Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Έτγκαρ Κέρετ, Αγαπούσε έναν άνδρα φτιαγμένο από τίποτα περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνδρα φτιαγμένο από ύλη

$
0
0

Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση.

Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει. Έτγκαρτ Κέρετ, λάτρης της μικρής φόρμας και θιασώτης του αλόκοτου με όπλο του το χιούμορ, ο ισραηλινός συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι στο ψυγείο», Εκδόσεις Καστανιώτη 

Κι εκείνη αγαπούσε έναν άνδρα φτιαγμένο από τίποτα.Μερικές ώρες χωρίς αυτόν και ήδη της έλειπε, καθόταν στο γραφείο περικυκλωμένη από πολυαιθυλένιο και μπετόν και τον σκεφτόταν. Κάθε φορά που έβραζε νερό για να φτιάξει καφέ στο γραφείο της στο ισόγειο, άφηνε τους ατμούς να ξεπλύνουν το πρόσωπό της, ενώ φανταζόταν πως είναι εκείνος που χαϊδεύει τα μάγουλά της, έκλεινε τα μάτια, περίμενε να περάσει ημέρα, για να μπορέσει ξανά ν’ ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού της, να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά της πόρτας, να τον βρει να την περιμένει ήσυχος και γυμνός μέσα στα σεντόνια του άδειου κρεβατιού της.


Δεν υπήρχε τίποτα στον κόσμο που μπορούσε να την κάνει πιο ευτυχισμένη από το να κάνει έρωτα μαζί του όλη τη νύχτα, να γεύεται ξανά τα ανύπαρχτα χείλη του, να αισθάνεται το ανεξέλεγκτο τρέμουλο που τον διαπερνούσε, το κενό που απλωνόταν στο κορμί της. Δεν ήταν ο πρώτος της άνδρας, υπήρξαν πολλοί πριν απ’ αυτόν, που ίδρωσαν και βόγκηξαν στο κρεβάτι της, να την πονάνε με τα αγκαλιάσματά τους, με τη σαρκώδη τους γλώσσα στο στόμα της στο λαιμό της, σχεδόν να την πνίγουν. Διάφοροι άνδρες, από διάφορα υλικά: από σάρκα και αίμα, από φοβίες, από τις πιστωτικές κάρτες του μπαμπά, από απιστία, από πόθο για κάποια άλλη… Αυτά όμως ήταν τότε, τώρα έχει αυτόν. Μερικές φορές, αφού έκαναν έρωτα, έβγαιναν να περπατήσουν στους υγρούς νυχτερινούς δρόμους. Αγκαλιασμένοι, ένα πανωφόρι και για τους δυο τους, αδιάφοροι για τους ανέμους και τη βροχή, λες και το άγγιγμά τους τους δυνάμωνε. Εκείνος αγνοούσε τα σχόλια τριγύρω τους κι εκείνη έκανε πως δεν ακούει. Κι όλα τα κουτσουμπουλιά και οι κακίες δεν άγγιζαν το δικό τους κόσμο, όπως αυτές οι σταγόνες υγρασίας.
Εκείνη ήξερε πως οι γονείς της δεν ήταν ευχαριστημένοι με τον αγαπημένο της, παρόλο που το έκρυβαν. Κάποτε μάλιστα άκουσε τον πατέρα της να παρηγορεί κρυφά τη μητέρα της: «Καλύτερα απ’ το να έβγαινε με κανέναν Άραβα ή ναρκομανή». Θα ήταν σίγουρα χαρούμενοι αν, αντί γι’ αυτόν, έβγαινε με έναν ικανό γιατρό ή μ’ έναν νεαρό δικηγόρο. Οι γονείς θέλουν να νιώθουν υπερήφανοι για την κόρη τους και κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να συμβεί μ’ ένα άνδρα φτιαγμένο από τίποτα. Ακόμα κι αν αυτός ο άνδρας έχει κάνει την κόρη τους ευτυχισμένη, έχει δώσει νόημα στη ζωή της περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσε οποιοσδήποτε άνδρας φτιαγμένος από ύλη.
Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού;
Έτγκαρ Κέρετ, Εγώ και η Ανέτ πηδιόμαστε στην κόλαση
Αχ και να είχα ακούσει τη φωνή της ηθικής όταν ήμουν νέος, μόνο να είχα σταματήσει όταν ακόμα μπορούσα
Εκείνη ήταν ιδρωμένη, εγώ ήμουν ιδρωμένος και η γη ήταν ιδρωμένη. Μπορούσες να αισθανθείς τη σύσπαση στα σπλάχνα της, διαισθανόσουν πως σε λίγο θ’ ανοίξει το στόμα της για να κάνει εμετό.
-Πες τους να σταματήσουν, με παρακάλεσε, ενώ με το χέρι της χάιδευε τα πυκνά και υγρά μαλλιά μου, σε παρακαλώ, κάνε τους να σταματήσουν.
Τα διαβολάκια χοροπηδούσαν συνεχώς γύρω μας, τιτιβίζοντας με τις τσιριχτές φωνές του, αναπτύσσοντας διάφορες δραστηριότητες. Που και που περιέφεραν ένα μακρύ και βρομερό νύχι πάνω στον πισινό μου ή πάνω στον πισινό της, κίνηση που συνοδευόταν πάντα από ένα εκνευριστικό γέλιο. Κι εμείς πηδιόμασταν. Η γλώσσα μου έγλειφε τη θηλή της κι η γεύση από καμένο θειάφι εισέβαλε και μέσα στο στόμα μου. Αισθάνθηκα το χέρι της να γλιστράει στην υγρή μου πλάτη, μπορεί όμως να ήταν και κάποιος απ’ τους δαίμονες. Αγωνίστηκα να ξαναβγάλω τη γλώσσα από το στόμα μου και συνέχισα να κατεβαίνω κατά μήκος του κορμιού της προσπαθώντας ν’ αγνοήσω τη γεύση, τις μυρωδιές και τις φωνές. Έφτασα στο αιδοίο της. Οι δαίμονες χειροκροτούσαν και μουρμούριζαν εκστασιασμένοι, ενώ εγώ, προσπαθώντας να ξεχάσω, συγκεντρώθηκα στις απολαύσεις της γλώσσας. Εκείνη άρχισε να βογκάει, αλλά δεν έκλεισε τα μάτια της ούτε στιγμή. Το βλέμμα της ήταν κολλημένο κάτου στο ταβάνι, και σίγουρα έβλεπε τις τεράστιες τυφλές νυχτερίδες που κρεμόντουσαν ανάποδα πάνω απ’ τα κεφάλια μας ή τις ξύπνιες που πετούσαν γύρω-γύρω στο δωμάτιο ρίχνοντας τις κουτσουλιές τους. Είναι αδύνατον να κλείσεις εδώ τα μάτια σου έστω και για μια στιγμή, ούτε όταν κοιμάσαι ούτε όταν λιποθυμάς, ούτε όταν ξαπλώνεις με γυναίκα. Κι υπάρχει ακόμα κάτι μοναδικό σ’ αυτό σ’ αυτό το τρομερό μέρος –τον έχεις πάντα σηκωμένο, αν είσαι άνδρας, κι αν είσαι γυναίκα είσαι πάντα υγρή κι όλη αυτή η φάση μετατρέπει το σεξ σε μια πράξη μάλλον ακούσια, σαν την αναπνοή, όπως αναπνέεις τον μολυσμένο αέρα που καταστρέφει την υγεία σου, όπως κάνεις εμετό.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΣΤΟ ΨΥΓΕΙΟ: Ένας από τους δαίμονες πετιέται ακριβώς επάνω μας, μαζεύει με το δάχτυλο λίγο εμετό από την κοιλιά της, αναπηδάει και τον σκορπίζει και στους άλλους. Η γλώσσα μου συνεχίζει τη δουλειά της κι εκείνη συνεχίζει να βογκάει. Κι ενώ ανασηκώνω το κορμί μου για να μπω μέσα της, το πέος μου εμποδίζεται από έναν αγουροξυπνημένο αρουραίο. Οι διάβολοι είναι τώρα απόλυτα ενθουσιασμένοι. Μας πετούν ροχάλες και τις ακαθαρσίες των νυχτερίδων. Χαίρονται με την ντροπή μας, με το μαρτύριο μας, κι εμείς δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Αχ, και να είχα ακούσει τη φωνή της ηθικής όταν ήμουν νέος, μόνο να είχα σταματήσει όταν ακόμα μπορούσα. Όταν η φιλενάδα του Ναχούμ ήταν μικρή, οι γονείς της δεν είχαν υπομονή μαζί της, γιατί αυτή ήταν μικρή και γεμάτη ενέργεια κι εκείνοι ήταν ήδη γέροι και ανόρεκτοι. Η φίλη του Ναχούμ προσπαθούσε να παίξει μαζί τους, να τους μιλήσει, όλα αυτά όμως μονάχα τους εκνεύριζαν ακόμα περισσότερο. Δεν είχαν δύναμη. Δεν είχαν καν τη δύναμη να πουν να το βουλώσει. Αντί γι’ αυτό λοιπόν τη σήκωναν ψηλά, την κάθιζαν πάνω στο ψυγείο και πήγαιναν στη δουλειά τους ή όπου αλλού έπρεπε να πάνε. Το ψυγείο ήταν τρομερά ψηλό και η φίλη του Ναχούμ δεν μπορούσε να κατέβει. Κάπως έτσι λοιπόν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας στην κορυφή του ψυγείου, τραγουδώντας στον εαυτό της τραγούδια και ζωγραφίζοντας μικρές ζωγραφιές στο στρώμα της σκόνης που συσσωρεύονταν πάνω του. Η θέα από το ψυγείο ήταν πολύ όμορφη, ένιωθε μια ευχάριστη και ζεστή αίσθηση στο ποπό της. Και τώρα, που ήταν πλέον ενήλικη, νοσταλγούσε πολύ εκείνη την εποχή, τη μοναξιά. Κι ο Ναχούμ καταλάβαινε πολύ καλά τη θλίψη της, μια φορά μάλιστα επεχείρησε να την κολλήσει στη σκεπη του ψυγείου, δεν έφτανε όμως αυτό. «Είναι τρομερά ωραία ιστορία», ψιθύρισε η Ογκέτ και άγγιξε απαλά την παλάμη του Ναχούμ. «Ναι», μουρμούρισε ο Ναχούμ τραβώντας το χέρι του πίσω, «είναι τρομερά ωραία, αλλά δεν είναι δική μου»


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles