βλέπει ότι ανάβει, κάθε τόσο πράσινο; Είναι υπερβολικά δειλός ή αργός και τρέμει μήπως ανάψει κόκκινο, πριν διανύσει το οδόστρωμα; Έχει αφαιρεθεί και έχασε την αίσθηση του χρόνου; Τίποτε απ’ όλα τούτα δεν συμβαίνει. Απλώς, ανακάλυψε, εντελώς ξαφνικά, ότι είναι μάταιη κάθε κίνηση.
Το μόνο πρόβλημα, αν υπάρχει κάποιο, είναι ότι έκανε την ανακάλυψη αυτή πάνω σε μια διάβαση.
ΕΝΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΡΑ ΚΙ ΟΣΑ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ, χαρίζει στο χαρτί, άγρια χαράματα, τούτο το γράμμα: «Νύχτα, καλή μου, ξημερώματα σου γράφω αυτό το γράμμα. Με νοσταλγία στο γράφω. Καλά καλά δεν έφυγες και σ’ έχω κιόλας πεθυμήσει. Γύρνα ξανά σε μένα, νύχτα μου, γρήγορα γύρνα! Με πονά το φως με τις βελόνες του! Γύρνα ξανά με τ’ απαλό, μαύρο βελούδο σου, τα μάτια θα μου βγάλει αυτό το φως με τις βελόνες του, τυφλός θα μείνω δίχως το σκοτάδι σου»