«Δεν υπάρχουν ευθείες διαδρομές. Ούτε Φως. Ούτε Σκοτάδι. Βλέπεις, επειδή πιστεύεις πως βλέπεις. Μόλις παραιτηθεί η Πίστη σου, ΟΛΑ θα ουρλιάξουν έναν αναστεναγμό θανάτου και θα χαθεί το χάδι που τα φανέρωσε»
Ο διακόπτης ήταν διακοσμητικός. ON και OFF ίδια κατάσταση, φραγή. Κάτι εμπόδιζε το επόμενο βήμα μου, ακριβώς μόλις πέρασα το κατώφλι. Αριστερά μου ο διακόπτης.... στον παραμορφωμένο καθρέφτη. Δεξιά μου στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα ταλαντεύεται. Κι Εγώ στέκομαι υποκειμενικά τοποθετημένη ως προς τα αντικείμενα του χώρου. Διαισθάνομαι αόρατα διανύσματα να κατευθύνουν τις δέσμες των σκεπτονίων σε συγκεκριμένες Αφορμές. Δεν λυγίζω. Δεν πεταρίζουν ούτε τα μάτια, ούτε η καρδιά κι ας με δαγκώνει το σκοτάδι με αβυσσαλέο οίστρο πεινασμένης επιβεβαίωσης.
Η σωστή στιγμή.
Το σωστό μέρος.
Επιτέλους το σωστό κλειδί στο χέρι μου.
Όμως, πώς διαβάζονται οι χρησμοί στο σκοτάδι;
Ο φόβος γεννιέται από την αδυναμία. Ένιωσα τις κόρες των ματιών να διαστέλλονται για να χωρέσουν το Άγνωστο. Αδυναμία και Αδύνατο. Ούτε μία ρωγμή φωτός να μαρτυρά το γλέντι που στήσανε τα Αόρατα πίσω από το παραπέτασμα του Ζωγράφου, που πληρώθηκε με νόμισμα αθανασίας για να αποτυπώσει τις λεπτομέρειες του σκηνικού μέχρι την μεγάλη Πρεμιέρα. Όσο κι αν αργήσει. Όσο κι αν κρατήσει.
Καταργώ τον Φόβο, ξεριζώνοντας την αιτία του. Κλείνω τα μάτια.
Βλέπω Ολόκληρη... Με Κόρες διεισδυτικές, που φυτρώνουν σε όλο μου το κορμί. Διακρίνω σχήματα, γέλια κρεμασμένα από τους πολυελαίους, μία χούφτα κρασί να στάζει από το τραπεζομάντηλο, ένα μισοφαγωμένο φιλέτο αιφνιδιασμών που πάντα τρώγεται κανιβαλιστικά... Ζεστή σάρκα, φλέβα που πάλλεται να ξεφύγει του Προσδοκώμενου, πυρήνας κυττάρων σε σχάση που πυροδοτεί τη γευσιγνωσία της Αδρεναλίνης.
Δεν σάλεψα σπιθαμή, μα μία κηλίδα αγκαθωτής γεύσης με πιτσιλιές κόκκινου κινδύνου εκτοξεύτηκε με ακρίβεια στα χείλη μου. Έντονη μυρωδιά. Προσάναμμα κάποιοι εγγαστρίμυθοι ερασιτέχνες στίχοι, που εδώ και καιρό κάνουν πρόβα τα ίδια και τα ίδια νοήματα. Ένα χέρι μοιράζει κυβικά ιλίγγου. Ποιος θα περάσει μέσα από τις φωτιές;
Κάποιες Σκιές πλησιάζουν. Όσο μειώνεται η απόσταση, αυξάνει το βάρος τους. Γίνονται ανάσες και ιδρώνουν στο τζάμι που με χωρίζει από την αλήθεια. Κολλάνε ηδονικά πάνω στο εμπόδιο. Λιώνουν. Στάζει η φωτιά σημάδια καπνού πάνω στο τζάμι. Το χέρι Γράφει:
«Δεν υπάρχουν ευθείες διαδρομές. Ούτε Φως. Ούτε Σκοτάδι. Βλέπεις, επειδή πιστεύεις πως βλέπεις. Μόλις παραιτηθεί η Πίστη σου, ΟΛΑ θα ουρλιάξουν έναν αναστεναγμό θανάτου και θα χαθεί το χάδι που τα φανέρωσε»
Διαβάζω ολόκληρη. Με κόρες διεισδυτικές που φυτρώνουν σε όλο μου το κορμί. Δε θυμάμαι αν ήρθα ντυμένη. Δε θυμάμαι να ξεντύθηκα στην πορεία. Είμαι απέριττη. Δεν καίγομαι, δεν φαίνομαι, δεν εμποδίζω. Η Ροή επανήλθε τη στιγμή που ο Νους διάβασε το μήνυμα μες στο μήνυμα. Δε φαίνονται τα πολύτιμα. Μυρίζουν όμως. Μυρίζω πρώτη απόπειρα βαφτίσματος. Οι νεκροί μαζεύονται τριγύρω για να θυμηθούν τα νιάτα τους. Οι χορευτές ζεσταίνουν με βήματα το νερό. Οι πλανόδιοι υπηρέτες της Αυλής μεταφέρουν μίγματα από τις παιδικές μου αναμνήσεις και τις ενήλικες εμμονές μου. Θα εξαγνιστεί το Κορμί της Ζωής μου.
Δεν υπάρχουν ευθείες διαδρομές.Η Ζωή μου περνά το τζάμι με τα χνώτα, με το μήνυμα μες στο μήνυμα, με το αποτύπωμα του καλωσορίσματος στο Ναό της Αιώνιας Πρεμιέρας. Γδύνεται από Μνήμες. Αδειάζει από φορτία, ενοχές, προκαταλήψεις, απαγορεύσεις και σκοτάδια. Παρακολουθώ σαν θεατής. Λείες καμπύλες. Λάδι και Νερό. Τα χέρια διπλασιάστηκαν μες στο σκοτάδι. Ολισθαίνουν με σφυρίγματα ερπετών και υγρά βήματα υδρόβιας εμπειρίας.
Δεν υπάρχουν ευθείες διαδρομές.Η Ζωή μου περνά το τζάμι με τα χνώτα, με το μήνυμα μες στο μήνυμα, με το αποτύπωμα του καλωσορίσματος στο Ναό της Αιώνιας Πρεμιέρας. Γδύνεται από Μνήμες. Αδειάζει από φορτία, ενοχές, προκαταλήψεις, απαγορεύσεις και σκοτάδια. Παρακολουθώ σαν θεατής. Λείες καμπύλες. Λάδι και Νερό. Τα χέρια διπλασιάστηκαν μες στο σκοτάδι. Ολισθαίνουν με σφυρίγματα ερπετών και υγρά βήματα υδρόβιας εμπειρίας.
Κάποιος ακόμη παρακολουθεί. Είμαστε Δύο. Τουλάχιστον Δύο, με πολλαπλάσια Εαυτού προσαυξημένα ανάλογα με το βαθμό της αφοσιωμένης μας προσοχής.
Δεν υπάρχουν οδηγίες, μα αυτόκλητα όλοι ξέρουν το Ρόλο τους, θυμούνται τους διαλόγους της Σιωπής τους, το σχήμα που πρέπει να πλάσει το Κορμί τους.
Η Ζωή μου τρέμει. Οργασμικά αντιστέκεται στο μικρό της Θάνατο. Μέγας αντίπαλος, ό,τι μέγεθος κι αν έχει.Θάνατος = Θάνατος.... μικρός ή Μεγάλος... Η Λήθη είναι Θάνατος. Η ακινησία είναι Θάνατος. Η παραίτηση είναι Θάνατος. Η δειλία είναι Θάνατος.Τα σφυρίγματα κοντεύουν στο λοβό του αυτιού της. Ακούγεται επιτέλους η Μουσική. Ξεκλειδώθηκε η παρτιτούρα. Κλειδί του Σολ σε χρήση πολλαπλών αρμονικών Ταλαντώσεων. Η Ζωή ξεχνά. Σταδιακά απομακρύνεται από το Τώρα της γήινης Φυλακής της και Υγροποιείται σε μία δαχτυλήθρα του ΧρόΝΟΥ. Το Υγρό στοιχείο περικλείει όλη την Ιστορία της Γέννησης. Η Ζωή θυμάται.
Πρέπει να ξεχάσεις για να θυμηθείς.
Πράξη Πρώτη:
Μία μέρα πριν. Γεμίζω τον σάκο με όλη την κορδέλα της Απόστασης. ΜυθοΠοιήθηκε όσο της άξιζε. Το υλικό της διψά για μεταμόρφωση. Ένα κολατσιό για το δρόμο. Δύο φέτες ψωμί για τοστ κι ανάμεσα φιλέτο αιφνιδιασμού, πάντα μισοψημένο στη σχάρα της αγωνίας. Ένα σοκαριστικό ουρλιαχτό τρωκτικού που ακούγεται σε υψηλές συχνότητες Ηδονής και ΚινδύΝου. Χαμογελάκι αγγελικής παραπλάνησης του Υπόπτου κι ας μην πιάνει πια το κόλπο.... και τυπωμένα σε ιερογλυφικά όλα τα ραβασάκια της Λαβυρινθικής Σκέψης με τον μίτο δεμένο στην άκρη του Κόσμου. Γιατί όταν διασχίσεις τον Παράδεισο και διαδοχικά την Κόλαση, αναπόφευκτα - όσο κι αν αμάρτησες- επανέρχεσαι στην Παιδική σου Αθωότητα.
Εισιτήριο στο χέρι το πρώτο ραβασάκι της τσαλακωμένης ΑπόΣτασης:
Όσο αργείς πλησιάΖεις, όσο βιάζεσαι απομακρύνεσαι.