Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Ανδρέας Εμπειρίκος, Η ναυς διέσχιζε το πέλαγος εν ώρα αγαθής συμπνοίας των στοιχείων

$
0
0

Όλοι αυτοί οι άνδρες της στεριάς ή της θαλάσσης, στρατιώται, κωπηλάται, ναύται, έμποροι, ποιηταί, ημίθεοι και ερασταί γυναικών ή κορασίδων, ήρχισαν να λάμνουν γρήγορα και επέρασαν άτρωτοι τας Συμπληγάδας με βαθυτάτους στεναγμούς ανακουφίσεως


[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Δεν θα αργήσει λοιπόν να έλθει μία εποχή, κατά την οποία ο κάθε Αχιλλεύς, ο κάθε Ιάσων θα είναι δέσμιοι, ενώ θα είναι ελεύθεροι οι τέσσερις άνεμοι υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος. Για του λόγου το αληθές…]

ΑΡΓΩ ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ (εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ Α΄ έκδοση 1980)
πρώτο μέρος
Η ναυς –διότι επρόκειτο περί νηός- διέσχιζε το πέλαγος εν ώρα αγαθής συμπνοίας των στοιχείων, ενώ ο ήλιος ανήρχετο εις το σημείον εκείνο του στερεώματος, από το οποίον, το φως πίπτει κατά τοιούτον τρόπον, ώστε αι σκιαί να καθίστανται βαθμηδόν βραχύταται και εν τέλει να εκμηδενίζωνται σχεδόν ολοσχερώς. Και ενώ οι επιβάται –τι λέγω οι Αργοναάτια- συνήρχοντο βραδέως από τας πρώτας ευχαρίστους εντυπώσεις της περιπετείας, ο οιακοστρόφος, ή, μάλλον, ο πηδαλιούχος, σαν μέσα από χοντρό κογχύλι, έκανε να πλαταγίζουν τα πανιά με την οργή του και εμέμφετο βουερά τους συντρόφους του, με ύβρεις και αιτιάσεις, δια την ραστώνην και την ολιγωρίαν των, λέγων ότι, με τέτοια καμώματα και τέτοια στάσι, δεν θα αργούσε να έλθει μία εποχή, κατά την οποίαν, ο κάθε Αχιλλεύς και ο κάθε Ιάσων, θα ήσαν δέσμιοι, ή τουλάχιστον δεσμευμένοι, ενώ θα ήσαν ελεύθεροι μόνον οι τέσσαρες άνεμοι, υπό τας διαταγάς του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως, του πρώτου τυχόντος Χογέντα ή Γκοβθάλο Χιμένεθ ντε Κεσάδα – κοντολογής του πρώτου, δεύτερου ή τρίτου τυχωδιόκτου, ενώ τα πειρατικά σκάφη, από τας ακτάς των Φοινίκων, μέχρι των ακραίων σημείων της Δύσεως, θα εδήουν και θα καταδυνάστευαν τους πληθυσμούς των παραλίων πόλεων.


Όλοι αυτοί οι άνδρες της ξηράς ή της θαλάσσης –στρατιώται, κωπηλάται, ναύται, έμποροι, ποιηταί, ημίθεοι και ερασταί γυναικών ή κορασίδων-άλλοι μικροί, άλλοι πολύ μεγάλοι, όλοι όμως νοσταλγοί και πλαστουργοί του μέλλοντος των, συνεκλονίστηκαν σε τέτοιον βαθμόν από τα λόγια του ηλιοκαούς πηδαλιούχου, που, αρπάζοντας τας κώπας, σαν βιαστικοί λαρέμποροι λεμβούχοι, ή όπως αρπάζουν τα δόρατα οι αφυπνιζόμενοι απορόμως, εν καιρώ νυκτός, από αμέσως επικείμενον κίνδυνον, Ρωμαίοι των παραμεθορίων λεγεώνων, έτσι κι αυτοί, Αργοναυται της πρώτης στιγμής, Αργοναυται των ηρωικών χρόνων, ήρχισαν να λάμνουν γρήγορα, και επέρασαν άτρωτοι τας Συμληγάδας με βαθύτατους αναστεναγμούς ανακουφίσεως. Αλλά τα πράγματα αυτά, δεν εσταμάτησαν εδώ. Όλοι αυτοί οι άνδρες, και αυτοί που ίσταντο επί βάθρων και αυτοί που έτρωγαν ομελέτες και αυτοί που ελούοντο τακτικά και αυτοί που ερρύπαιναν τα λόγια των με σκωρ, όλοι αυτοί είχαν απογόνους. Δια μέσου των αιώνων, δια μέσου της ιστορίας, όπως ο Αμαζόνιος, όπως ο Μισσούρης, άλλοι ξανθοί, άλλοι μελαχρινοί, άλλοι πυρρόριχες (κρεατοφάγοι ή χορτοφάγοι), όλοι αυτοί, έφθαναν μέχρι των ημερών μας και εν Ελλάδι και εν Κολομβία, σαν τις σταγόνες της βροχής. Οι απόγονοι αυτοί ζουν εκτοξεύοντες το χρυσάφι των ή την φτώχεια των γύρωθέ μας, όπως εκτοξεύει η σουπιά το μελάνι της, ένας ζευγάς το σπόρο του, ένας άνδρας το σπέρμα του ή ένας που καθαρόγραψε τις σημειώσεις του, το πρόχειρο χαρτί στον κάλαθο των αχρήστων, φωνάζοντας άλλοι μεν «Δόξα, δόξα, αλληλούια» ή «Γκλόρια, γκλόρια, ιν εκζέλσις Ντέο!», άλλοι δε, «Σκατά στα μούτρα σας παλιοκερατάδες». Ο λιγοστός κόσμος της αρχαιότητος, έγινε ο γιγάντιος κόσμος της σήμερον, οι παλιοί φασιανοί έγιναν αλουργίδες, οι παλιοί γυμνήται ή ελαφροντυμένοι οπλίται, έγιναν σιδηρόφρακτοι, με ή χωρίς πουλιά μες στην καρδιά των, και, τέλος, αργότερα, στα χρόνια μας, έγιναν άνθρωποι ντυμένοι με υφάσματα των κλωστοϋφαντουργείων που υψώνονται ανάμεσα σε υψικαμίνους, μέσα από την ερωτόσπαρτη χλόη των Βρετανικών νήσων, όπου φυλάσσονται εις ωρισμένους κήπους, και ιδίως εις τον μεγαλύτερον, τον επιφανέστερον και πλουσιώτερον, τον Ζωολογικόν Κήπον του Λονδίνου, λέοντες, τίγρεις, ελέφαντες και πάνθηρες, μαζί με όλα τα άλλα θηρία της Αυτοκρατορίας, απαράλλακτα όπως οι παλαιοί Ερυθρόδερμοι των δύο Αμερικανικών ηπείρων, έγιναν οι ινδομιγείς ή νεκρομιγείς κάτοικοι της Κολομβίας και των άλλων αμερικανικών χωρών.

Παρ’ όλην όμως την πάροδον του χρόνου, από καιρού εις καιρόν, καμιά φορά την ώρα του μεσημεριού, καμιά φορά την ώρα του μεσονυκτίου, ακούεται ακόμη η φωνή του ποδηλιούχου, επάνω από τα δώματα και τας στέγας των σπιτιών, ακούεται να φωνάζει, σαν μέσα από χοάνην τηλεβόα: «Γαμόσταυροι, γρηγορείτε! Υπάρχουν φάλαινες από σταβέντο, υπάρχουν ογκόπαγοι από σοφράνο, υπάρχουν σπηλιάδες, μανδαγόρες, δόκανα… Γρηγορείτε!... γρηγορείτε!... Άλλοιώς ο κάθε Ιάσονας, ο κάθε Αχιλλέας, θα πέσει θύμα του πρώτου τυχόντος Οδυσσέως…»Μερικοί εκ των ολιγορούντων (σαράφηδες ως επί το πλείστον ή επιπόλαιοι σοφισταί) καμιά φορά κουνούσαν τα κεφάλια των και λέγαν: «Μα δεν μπορεί επιτέλους να συμβεί, να πέσει θύμα ο δύστυχος ο Οδυσσέας, του πρώτου τυχόντος Ιάσονος ή Αχιλλέως;». Αυτοί όμως, όχι δεν εγίνοντο πλέον ακουστοί, αλλά εξωστρακίζοντο και εστέλλοντο εις νήσους αιχμηράς, βραχώδεις, άνευ οάσεων και άνευ γυναικών, διότι κάποτε, που ένα εξ αυτών κατόρθωσε να πείσει τους συμπολίτας του, η πόλις εις την οποίαν ζούσε, εκάη μέχρι των θεμελίων, και ο πληθυσμός της, ωδηγήθει εις την σκλαβιά. Έκτοτε, σχεδόν κανείς λαός, δεν θέλησε να πέσει μια παρομοία συμφορά επάνω του, και γι’ αυτό κανείς δεν ήκουε αυτούς τους σοφιστάς ή τοκογλύφους. Έτσι οι Αργοναυται, εξηκολούθουν το ταξίδιόν των, κοπιάζοντες και αναπαυόμενοι, δρέποντες καρπούς και ηδονιζόμενοι, και κάθε τόσον καλούμενοι πίσω στα κουπιά δι’ εξαιρετικάς κωπηλασίας, και τούτο κατά διαστήματα σχεδόν κανονικά, (θα ημπορούσε να πει κανείς, σχεδόν εκ των προτέρων κανονισμένα) από τον εκάστοτε πηδαλιούχον, τον οποίον αγαπούσαν και μισούσαν, ετίμων και ύβριζον, αλλά τον οποίον διετήρουν εις την θέσιν του διότι κατά βάθος, ό,τι και αν έλεγαν, άνευ αυτού, ήτο αδυνατον να παορευτούν, να προχωρήσουν. Άρα, το συμπέρασμα είναι ότι…
Αλλά εις το σημείον τούτο, ο ρεμβασμός του ντον Πέντρο Ραμίρεθ, καθηγητού της ιστορίας εις το Πανεπιστήμιον της Σάντα Φε ντε Μπογκοτά, διεκόπη από την φωνήν μιας ωραίας νεάνιδος που έσπευδε προς αυτόν, σχεδόν τρέχουσα μέσα εις το πλατύ και φλοισβίζον φουστάνι της, με μίαν ανθοδέσμην στο χέρι.
-      «Πατέρα, πατέρα, αύριο θα ξεκινήσει η Αργώ…»
-      «Ποια Αργώ, Καρλότα;»
-      «Το αερόστατο, πατέρα… Έτσι το ονομάζουν σήμερα οι εφημερίδες».
Ο ντον Πέντρο εκοίταζε την κόρη του με άπειρη τρυφερότητα. Αλλά καθώς την παρετήρει, το βλέμμα του καρφώθηκε στα λουλούδια που κρατούσε στο χέρι της, και αμέσως έγινε αυσηρό και δύναμαι να προσθέσω, χωρίς φόβο μήπως πέσω έξω, έγινε συνάμα ζηλότυπον, διότι ο ντον Πέντρο Ραμίρεθ, ήτο όχι μόνον ικανότατος εραστής και φιλόδοξος άνθρωπος, αλλά καίτοι το απέκρυπτε επιμελώς από τον εαυτόν του και τους άλλους, με χιλιάς εκλογικεύσεις και χίλια τεχνάσματα, ήτο συγχρόνως βαθιά μέσα του, άκρως εγωιστής και ζηλότυπος άνδρας. Και όχι μόνον όταν ήκουε άλλους να επαινούν εξέχοντα έργα επιφανών ανθρώπων, αλλά ακόμη περισσότερον, όταν εμάνθανε τα ερωτικά κατορθώματα άλλων γνωστών ή αγνώστων εις αυτόν ανδρών, η ψυχή του συνεταράσσετο, η καρδία του συνεσπάτο και το αίμα του ανακυκλιζόμενον ιλιγγιωδώς εις το ηράκλειον κορμί του, του εθόλωνε προς στιγμήν τα φρένα. Και όμως σε κάθε τέτοια περίπτωσι, έτσι και τώρα που εκοίταζε τα άνθη, τα οποία κρατούσε στο χέρι της η κόρη του, ήρχισε να μανίζει μέσα στα στήθη του, σαν σπρωγμένη από πνεύμονας δράκοντος μαινομένου, μια θύελλα ολολύζουσα, με τετράψηλα άγρια κύματα λυσσωδώς αφρόεντα και με βαθυτάτας δίνας, ως βάραθρα χαοτικά, κάτω από το προσωπείον της αυστηράς και παγεράς αταραξίας άρχοντος θερμόαιμου του φλογερού Βαλλαντολίντ, ή της παλαιάς Γρανάδας, που φοβούμενος μήπως χάσει σύζυγον ή ερωμένην προσφιλή, ή, που έχων ήδη χάσει μάχην επί σημαντικού πεδίου, εν τούτοις, ουδόλως, δέχεται να φανερώσει το χαίνον τραύμα του έρωτος ή της τιμής του, παρουσιάζων, αλύγιστος εν μέσω της οξείας αλγηδόνος, όψιν γαλήνης και άψογον επιφάνειαν αυτοκυριαρχίας.

Με αυτόν τον τρόπο εκοίταζε τώρα ο ντον Πέντρο τα λουλούδια που εκτράτει στο χέρι της η κόρη του. Και τα λουλούδια αυτά, του εφαίνοντο ερωτικά, παρμένα αναντιρρήτως «από χέρι». Και άλλα μεν, τα πιο κλειστά, του εφαίνοντο σαν γεννητικά όργανα σφιχτά και σχεδόν άτριχα, ηδυπαθών παρθένων κορασίδων, άλλα δε, τα πιο ανοιχτά, σαν όργανα γεννητικά ερωτευμένων γυναικών και λάγνων διακορευμένων νεανίδων, με όλην την απαλήν, αλλά συγχρόνως δονουμένην τρυφερότητα των πετάλων συγκλίνουσαν, όπως τα χείλη του γυναικείου ερωτικού οργάνου, όπως οι κραδασμοί και οι πόθοι των ανδρών, όπως τα ορμέφυτα και οι λογισμοί των εραστών, προς την ροδαλήν ή κοκκινωπή ή ζωηρώς κατέρρυθρον βαθύτητα του ασπαίροντος κέντρου της ηδονής των ακραιφνών θηλέων, σε προσδοκίαν δεκτικήν, σε προσδοκίαν φρίσσιυσαν, εμπρός εις την απάντεχη είσδυσι, την λυρικήν και γαυριώσα, των παλλομένων, δυνατών και ολόρθων, πορφυρών σπερμαγωγών στημόνων.

Χωρίς να χάσει ούτε προς στιγμήν την ψυχραιμίαν του, με το βλέμμα του όμως σκοτεινόν και ακόμη αυστηρότερον, ο ντον Πέντρο ηρώτησε:
-      Καρλόττα, ποιος σου ’δωσε αυτά τα άνθη;
-      Τα έκοψα στο περιβόλι, απήντησε η νεανίς ερυθριώσα.
-      Καρλόττα, λες ψέμματα, είπε ο Ραμίρεθ και σηκώθηκε από την ψάθινη πολυθρόνα του. Πες μου, ποιος σούδωσε αυτά τα άνθη;
Η Καρλόττα κοκκίνησε ακόμη πιο πολύ και εψέλλισε:
-      Ο Πάμπλο Γκοντζάλεθ
-      Ποιος; Αυτός ο χυδαίος ζωέμπορος; Πάλι αυτός ο άνθρωπος! Καρλόττα, δεν σου είπα ότι δεν θέλω να του ξαναμιλήσεις. Αν το ξανακάνεις θα σε στείλω πίσω στις καλόγριες. Δεν ντέπεσαι… Εσύ μια κόρη γνησίων Ισπανών, μια κόρη της παλιάς Γρανάδας, να κουβεντιάζεις με ένα τέτοιο χυδαίο υποκείμενο… Τι θα πει ο κόσμος; Τι θα έλεγε η μητέρα σου, αν ζούσε; Καρλόττα, αν δε θέλεις να πας πίσω στις καλόγριες, πρόσεχε, μη ξαναμιλήσεις, ούτε από μακριά, σε αυτόν τον άνθρωπο… Ακούς;
Ο ντον Πέντρο έκανε λίγα βήματα εις τον εξώστην της θερινής επάυλεως του και προσέθεσε:
-      Καρλόττα, πέταξε αμέσως αυτά τα άνθη, και φέρε μου την εφημερίδα από μέσα.
Ο Πέντρο Ραμίρεθ έκανε ολίγα βήματα και έπειτα εκάθησε πάλι στην πολυθρόνα του. Μόλις εκάθησε, επέρασε εμπρός από την κιγκλιδόπορτα του κτήματός του, ο γείτων του Πάμπλο Γκοντζάλεθ, ο πλούσιος ινδομιγής ζωέμπορος διιευθύνων μόνος του εν απαστράπτον «τίλμπουρυ» και τον χαιρέτησε. Ο ντον Πέντρο, δεν ανταπέδωσε τον χαιρετισμόν. Τουναντίον έστρεψε αλλού την κεφαλήν του και εμουρμούρισε: «Κακό ψόφο να ’χεις, μπάσταρδο παληόσκυλο»
Εντός ολίγου επέστρεψε η Καρλόττα με την εφημερίδα. Ο ντον Πέντρο την κοίταξε πάλι αυστηρά και είπε:
-      Για να μάθεις, άλλη φορά να μ’ ακούς, δεν θα έλθεις μαζί μου αύριο στην τελετή της ανυψώσεως του αεροστάτου… Και κάτι άλλο… Σε τρεις μέρες θα επιστρέψουμε στην πόλι. Άρχισε λοιπόν να ετοιμάζεις τα πράγματα. Δεν είναι ανάγκη όμως να κουραστείς… Πήγαινε τώρα να βρεις τις φίλες σου και μη ξεχνάς αυτά που σούπα.
Η Καρλόττα, κοντοστάθηκε και έγινε κάτασπρη. Της ήλθαν δάκρυα στα μάτια και έμεινε άναυδος επί τινα λεπτά, ενώπιον του πατρός της, όστις την παρετήρει αμίλητος και ανοικτίρμων, αυτός που ήτο άλλοτε τόσον καλός και τρυφερός μαζί της. Τα δάκρυα της Καρλόττας κόντευαν να ξεχειλίσουν. Έξαφνα η νεάνις εστράφη προς τα σκαλιά και έφυγε τρέχουσα, δια να κρύψει τα κλάμματα και τους λυγμούς της, που της ήτο αδύνατον να συγκρατήσει.

Ανδρέας Εμπειρίκος, Αργώ ή Πλους Αεροστάτου (ακολουθεί σε άλλη ανάρτηση το δεύτερο μέρος)
Α τι ωραία που θα είναι, όλα να τα βλέπεις και να τα απολαμβάνεις από ψηλά, χωρίς καημούς, χωρίς δεσμά
 [η ανάγνωση του Πρώτου μερους, μπορεί να συνοδεύεται από το τραγούδι ΑΕΡΟΣΤΑΤΟ που ερμηνεύει η Ελένη Πέτα]

[ΑΡΓΩ ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ εκτοξεύοντας το χρυσάφι όπως εκτοξεύει η σουπιά το μελάνι της, ένας ζευγάς το σπόρο του, ένας άνδρας το σπέρμα του ή ένας που καθαρόγραψε τις σημειώσεις του στον κάλαθο των αχρήστων φωνάζοντας «Δόξα, δόξα αλληλούια» ή «Γκλόρια, γκλόρια, ιν εκζελσις Ντέο» ή «Σκατά στα μούτρα σας, παλιοκερατάδες»]


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles