Ας κάνουμε με ειλικρίνεια τη διερώτηση εάν το χελιδόνι τουτουνού του καλοκαιριού είναι άλλο από εκείνο του αρχικού καλοκαιριού, και έάν πραγματικά, από το ένα χελιδόνι στο άλλο, το θαύμα της δημιουργίας έλαβε χώρα, ξεκινώντας από το μηδέν, εκατομμύρια φορές, για να ματαιωθεί ένα εκατομμύριο φορές απ’ την απόλυτη εκμηδένιση.
«Με το να είμαι τυφλός, ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώσουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ ένα μεγάλο μέρος της μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες, τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία που θα γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θα ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία» Ο Μπόρχες ψάχνει πάντα τις πιο επικίνδυνες κι ωστόσο ποτέ τους αποτυχημένες αναλογίες. Το γράψιμό του τιμωρεί σταθερά την κοινοτοπία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ματαιογνωσίας, απεχθάνεται τους φιλολογισμούς» και ρέει με κανονική απλότητα. Ιδού…
Το αηδόνι του Κιτς (από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Ο ΔΗΜΙΟΥΓΟΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1980)
Εκείνοι που έχουν αναστραφεί τους άγγλους λυρικούς ποιητές δεν θα ξεχάσουν την ΩΔΗ ΣΕ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ που ο Γιάννης Κιτς, φθισικός, φτωχός και δυστυχισμένος ίσως στον έρωτα, τη σύνθεση μιαν απριλιάτικη νύχτα του 1819, μέσα σ’ έναν κήπο του Hampstead, όταν ήταν εικοσιτριών χρονών. Ο Κιτς, μέσα σ’ αυτό τον κήπο στα περίχωρα, άκουσε το αιώνιο αηδόνι του Οβίδιου και του Σαίξπηρ, κι ένιωσε το αίσθημα της δικής του θνητότητας, σε αντίθεση με τη φευγαλέα φωνή, την άφθαρτη, του αόρατου πουλιού. Ο Κιτς είχε γράψει πως ο ποιητής οφείλει με φυσικό τρόπο να δίνει ποιήματα, όπως το δένδρο δίνει φύλλα.Δυο τρεις ώρες του άρκεσαν για να συνθέσει αυτή την ανεξάντλητη και αχόρταγη σε ομορφιά σελίδα, που μόλις χρειάστηκε να την χτενίσει έπειτα. Η δύναμη αυτού του ποιήματος, απ’ όσο ξέρω, δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν. Ο κόμπος του προβλήματος ενυπάρχει στην προτελευταία στροφή. Ο πεπερασμένος και θνητός άνθρωπος απευθύνεται στο πουλί «που δεν το συνθλίβουν τα πόδια των άπληστων γενεών» και που η φωνή του, τη στιγμή τούτη, είναι η ίδια όπου άκουσε μέσα στους αγρούς του Ισραήλ, από ένα αρχαίο απόγευμα, η Ρουθ η Μοαβίτισσα.
Ο SydbeyColvin, που υπήρξε αλληλογράφος και φίλος του Στίβενσον, επινόησε, στη μονογραφία του για τον Κιτς, δημοσιευμένη στα 1887, μια δυσκολία στη στροφή που αναφέρθηκα. Μεταγράφω εδώ την περίεργη απόφανσή του: «Ο Κιτς διαπράττει ένα λογικό σφάλμα που, για μένα, είναι επίσης ένα σφάλμα ποιητικό, όταν αντιπαραθέτει στον εφήμερο χαρακτήρα της ανθρώπινης ζωής (τη ζωή του ατόμου, εννοείται) τη διάρκεια της ζωής του πουλιού(σ’ αυτή την περίπτωση τη ζωή του είδους). ξαναειπωμένη απ’ τον Bridgesστα 1995, αυτή η κατηγορία έγινε δεκτή, στα 1936, απ’ τον F.R. Leavis, που τη συμπλήρωσε με το ακόλουθο σχόλιο: «Το σόφισμα που επιτρέπει αυτή η σκέψη του Κιτς αποδείχνει, φυσικά, την ένταση του αισθήματος από όπου προέκυψε».Ο Κιτς είχε ονομάσει, στην πρώτη στροφή του ποιήματός του, το αηδόνι «δρυάδα». Ένας άλλος κριτικός, ο Carrod, στηρίχθηκε με την πιο μεγάλη σοβαρότητα σ’ αυτό το επίθετο για να βεβαιώσει πως, αν στην έβδομη στροφή το πουλί ειπώθηκε αθάνατο, είναι γιατί αυτό είναι μια δρυάδα, δηλαδή μια θεότητα των δασών. Η AmyLowellορθά έχει γράψει: «Ο αναγνώστης που διαθέτει κάποια φαντασία ή ποιητική αίσθηση θα πιάσει αμέσως πως ο Κιτς δεν υπαινίσσεται το αηδόνι που τραγουδούσε εκείνη τη στιγμή, αλλά το είδος».
Ανάφερα τις κρίσεις πέντε κριτικών συγκαιρινών ή παλαιών. Η λιγότερο αβάσιμη απ’ όλες, στοχάζομαι, είναι αυτή της βορειοαμερικάνας AmyLowell. Αλλά δεν παραδέχομαι την αντίθεση αρχής που αυτή απαιτεί ανάμεσα στο εφήμερο αηδόνι εκείνης εκεί της νύχτας και στο αηδόνι-είδος. Το κλειδί, το αληθινό κλειδί της στροφής βρίσκεται, το υποπτεύομαι, σε μια μεταφυσική παράγραφο του Σοπενχάουερ, που ο Κιτς δεν την είχε ποτέ διαβάσει.
Η ΩΔΗ ΣΕ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙχρονολογείται από το 1819. Στα 1844 εκδόθηκε ο δεύτερος τόμος του Ο ΚΟΣΜΟΣ ΩΣ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΩΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ. Εκεί διαβάζουμε, στο κεφάλαιο XLI: «Ας κάνουμε με ειλικρίνεια τη διερώτηση εάν το χελιδόνι τουτουνού του καλοκαιριού είναι άλλο από εκείνο του αρχικού καλοκαιριού, και εάν πραγματικά, απ’ το ένα χελιδόνι στο άλλο, το θαύμα της δημιουργίας έλαβε χώρα, ξεκινώντας απ’ το μηδέν, εκατομμύρια φορές, για να ματαιωθεί εκατομμύρια φορές απ’ την απόλυτη εκμηδένιση.Εκείνος που θα με ακούσει να βεβαιώνω πως αυτός ο γάτος που βρίσκεται εκειδά, παίζοντας τώρα, είναι ο ίδιος που σκιρτούσε σ’ αυτό το μέρος και χοροπηδούσε πριν από τρακόσια χρόνια, μπορεί να σκεφτεί για μένα ό,τι του αρέσει. Μα είναι ακόμα πιο παράξενη τρέλα να φανταστούμε πως είναι ένας γάτος βασικά διαφορετικός». Πράγμα που σημαίνει πως με μια κάποιαν έννοια το άτομο είναι το είδος και πως το αηδόνι του Κιτς είναι εξίσου, το αηδόνι της Ρουθ.
Ο Κιτς που μπόρεσε να γράψει χωρίς να ’χει και τόσο πολύ άδικο: «Δεν ξέρω τίποτα, δεν έχω τίποτα διαβάσει», μάντεψε, μέσα απ’ τις σελίδες κάποιου σχολικού λεξικού, το αρχαίο ελληνικό πνεύμα. Μια λεπτή απόδειξη γι’ αυτή τη διαίσθηση ή γι’ αυτή την επανεφεύρεση είναι που προαισθάνθηκε μέσα στο σκοτεινό αηδόνι μιας νύχτας το πλατωνικό αηδόνι. Ο Κιτς, ανίκανος ίσως να ορίσει τη λέξη ΑΡΧΕΤΥΠΟ, πρόλαβε κατά ένα τέταρτο αιώνα μια πρόταση του Σοπενχάουερ.
Έχοντας έτσι ξεδιαλύνει αυτή τη δυσκολία, μένει να ξεδιαλύνουμε μια δεύτερη, ολότελα διαφορετικού χαρακτήρα. Πώς γίνεται να μη σκεφτούν αυτή την ολοφάνερη ερμηνεία ούτε ο Garrodούτε ο Leavisούτε οι άλλοι. Ο Leavisείναι καθηγητής σε ένα απ’ τα κολέγια του Κέμπριτζ –την πόλη που, κατά το δέκατο έβδομο αιώνα, συγκέντρωσε τους CambridgePlatonists, δίνοντάς τους το όνομά της. Ο Bridgesείναι ο συγγραφέας ενός πλατωνικού ποιήματος που ’χει τον τίτλο Thefourthdimension. Η απλή απαρίθμηση αυτών των γεγονότων μοιάζει να μεγαλώνει το αίνιγμα. Αν δεν γελιέμαι, αυτό έχει την πηγή του σε μια ουσιώδη ροπή του βρετανικού πνεύματος.
Ο Κόλεριτζ παρατηρεί πως όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται αριστοτελικοί ή πλατωνικοί. Οι δεύτεροι εκλαμβάνουν τις ομοταξίες, τις τάξεις και τα γένη σαν πραγματικότητες, οι πρώτοι σαν γενικεύσεις. Γι’ αυτούς (τους πρώτους) η γλώσσα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα προσεγγιστικό παιχνίδι συμβόλων,για εκείνους (τους δεύτερους), είναι ο χάρτης του σύμπαντος. Ο πλατωνικός γνωρίζει πως το σύμπαν είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένας κόσμος, μια τάξη. Αυτή η τάξη, για τον αριστοτελικό, δεν είναι ίσως παρά μια πλάνη, ή ένα επινόημα γεννημένο απ’ την ελλιπή μας γνώση. Μέσα απ’ τα γεωγραφικά πλάτη και τις εποχές, οι δύο αιώνιοι ανταγωνιστές αλλάζουν διάλεκτο και όνομα: απ’ τη μια είναι ο Παρμενίδης, ο Πλάτωνας, ο Σπινόζα, ο Καντ, ο Φράνσις Bradley, απ’ την άλλη ο Ηράκλειτος, ο Αριστοτέλης, ο Λοκ, ο Χιουμ, ο Γουίλιαμ Τζέις. Μέσα στις επίπονες σχολές του μεσαίωνα, όλοι επικαλούνται τον Αριστοτέλη, διδάσκαλο της ανθρώπινης λογικής, αλλά οι νομιναλιστές είναι Αριστοτέλης, ενώ οι ρεαλιστές είναι Πλάτωνας. Ο αγγλικός νομιναλισμός του 14ουαιώνα αναγεννιέται στο λεπτολόγο αγγλικό ιδεαλισμό του 18ουαιώνα. Ο φειδωλός τύπος του Όκαμ, entianonsuntmultiplicandapraeternecessitate, επιτρέπει ή προτυπώνει το όχι λιγότερο περιοριστικό esseestpercipi. Οι άνθρωποι, είπε ο Κόλεριτζ, γεννιούνται αριστοτελικοί ή πλατωνικοί. Για το αγγλικό πνεύμα, μπορεί κανείς να βεβαιώσει πως είναι γεννημένο αριστοτελικό. Αυτό που είναι πραγματικό, γι’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι οι αφηρημένες συλλήψεις, αλλά τα άτομα, δεν είναι το γενικό αηδόνι, αλλά το συγκεκριμένο αηδόνι. Είναι φυσικό, αναπόφευκτο ίσως, να μην έχει κατανοηθεί σωστά στην Αγγλία η έννοια της ΩΔΗΣ Σ’ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ.
Μα μην εκλάβει κανείς ωσάν αποδοκιμασία ή ωσάν καταφρόνηση τα προηγούμενα λόγια. Ο Άγγλος αποκρούει το γενικό γιατί αισθάνεται πως αυτό που είναι ατομικό είναι απαραμείωτο, ανεξομοίωτο, μοναδικό. Είναι μια λεπτολόγηση ηθικής τάξεως μάλλον παρά μια ανικανότητα θεωρητική που του απαγορεύει να συναλλαχθεί κατά τον τρόπο των Γερμανών με αφαιρέσεις. Δεν κατανοεί την ΩΔΗ Σ’ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ: είναι αυτή η πολύτιμη μη κατανόηση που του επιτρέπει να είναι Λοκ, να είναι Μπέρκλεϊ ή Χιουμ και να ’χει διατυπώσει, πριν από εβδομήντα περίπου χρόνια, τους ατημέλητους αλλά προφητικούς αγγελτικούς λόγους στο ΑΤΟΜΟ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ.
Το αηδόνι, σ’ όλες τις γλώσσες του πλανήτη, είναι στολισμένο με ονόματα μελωδικά (nightingale, nachtigall, usignolo), ωσάν οι άνθρωποι να είχαν ενστικτώδικα θελήσει ώστε αυτά τα ονόματα να είναι αντάξια του τραγουδιού που τους είχε προξενήσει το θαυμασμό τους. Οι ποιητές έχουν τόσο εκθειάσει το πουλί, που έχει γίνει έτσι λιγάκι μη πραγματικό, πιο κοντινό στον άγγελο παρά στον κορυδαλλό. Απ’ τα σαξονικά αινίγματα του Βιβλίου του Έξετερ («εγώ, αρχαίος του βραδιού τραγουδιστής, κομίζω στους ευγενείς τη χαρά μέσα στα σπιτικά τους»), έως την τραγική ΑΤΑΛΑΝΤΗ του Σουίμπορν, το ατελεύτητο αηδόνι έχει κάνει να αντηχήσει απ’ το τραγούδι του η βρετανική λογοτεχνία. Εξυμνήθηκε απ’ τον Τσόσερ κι απ’ τον Σαιξπηρ, απ’ τον Μίλτονα κι απ’ το Μάθιου Άρνολντ, αλλά είναι με το Γιάννη Κιτς που συνενώνουμε εξάπαντος την εικόνα του, όπως με τον Μπλέικ την εικόνα του τίγρη.
«Δεν γράφω για μια μικρή ελίτ που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημιουργούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου» (ΜΠΟΡΧΕΣ). Οποιοδήποτε απ’ τα σύντομα, ως επί το πλείστον, δοκίμια του Μπόρχες μοιάζουν με αναπτήρες: τη φλόγα δεν την σπαταλούν, ενυπάρχουσα για θαυμαστά τινάγματα. Ο Μπόρχες- δοκιμιογράφος κάνει τις κινήσεις ενός ατίθασου και φανταστικού εκκρεμούς προς εκατό, να πούμε, κατευθύνσεις.