Δε θυμάμαι ποτέ το πρόσωπο των κοριτσιών που μου χαμογελούν γιατί αλλάζουν τόσο συχνά πρόσωπο που δεν ξέρω στο τέλος αν μοιάζουν με κείνη που είναι με κείνη που νομίζω πως είναι πως ήταν– η μνήμη η κακιά πεθερά –… και το βλέμμα βλέμμα ανθρώπου που ψάχνει τον άλλον για να μάθει πού βρίσκεται τέτοιο βλέμμα σκοτεινό που σ’ ερευνάει και σ’ εξιχνιάζει –βλέμμα που μαλακώνει ξαφνικά και γίνεται τρομερά τρυφερό σαν ν’ άλλαζε φωτισμό
Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…
Η Μέθοδος Μπράιγ (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Γεννήθηκα ανάμεσα σε πολλούς λόφους,κάτω από τη μιμόζα μιας ακακίας κι ένα δενδρολίβανο. Γι’ αυτό το όνομά μου το πήραν οι δεκάξι αέρηδες και το σκόρπισαν στις δενδροφυτευμένες μεριές της οικουμένης…
Σα να μην έφτανε μια τέτοια μοίρα,ο ίδιος αυτός άνεμος έστειλε τηλεγραφήματα σ’ όλες τις δημαρχίες του κόσμου για ν’ αναγγείλει τη γέννησή μου…
Γεννήθηκε το μπαστάρδικο, έλεγε το τηλεγράφημα, σα να μην έφταναν τ’ άλλα μας βάσανα, τώρα έχουμε και τούτο…
Τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής μουτην υπόγραψαν ένας αετός, μια αλεπού κι ένας λύκος, καλεσμένοι από το ύψιστο φίδι να παραστούνε…
Μια νόστιμη δασκάλα τους έμαθε γράμματαμε τη μέθοδο Μπράιγ, που τη χρησιμοποιούνε για να μαθαίνουνε τυφλούς. Ο πατέρας μου με πήρε στα χέρια του και μ’ έδειξε στον ήλιο που σκοτείνιασε αμέσως για δέκα λεπτά, και στη σελήνη που χαμογέλασε μ’ ένα χλωμό χαμόγελο…
Στο μεταξύ διαδόθηκε στα ερημοτόπια,γεμάτα βράχια και χαλασένα κάστρα, η είδηση πως είχε γεννηθεί αυτός που μια μέρα θα χώριζε τον ουρανό από τη θάλασσα και θα ’φερνε τη γη καπάκι…
Πως θα ’μουνα το χαμένο κορμί της οικογένειάς μουκανένας δεν το υποψιάστηκε τότε, παρόλο που τα σημάδια λέγαν πολλά και διάφορα φανερά και κρυφά…
Το μέγεθος της αμετροέπειας μουθα γινόταν γνωστό σε ανύποπτο χρόνο, κι έτσι κανένας δεν βιαζόταν να παραστεί στα βαφτίσια, στο γάμο ή στην κηδεία μου…
Μια ολόκληρη ζωή φτάνειλέγανε ανάμεσά τους οι θεοί, γιατί να του δώσουμε κι άλλο τράτο για να μας καταστρέψει; Έτσι κι αλλιώς το χαντάκωμα που θα μας κάνει θα ’ναι ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΟ… Και χαμογελούσαν πατρικά κι ας με σιχαινόντουσαν μ’ όλη την καρδιά τους οι υποκριτές, οι μεγαλόσωμοι κυρίαρχοι του κόσμου…
Στο μεταξύ στις Ινδίες μαζευότανε ο απέραντος στρατός των Ιντιάνων πολεμιστών μάγων και ιερέων…
Δώστου και φτιάχναν ύμνους, ποιήματα και λιτανείεςγια να με κατονομάσουν και να με ξεγράψουν, δηλαδή να με εξουδετερώσουν, ώστε να μην τους κάνω τη ζημιά που ’ταν γραμμένη στα τεφτέρια της μοίρας του κόσμου…
Τόση δύναμη είχαν τα παρακάλια τους,που κουνιόντουσαν ολόκληρα βουνά από τη βάση τους και πήγαιναν αλλού, μα για μένα δεν κατάφερναν ν’ αλλάξουν ούτε ένα από της μοίρας τα γραμμένα, κι επειδής ήμουνα πολύ μικρούτσικος με βγάλανε Νάνο…
Όταν ήμουνα τριω χρονών παρουσιάστηκε μπρος μου η θεά που μ’ είχε γεννήσει, έχοντας πηδηχτεί μ’ ένα βραχμάνο, και μου δήλωσε πως γυναίκα μου θα ’ταν εκείνη η ίδια, σε μια νέα σάρκωση…
Τη συνέχεια τη ξέρετε όλοι. Το παιδί μας γεννήθηκε μ’ αλογίσιο κεφάλι, τυφλό και τ’ ονομάσαμε το ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ…
UNEGREQUEetc(από το βιβλίο ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)
Μια ελληνίδα με μαύρα μάτια και με γαλάζια μαλλιάμια ελληνίδα με μάτια γαλανά και με ένα σωρό ευλύγιστα μαύρα μαλλιά μια ελληνίδα με άσπρο δέρμα μάυρα μάτια και με μαύρα ευλύγιστα μαλλιά, μια δεσποινίδα ελληνίδα με μαύρο δέρμα με άσπρα μαλλιά και με πολύ λεπτά μαλακά άσπρα χέρια και χαρακτηριστικά ένα κορίτσι ελληνικό με μαύρα μάτια κάτασπρο δέρμα με πόδια μαλακά μακριά ευλύγιστα τη νύχτα στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Μακρή και Δειπνοσοφιστών
ένα κορίτσι με σώμα ελληνικό μαύρο παλτό κι ομπρέλα και πολλά μαύρα μαλλιά που έγερναν ελαφρά προς τα πίσω ένας μαύρος σωρός από μαλλιά όλο καμπύλες εσοχές κι εξοχές ένα κορίτσι με μάτια ελληνικά στάθηκε στη διασταύρωση σταμάτησε μπρος στη βιτρίνα του καθαριστηρίου μπρος στη βιτρίνα του παπουτσή τη νύχτα ώρα μεσάνυχτα χωρίς ψυχή στο δρόμο χωρίς καμιά νύξη για να μάθω ποια είναι δε θυμάμαι ποτέ το πρόσωπο των κοριτσιών που μου χαμογελούν γιατί αλλάζουν τόσο συχνά πρόσωπο που δεν ξέρω στο τέλος αν μοιάζουν με κείνη που είναι με κείνη που νομίζω πως είναι πως ήταν – η μνήμη η κακιά πεθερά- στάθηκε στη διασταύρωση των δρόμων και μίλησε ελληνικά
δε μίλησε καθόλου προχώρησε και την έχασα και τη ξαναβρήκα στον επόμενο δρόμο δεξιά–μπροςσε μια βιτρίνα με διαμαντικά μπρος στη βιτρίνα του παπουτσή και χάθηκε στη τζαμένια πόρτα της πολυκατοικίας – εγώ από την άλλη μεριά του δρόμου- με ομπρέλα ενώ δεν έβρεχε πια – ποτέ πια δεν θα βρέξει τώρα που δεν είσαι εδώ –όπως έβρεχε άλλοτε βρέχοντας τα μαλλιά σου τα χέρια σου τα γυαλιά σου – ο σωρός των μαλλιών σου γερμένος ελαφρά προς τα πίσω ανυψωμένος σαν βουνό – και το βλέμμα βλέμμα ανθρώπου που ψάχνει τον άλλον για να μάθει πού βρίσκεται τέτοιο βλέμμα σκοτεινό που σ’ ερευνάει και σ’ εξιχνιάζει –βλέμμα που μαλακώνει ξαφνικά και γίνεται τρομερά τρυφερό σαν ν’ άλλαζε φωτισμό –ένα κορίτσι στη γωνιά του δρόμου Γεωργίου Μακρή και Χημικών Φιλοσόφων.
Μες την πλατεία καθισμένος μόνος του σ’ ένα τραπέζι, μες στη μέση της πλατείας ακριβώς χωρίς κανένα άλλο τραπέζι τριγύρω διαβάζοντας εφημερίδα ή παίζοντας τάβλι με αόρατο παίχτη –ο καφενόβιος – το παραστρατημένο αυτό τραπέζι γειτονικού καφενείου ποιανού; Όπως μέσα σ’ ένα όνειρο – τοποθετημένο εκεί που έπρεπε να ’ναι κι όμως ποιος θα το μετακινήσει για να μείνει μόνο του μακριά από τ’ άλλα τραπέζια των καφενείων πίσω απ’ την πρασινάδα του χαρτιού πίσω από τους θάμνους κι από τα δένδρα μες στα παρτέρια ως τα νόμιμα πεζοδρόμια των καφενείων με τα τραπέζια τους και με τους νέους καναπέδες τους με τις τέντες το καλοκαίρι ποιος από του δυο ποιος -
παίζοντας χαρτιά μες στη μέση της πλατείας με αντιπάλους τους κορμούς των δένδρων – όταν έρχεται επιτέλους και πάει να σε θάψει η μάνα σου στη μέση της πλατείας μες στα παρτέρια κοντά στην κολόνα –εκεί – που θα ακούγονται το καλοκαίρι οι ανόητοι ψίθυροι των ανδρών όταν περνούν τα κορίτσια τα χάχανα των κοριτσιών όταν θα περνούν οι άνδρες να κάτσουν στα γειτονικά τραπέζια –η μάνα σου ψηλή αυστηρή και αδύνατη –η μάνα του κοντή στρογγυλή με άσπρα μαλλιά – η μάνα που δεν είναι μάνα αλλά γιαγιά
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]