Που πάνε τα ποιήματα; Πετούν διστακτικά απ’ το παράθυρο, μετεωρίζονται για λίγο σε καθρέφτη ουρανό κι ύστερα γέρνουν τις μαύρες τους φτερούγες κι ακολουθούν την κατακόρυφη πορεία προς τα κάτω. Μόνο σπάνια, κάποιο από αυτά, ξεγελάει το νόμο της βαρύτητας και προλαβαίνει να σ’ αγγίξει εκεί κοντά στο στόμα πριν γκρεμιστεί για πάντα μες την άβυσσο. Γι’ αυτό το ένα ποίημα γράφω ακόμα [Η Αλεπού και ο κόκκινος χορός]
Ψιθυριστά
Όταν μπήκαμε μέσα, άνθρωποι στην κυκλική πλατεία ζύγιζαν ήδη τους δύο κόκορες, που ήταν κρυμμένοι σε δύο σακιά. Τότε, αφού τους ζύγισαν, τους σήκωσαν ψηλά με τα σακιά τους για να τους δει ο κόσμος. Αμέσως το καθισμένο πλήθος σηκώθηκε από τους πάγκους και άρχισε να φωνάζει και να ζητωκραυγάζει.
Τα σακιά άνοιξαν και οι δύο κόκορες βγήκαν από μέσα. Στην θέα τους το πλήθος άρχισε να παραληρεί από συγκίνηση. Στο μεταξύ οι κόκορες στην αρχή στέκονταν διστακτικοί. Όμως οι δυνατές κραυγές του πλήθους, άρχισαν να τους εξαγριώνουν. Χίμηξαν ο ένας στον άλλο. Η υστερία ξέσπασε ασυγκράτητη. Το πλήθος έγινε μία παλλόμενη μάζα που ούρλιαζε και διψούσε για αίμα. Ένστικτα άγρια σπάζανε τα μεταξωτά κουκούλια τους και ξεχύνονταν ωμά μέσα στην πλατεία.
Ένιωσα το στομάχι μου να ανακατεύεται. Είδα τον ένα κόκορα να πέφτει μισοπεθαμένος, να παραπατάει και να κυλιέται στο αίμα του ενώ ο νικητής ανέβαινε επάνω του. Στη θέα του, ένιωσα τον παλιό φόβο να με κυριεύει.
Ο Ερρίκος μου έπιασε το χέρι σφιχτά. Ο Κάρολος και η Δωροθέα φώναζαν με έξαψη σαν άγρια ζώα. Ο Ερρίκος κάτι τους είπε και πριν προλάβουν να απαντήσουν, με τράβηξε δυνατά από το χέρι προς την έξοδο. Πρόλαβα να δω τον νικητή κόκορα να ξεσκίζει το λαιμό του αντιπάλου του. Η αίθουσα σειόταν ολόκληρη. Μια μυρωδιά ζώου, σκόνης, ιδρώτα και έξαψης με ακολούθησε μέχρι έξω.
Τα σακιά άνοιξαν και οι δύο κόκορες βγήκαν από μέσα. Στην θέα τους το πλήθος άρχισε να παραληρεί από συγκίνηση. Στο μεταξύ οι κόκορες στην αρχή στέκονταν διστακτικοί. Όμως οι δυνατές κραυγές του πλήθους, άρχισαν να τους εξαγριώνουν. Χίμηξαν ο ένας στον άλλο. Η υστερία ξέσπασε ασυγκράτητη. Το πλήθος έγινε μία παλλόμενη μάζα που ούρλιαζε και διψούσε για αίμα. Ένστικτα άγρια σπάζανε τα μεταξωτά κουκούλια τους και ξεχύνονταν ωμά μέσα στην πλατεία.
Ένιωσα το στομάχι μου να ανακατεύεται. Είδα τον ένα κόκορα να πέφτει μισοπεθαμένος, να παραπατάει και να κυλιέται στο αίμα του ενώ ο νικητής ανέβαινε επάνω του. Στη θέα του, ένιωσα τον παλιό φόβο να με κυριεύει.
Ο Ερρίκος μου έπιασε το χέρι σφιχτά. Ο Κάρολος και η Δωροθέα φώναζαν με έξαψη σαν άγρια ζώα. Ο Ερρίκος κάτι τους είπε και πριν προλάβουν να απαντήσουν, με τράβηξε δυνατά από το χέρι προς την έξοδο. Πρόλαβα να δω τον νικητή κόκορα να ξεσκίζει το λαιμό του αντιπάλου του. Η αίθουσα σειόταν ολόκληρη. Μια μυρωδιά ζώου, σκόνης, ιδρώτα και έξαψης με ακολούθησε μέχρι έξω.
Μπήκαμε μέσα στην κλειστή άμαξα του Ερρίκου που είχε εντολές να περιμένει απέξω. Ένιωθα το σώμα μου να πάλλεται καυτό. Ο Ερρίκος με έγδυσε με γρήγορες κινήσεις. "Θέλω να σε δω γυμνή", έλεγε και ξανάλεγε μέσα στα αναφιλητά του. Έκλαιγε και με φιλούσε και με χάιδευε κι ένιωσα για πρώτη φορά τόσο κοντά στην τρέλα, που φοβήθηκα. Ξάφνου, δεν με ένοιαζε τίποτε πια. Ο Ερρίκος είπε στον αμαξά να κάνει μία βόλτα και κάναμε έρωτα μέσα στην άμαξα.
(Από το μυθιστόρημα Ψιθυριστά, εκδόσεις Παρατηρητής, 2002).