Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Ο ΔΡΟΜΟΣ: Αμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές

$
0
0

Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο κι αν είναι το τοπίο, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι…

ΓΛΥΚΑ ΘΡΟΪΖΟΥΝ ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑΤι υψηλός και αίθριος που είναι ο ουρανός! Μες στην ψυχή μου το ουράνιον τόξον και στην καρδιά μου μέσα –στιλπνός, πασίχαρος κορυδαλλός – λαλεί ο μικρός μου γιος.

Ο ΔΡΟΜΟΣ:  Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές,λαμπρός σαν ήχος κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Τα αντικείμενα, τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη με πανηγύρι μοιάζει, χαρούμενη μέσα στο φως, σαν πετεινός που σ’ έναν φράχτη αλαλάζει.
Αμέριμνος ο δρόμος εξακολουθεί, σαν κάποιος που σφυρίζοντας (αέρας της ανοίξεως σε καλαμιές) αμέριμνος διαβαίνει, και όσο εντείνεται το φως, η κίνησις των διαβατών, πεζών και εποχουμένων, στον δρόμο αυξάνει και πληθαίνει.


Οι διαβάται αμέτρητοι.Ανάμεσα σε άγνωστους ποιητάς κι αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν, όλοι υπακούοντας σε κάτι, σε κάτι πολύ καλά μασκαρεμένο (τουτέστιν υπακούοντες στην Μοίρα) άλλοι πεζοί κι άλλοι μετακινούμενοι με τροχοφόρα, με οχήματα λογής-λογής, τροχήλατα ποικίλα, μες στη βοή διαβαίνοντες και την αντάρα, με Σιτροέν, με Καντιλλάκ, με βέσπες και με κάρρα.
Ο δρόμος, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος,από παντού πάντα περνά – Αθήνα, Μόσχα, Γιαροσλάβ, Λονδίνο και Πεκίνο, από τη Σάντα Φε ντε Μπογκοτά και την Γουαδαλαχάρα, τη Σιέρρα Μάντρε Οριεντάλ και τις κορδιλλιέρες, μέσα από τόπους ιερούς σαν τους Δελφούς και τη Δωδώνη, μέσα από τόπους ένδοξους, όπως τα Σάλωνα, όπως η γέφυρα της Αλαμάνας, καθώς και απ’ άλλα μέρη ξακουστά, σαν την κοσμόπολι εκείνη, που ηδυπαθώς την διασχίζει ο γκρίζος Σηκουάνας.

Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάντα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής.Καμιά φορά φωνές ακούονται την νύχτα, φωνές μιας γυναικός που άνδρες πολλοί σ’ ένα χαντάκι την βιάζουν ή άλλες φορές, άλλες φωνές εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: «Στον τόπο!» που μέγαν τρόμον έσπερνε μες στις ψυχές των οδοιπόρων, όταν μαχαίρια άστραφταν και καριοφίλια ή γκράδες, εμπρός στα στήθη των ταξιδιωτών, όταν στον δρόμον αυτόν, μοίρα κακή τους έριχνε στα χέρια των ληστανταρτών, που φουστανέλα λερή φορώντας, έτσι καθώς προβάλλανε από την μπούκα μιας σπηλιάς, με παλληκάρια μοιάζουνε του Οδυσσέα Ανδρούτσου, σαν να ’ταν ο τόπος το Χάνι της Γραβιάς και οι ταξιδιώται τούτοι, στρατιώται του Κιοσέ Μεχμέτ ή του Ομέρ Βρυώνη –έτσι καθώς απ’ το Πικέρμι ξεκινώντας, περνώντας μέσα απ’ την Νταού Πεντέλη, από τον δρόμο αυτόν, προς μονοπάτια δύσβατα τους λόρδους οδηγούσαν (ξανθά παιδιά της Ινγκλιτέρας που στην Ελλάδα ήρθανε και αγιάσαν) με τα χαντζάρια οι λησταί κεντρίζοντας τους (ω Εδουάρδε Χέρμπερτ! ω Βάινερ, ντε Μπόυλ και Λόυντ!) ώσπου να φτάσουν σε σίγουρα λημέρια, κοντά στη σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη, για λύτρα βασιλικά ή για μαχαίρι (στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά και στο Χρυσό κριάρια) για λύτρα βασιλιά ή για σφαγή (για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει) ενώ ο χειμώνας τέλειωνε και ζύγωνε η Λαμπρή, και μύριζε πολύ το πεύκο, το θυμάρι, για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή (ω Αρβανιτάκη Τάκο! ω Αρβανιτάκη Χρήστο! ω Γερογιάννη και μαύρε εσύ Καταρραχιά!) για λύτρα βασιλικά ή για σφαγή, κοντά στη Σκάλα του Ωρωπού, στου Δήλεσι τα μέρη.

Και ο δρόμος εξακολουθεί με ανάλογα στοιχεία και από παντού πάντα περνά (Γκραν Κάνυον, Μακροτάνταλον, Ακροκεραύνια, Άνδεις) από τις όχθες του Γουαδαλκιβίρ που όλη την Κόρδοβα ποτίζει, από τις όχθες του Αμούρ και από τις όχθες του Ζαμβέζη, ο δρόμος από παντού περνά, σκληρός, σκληρότατος παντού, τόσο, που πάντοτε αντέχει, στα βήματα όλων των πεζών και στην τριβή των βαρυτέρων οχημάτων, μεσ’ από πόλεις και χωριά, βουνά, υψίπεδα και κάμπους, από λίμνες τις Φινλανδικές, την Γη του Πυρός και την Εστραμαδούρα, έως που ξάφνου, κάθε τόσο, μια πινακίς μη ορατή παρά στους καλουμένους, πάντα εμφανίζεται για τον καθένα, όπου κι αν βρίσκονται οι γηγενείς και οι ταξιδιώται, μια πινακίς με γράμματα χονδρά και απλά που γράφει: «Τέρμα εδώ. Ετοιμασθείτε. Ο ποταμός Αχέρων».

Την ίδια στιγμή, όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο κι αν είναι το τοπίον,γίνεται μια τελευταία Βενετιά μ’ ένα Κανάλε Γκράντε –όραμα πάντα θείον και των αισθήσεων χαιρετισμός στερνός- μια τελευταία Βενετιά στις αποβάθρες της οποίας γόνδολες μαύρες περιμένουν (πήγα να πω σαν νεκροφόρες) και ένας περάτης γονδολιέρης, ωχρός και κάτισχνος μα δυνατός στα μπράτσα, τους τερματίζοντας κάθε φορά καλεί: «Περάστε, κύριοι, απ’ εδώ. Τούτη είναι η βάρκα σας. Εμπάτε».Και οι καλούμενοι, με βλέμμα σαν αυτό που συναντά κανείς στα μάτια των καταδικασμένων, στις ύστατες στιγμές του βίου των, μπροστά στις κάννες των αποσπασμάτων, σε ώρες ορθρινές, κατά τας εκτελέσεις, μισό λεπτό πριν ακουστούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζοντα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις γόνδολες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.

Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει μόνο, όποια κι αν είναι η χώρα, όποιο κι αν είναι το τοπίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Αγίων Πάντων.

ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣως πτώσεις αγγέλων εις βάραθρα ουρανών,ως κεραυνοί ή ως πλήγματα επάλληλα ραγδαίως πίπτοντα της Μοίρας, έπιπταν επί των πτώσεων αι πτώσεις και έτσι ανάβλυσαν (μοιραίως) στα χείλη των Ελλήνων, με καθαράν και πλήρη προφοράν, με ακατάσχετον ορμήν, ως πάθους φλογερού εκσπερματώσεις, αι λέξεις: επίπτωσις και επιπτώσεις.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ από το βιβλίο του ΟΚΤΑΝΑ (ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία 1980). Με μια εικόνα να κοσμεί τη φαντασία των λέξεων ικανών να φοριούνται απ’ την ανάποδη και σ’ όλα τους τα μεγέθη.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles