Αὐτὴ εἶναι ἡ δική σου διέξοδος. Τὸ ἐλεύθερό σου μάτι. Σὰν θάλασσα σὲ ξεπλένει. Σὰν μωρὸ σὲ βαφτίζει. Σοῦ δίνει ὄνομα. Σῶμα. Σοῦ δίνει ἀρχή. Βγὲς ἔξω. Ἔχεις νιάτα ἀκόμη.
ΩΣΤΕ ΠΕΘΑΝΕ, ἔ; Τί νὰ πεῖ κανείς... Ζωὴ σ’ ἐσᾶς.Νὰ ξεκουραστεῖτε πιά. Νὰ κοιτάξετε λίγο τὰ τριγυρνά σας. Σάμπως ἦταν ζωντανὸς τόσον καιρό; Οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἕνας ἄνθρωπος τοῦ θανάτου ἦταν καὶ τίποτε ἄλλο. Ἄλλωστε εἴχατε πάψει νὰ τὸν ἀγαπᾶτε. Πῶς ν’ ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπο τοῦ θανάτου... Οὔτε τὸν λυπόσασταν. Πῶς νὰ λυπᾶσαι ἕναν ἄνθρωπο τοῦ θανάτου... Τοὺς ζωντανοὺς λυπᾶται κανείς. Αὐτοὺς ποὺ ὑποφέρουν στὴ ζωὴ μ’ ἕναν θάνατο πιὸ θάνατο ἀπὸ θάνατο. Αὐτοὺς λυπᾶται. Αὐτοὺς ποὺ μιὰ κάνουν ἔτσι κι ἄξαφνα βρίσκονται φτωχοὶ κι ἀνέστιοι. Ἀνυπεράσπιστοι. Χωρὶς πατρίδα. Χωρὶς αὔριο. Γιατί κλαῖς τώρα; Γιὰ ποιόν κλαῖς; Ἐνενήντα καί; Μασαλάχ, χριστιανή μου… Ἀστεῖο εἶναι νὰ κλαῖς. Μιὰ ἄχρηστη λύπη εἶναι. Μήπως δὲν παρακαλούσατε νὰ πεθάνει; Μήπως δὲν εἴχατε γίνει ράκη ἀπὸ τὴν κούραση; Φτάσατε νὰ τὸν μισεῖτε κιόλας. Νὰ τὸν σιχαίνεστε. Κατέστρεφε τὴ ζωή σας. Οἱ φίλοι σας εἶχαν ἐξαφανιστεῖ. Τὸ εἶχαν στρίψει τεχνηέντως. Οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ζωντανούς. Μιὰ ἱστορία γιὰ γκρέμισμα. Γιὰ γέλια. Μὰ ἂν τώρα σοῦ κάνει καλὸ τὸ κλάμα, ἂν σοῦ κάνει εὐεργεσία, κλάψε. Αὐτὴ εἶναι ἡ δική σου διέξοδος. Τὸ ἐλεύθερό σου μάτι. Σὰν θάλασσα σὲ ξεπλένει. Σὰν μωρὸ σὲ βαφτίζει. Σοῦ δίνει ὄνομα. Σῶμα. Σοῦ δίνει ἀρχή. Βγὲς ἔξω. Ἔχεις νιάτα ἀκόμη. Οἱ πεθαμένοι μὲ τοὺς πεθαμένους κι οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ζωντανούς. Φόρεσε τὰ καινούργια σου παπούτσια καὶ βγὲς ἔξω. Ἐμπρὸς μάρς! Μὴν ντρέπεσαι. Ἄνοιξε τώρα τὸ ραδιόφωνο. Τραγουδάει ἡ Μπέλου. Ἡ... Σωτηρία, βρέ. Χόρεψε γιὰ σένα. Ἔτσι κι ἀλλιῶς μόνοι μας χορεύουμε. Πιὲς ἕνα τσιπουράκι. Πάτο. Αὔριο θὰ πᾶμε σινεμά. Νὰ ἔρθεις. Θά ’ναι κι ἡ Ἀντιγόνη. Πάντα τὴν ἀγαποῦσες, τὸ ξέρω. Κι αὐτὴ πάντα σὲ θυμᾶται. Στὰ σκοτεινὰ νὰ τῆς πιάσεις τὸ χέρι. Μπορεῖς καὶ νὰ τὴν χαϊδέψεις. Στὰ σκοτεινά. Τί κάνεις τώρα; Κλαῖς ἢ γελᾶς;
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, η αισθητική του μικρού, ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ