Το μέλλον το δικό σου δεν έχει βέβαια να κάμει με το δικό μου σημειωτόν: μόνον λοιπόν ο Οιδίποδας δεν άντεξε, προνόμιο του ανθρώπου να συνηθίζει και να ανέχεται, χάρισμά του η αθωότητα και αρχίζω μόλις να καταλαβαίνω ότι γίνομαι ήρωας σε βιβλίο, ας μην είμαι σκωπτικός αυτή τη νύχτα του Ιωάννου του Προδρόμου, με την κρυάδα του λευκού ως την ψυχή μου, ο τόσος σαρκασμός θα μπορούσε να θεωρηθεί οίηση και ο μύθος του Οιδίποδα σ’ ένα βιβλίο ελληνικό θα ήταν παράταιρος… Άλλη η νύχτα που αρχίζω να γράφω κι άλλη η η πρώτη νύχτα της ιστορίας μου…
«…Τούτη λοιπόν την έπαρση του ανθρώπου που φιλοδοξεί να μιλήσει για την εποχή του μέσα από πρόσωπα φανταστικά προσπάθησα να αναπαραστήσω… Θέλησα επίσης να περιγράψω την εξακτίνωση της συνείδησής του σε συνειδήσεις ξένες, επινοημένες και την ακούσια παράδοσή του στους μαγικούς και εύθραυστους καθρέφτες των ψευδαισθήσεων της κοινωνίας που τον περιβάλλει» Η Μαρω Δούκα, προκειμένου να δώσει και τις δυο όψεις της νεοελληνική πραγματικότητας, τη μικροαστική και τη «λαϊκή», κάνει μια πολύ έξυπνη επινόηση: με τη μορφή του εσωτερικού μονόλογου ο αφηγητής, μέσα από ένα ακατάσχετο χείμαρρο ελεύθερων συνειρμών, απευθύνεται σε μια Ηώ κρατίστη (αποδέκτη της αφήγησης), εκθέτοντας έτσι τα τυπικά προβλήματα του νεοέλληνα μικροαστού…
Πλατεία Καϊρου (αποσπάσματα από το 1οκεφάλαιο του βιβλίου της Μάρως Δούκα ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΑΤΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ, Εκδόσεις Κέδρος 1990)
Αν ήμουν θαυματοποιός θα έριχνα διαμιάς την ιστορία μου στο χαρτί, καταχείμωνο, αλλά δεν είμαι παρά το άθυρμα και πρέπει, Ηώ κρατίστη,ψύλλων πηδήματα διαμετρών, όλα τα πρόσωπα να τα συνθέσω μεθοδικά, ακόμη κι εσένα, ακόμα και τον εαυτό μου που θα γράφει – πέρσι που σαν να είχαν βουλώσει οι υπόνομοι, μες στα σκατόνερα, με όνειρα, όπου εμπλέκονταν οι αρχηγοί, οι πουτανιές και τα τρισάγια, πίστεψέ με, αν ήμουν αμπελουργός θα σου έφτιαχνα γλυκό κρασί για να μεθύσουμε, αλλά ένας δικηγοράκος είμαι μόνο, να είχαμε την Ίμβρο και την Τένεδο, να είχαμε τη Βασιλεύουσα, σαν ρόδου και λιβανιού αρώματα, ρωτιέμαι ακατάπαυστα για τη φυλή, το πεπρωμένο της, μελανωμένος, γέμισαν, φράκαραν οι δρόμοι, έπειτα από δέκα χρόνια θα είναι των κατσαρίδων και των αρουραίων, να με φαντάζεσαι μες στον καπνό που αιωρείται χωρίς διέξοδο στο δωμάτιο, ξεπαγιασμένο, διότι έχει σβήσει απ’ ώρα το καλοριφέρ, σκυφτό στα χαρτιά μου, γράφω και μουντζουρώνω, δεν έχω σιγουριά ούτε έμπνευση, απλώς το πείσμα μου για το χειμώνα που μας πέρασε, τον άνυδρο, και ο τωρινός πολύ χειρότερος, αμνήμονες, Ηώ, ούτε δεκαετίες να μας χώριζαν, αλλά δεν μας χωρίζουν παρά μήνες…
Ακόμη να με φαντάζεσαι πελαγωμένο, με ανοιχτό στόμα, άλαλο, πιστό σ’ όσα δεν μπόρεσα ν’ αποστηθίσω, ούτε να καταλάβω, φαντάσουμε στραμμένο σ’ όσα δεν φαίνονται, θα είναι νύχτα στην Ομόνοια, η ιστορία μου θ’ αρχίζει σ’ ένα εστιατόριο της κακιάς ώρας, σ’ ένα από αυτά που συχνάζουν επαρχιώτες και φαντάροι, μήνα Δεκέμβριο, παραμονές Χριστουγέννων, άλλη η νύχτα που αρχίζω να γράφω κι άλλη η πρώτη νύχτα της ιστορίας μου, σε σκεφτόμουν τότε και τώρα σε σκέφτομαι, ας συναντιόμαστε σπάνια, στο γραφείο σου αποφεύγω να έρχομαι, δεν έρχομαι καθόλου, έχει ατονήσει η φιλία μας, αλλά προς το παρόν δεν θα ήθελα να εξετάσω τους λόγους, προτιμώ να πιστεύω ότι μας χωρίζει η απόσταση από την Κυψέλη ως το Φάληρο, έτσι σε σκέφτομαι και ομολογώ χωρίς να με πειράζει που δεν σε βλέπω, καλύτερα που δεν σε βλέπω, δύσκολα συμφωνούσαμε.
Όταν πρωτάκουσα τη φωνή σου στον αυτόματο τηλεφωνητή, ας ενοχλήθηκα κάπως, η πολυάσχολη που δεν ευκαιρεί!αμέσως μετά την πρώτη μου αντίδραση να σε ειρωνευτώ, καταχάρηκα, ίσως να με ευνοούσε η διαχωριστική γραμμή που επέβαλες, ακόμη και παρά τη θέλησή σου αυτός ο κύριος τηλεφωνητής θα ήταν ο ανεπηρέαστος παραλήπτης των μηνυμάτων μου, τώρα πια θα έπρεπε να υποστείς τη δική μου συχνότητα επικοινωνίας, εγώ θα μπορούσα να χαθώ για μέρες, εσύ όχι, εφόσον θα σου άφηνα μήνυμα, θα σ’ έτρωγε η περιέργεια να μάθεις τι σε θέλω, σου έχω αφήσει όμως άπειρα μηνύματα αναπάντητα, τα σβήνεις, ξέρεις να σβήνεις και να προσπερνάς, Ηώ κρατίστη, το μέλλον το δικό σου δεν έχει βέβαια να κάνει με το δικό μου σημειωτόν, εσύ ακόμη και από τους καθηγητές μας ζητούσες έξαλλη το λόγο για το εννιάρι που σου έβαλαν, άλλος ο αέρας δικός σου και άλλες οι δικές μου πλάτες, εσύ, όπου κι αν ήσουν, πρώτη θα ’σουν, γι’ αυτό λοιπόν σε προκαλώ να με φαντάζεσαι ξεπαγιασμένο μες στην κάπνα, εσύ και πάνω στο μπαλκόνι θα μπορούσες να σταθείς και λόγο να εκφωνήσεις θα τολμούσες, από το ίδιο υλικό με τη Μαρία που κοιμάται νωρίς και ξυπνά νωρίς, δεν είμαι ο άνθρωπος που θα ’βγαινε να διατυμπανίσει τα καλά του –κι όπως θα με φαντάζεσαι με τα χαρτιά μου, δες με λαθραίο, πώς θα μιλούσα για τον εαυτό μου σε τρίτο πρόσωπο;
Γράφω κρυφά: Ο Αλέξανδρος Παπαδάκος, δικηγόρος και πιστεύει μαχόμενος, στο πλευρό του αδικημένου και του εργαζομένου,παρότι συντηρείται σχεδόν από υποθέσεις διαζυγίων και από μικροδιαφορές που καταλήγουν στα δικαστήρια. Δεν χρειάστηκε ν’ αρχίσει από το τίποτα, βρήκε πολλά τα έτοιμα, έστω κι αν πρόωρος θάνατος της μητέρας του τον έχει σημαδέψει, συχώρα μου την κλίση στους μελλοδραματισμούς, ο Αλέξανδρος Παπαδάκος μεγάλωσε στα χέρια μητριάς. Ευπαρουσίαστος τριαντάρης σήμερα, τριάντα ενός για την ακρίβεια, το 1967 ήταν μόλις οκτώ χρονών, χωρίς αντιστασιακές περγαμηνές λοιπόν, ούτε παπύρους, παλιομοδίτης κάπως, περαστικός και βιαστικός απ’ τα Εξάρχεια, συλλέκτης αναφομοίωτων εμπειριών, παντρεμένος κιόλας, με κόρη σχεδόν δεκαπέντε μηνών, χωρίς μακρύ μαλλί ούτε γένια, με τη γραβάτα του συνήθως διπλωμένη σ’ ένα δερμάτινο χαρτοφύλακα, ευκατάστατος, χωρίς κόμμα, τοποθετημένος κριτικά και ίσως υπεροπτικά απέναντι στο σύνολο, αισθάνεται καλύτερος απ’ άλλους συναδέλφους, πιο έξυπνος, πιο έντιμος, πιο ειλικρινής, σπάνια συναντάς άνθρωπο με αυτογνωσία, αυτοειρωνεύεται, κανένας δεν αναγνωρίζει στα σοβαρά πως είναι βλάκας ή ανέντιμος ή ένοχος, πόσοι τυφλώνονται;
Μόνον ο Οιδίποδας δεν άντεξε, προνόμιο του ανθρώπου να συνηθίζει και να ανέχεται, χάρισμά του η αθωότητα.Όπως λοιπόν εσύ θα με φαντάζεσαι ν’ ακούω τις πεινασμένες γάτες στους σωρούς των σκουπιδιών και να αφουγκράζομαι το αλύχτισμα των σκύλων από τα Τουρκοβούνια, εγώ θα βλέπω ασυγκίνητος τον εαυτό μου, και πέρσι ασυγκίνητος τον έβλεπα, σκυφτό σε κόλλες άγραφες σ’ ένα δωμάτιο που χωρίζεται με συρόμενη απ’ το καθιστικό, κι έτσι στριμώξαμε τραπεζαρία-σαλόνι σ’ ένα χώρο οχτώ επί πέντε, η πεθερά μου απαρχής κουφόβραζε, ας ετοιμάζει τις υποθέσεις του στη Σόλωνος ο δόχτορας! Αγνόησέ την, εμένα παντρεύτηκες. Μόνον λοιπόν ο Οιδίποδας δεν άντεξε και αρχίζω μόλις να καταλαβαίνω πως γίνομαι ήρωας σε βιβλίο, ας μην είμαι σκωπτικός αυτή τη νύχτα του Ιωάννου του Προδρόμου, με την κρυάδα του λευκού ως την ψυχή μου, ο τόσος σαρκασμός θα μπορούσε να θεωρηθεί οίηση και ο μύθος του Οιδίποδα σ’ ένα βιβλίο ελληνικό θα ήταν παράταιρος, μακριά, Αλέξανδρε, από τις θεωρίες, δεν είσαι και για τα βαθιά, δεν είμαι ο πολυμήχανος, ο άνθρωπος που θα μπορούσε να επιτύχει ή να ξεγελάσει, ακόμη και τις πιο εύκολες, τις ασήμαντες, θα έλεγα, υποθέσεις μου στο δικαστήριο ανά πάσα στιγμή κινδυνεύω να τις χάσω, διαρκώς χάνω στα πρακτικά και στα τρέχοντα, δεν ενδιαφέρομαι, ούτε βαυκαλίζομαι ότι εγώ με τη φωνή ή με τις πράξεις μου θα μπορούσα ν’ αλλάξω τον κόσμο, θα αλλάζει ο κόσμος κι εγώ θα γερνώ, όποιος αρνείται να γεράσει αμαρτάνει.
Αν είχες τελειώσει κάποια σχολή της βόρειας Ιταλίας, την Αρχιτεκτονική ας πούμε, αν ήσουν άνεργος στα μίζερα εκείνα, τα νεοδημοκρατικά χρόνια της Δεξιάς,το ΠΑΣΟΚ, μόλις ανέβαινε στην εξουσία, θα μπορούσε σίγουρα να σε τακτοποιήσει, θα μπορούσε να σε στείλει διπλωματικό ακόλουθο στην Ουγγαρία ή στη Ρουμανία, με εκαντόν τριάντα ή εκατόν σαράντα ή εκατόν πενήντα χιλιάδες μισθό το μήνα, συν το πλιάτσικο, εποχή που ο μισθός του απλού εργαζόμενου δεν ξεπερνούσε τις είκοσι χιλιάδες – έχω απόψεις που κανέναν δεν ενδιαφέρουν, για τις κλαγγές Πασών των Ρωσιών και το διεκδικούμενο οκτάωρο των ανθρακωρύχων στη Σιβηρία, για τα καρφιά και για τις μοιρασιές, από τον Χέγκελ στον Μαρξ και από τον Μαρξ στον Λένιν και από του Τρότσκι το θρυμματισμένο κρανίο στου Στάλιν την κυλισμένη σημαία και από της Ρόζας το κοντύτερο πόδι στα ξυλοπόδαρα του ευρωκομουνισμού και από τον υπαρκτό σοσιαλισμό στο πτώμα του Τσαουσέσκου και από τους σοσιαλδημοκράτες στους σοσιαλφασίστες, πνευστά πολλά, πίπιζες και νταούλια, νάνι σ’ ένα παραμύθι χωρίς τέλος, έπειτα από πενήντα-εξήντα χρόνια, κι ας μην είμαι προφήτης, Νεοέλληνας είμαι,ένας άλλος Τσαουσέσκου θα μιλάει για το καλαμπόκι του λαού κι ένας άλλος Χόνεκερ θα σύρεται από το χειρουργείο στη φυλακή, κι έπειτα από μένα οι λαοί θα θριαμβεύουν και θα σκύβουν το κεφάλι εκκολαπτόμενοι δολοφόνοι, εγώ όμως θα έχω λιώσει, ένας μικρός σωρός θαμπά, πορώδη οστά στους πρόποδες του Υμηττού Κυριακή ψυχρή και ανάποδη. Την μπουκάλα το ουίσκι της αδειάζω σε δυο νύχτες, μια ιστορία περπατάει μέσα μου, οι ιστορίες, θα μου πεις, δεν περπατούν, πες το.
Ο δικηγόρος της βιντεοταινίας έχει πιαστεί στα δίχτυα μιας σατανικής γυναίκας,σαπουνόπερα σβήνουν στ’ αυτιά μου, κι έτσι, με τον άτυχο δικηγόρο που θα καταλήξει, αν και αθώος στη φυλακή, θυμωμένος, και ας μην μου έχει φταίξει σε τίποτα ο πράσινος διπλωματικός ακόλουθος, και κόκκινος να ήταν, ολόιδιος θα ’ταν, και βένετος να ήταν, τρισχειρότερος, σου τηλεφώνησα για τα χρόνια πολλά, εγώ κρατώ τους τύπους και με κρατούν, αν μιλούσαμε λίγο ίσως να ηρεμούσα, κι έτσι, μισομεθυσμένος, παρακολουθώ τη βιντεοταινία, δεν χρειάζεται φαντασία για να μαντέψω ότι ο γοητευτικός δικηγόρος θα καταλήξει στη φυλακή, του ξένου μόνο, που με έχει γραπώσει, δεν μπορώ ακόμη να προβλέψω το τέλος του – δεν του έκανε, λέει, πια εντύπωση η αχαριστία των ανθρώπων, στερεότυπη φράση του, διότι, βέβαια, τόσο χρόνια στην πιάτσα, ξέρει πολύ καλά ότι οι άνθρωποι είναι φόλες και αχάριστοι ή ότι έστω δεν είναι μαθημένοι να σου αναγνωρίζουν το καλό που τους έκανες. Κουνούσε μόνο το κεφάλι κι αναστέναζε, κατέθετε κάθε Σάββατο στην κυρά του το βδομαδιάτικο, οι κοκέτες του άρεσαν να τις βλέπει, να τις κόβει στο δρόμο, τη δική του την ήθελε μαζεμένη. Όταν την έβλεπε να στολίζεται, μούτρωνε σαν να του τα φόρεσε κιόλας η συμβία του, από έρωτα την είχε πάρει και για πέντε έξι χρόνια δεν την χόρταινε, τον ξεψύχησε όσο να την γκαστρώσει, αλαμπρατσέτα στο δρόμο κι αλληθώριζε μήπως του απιστήσει και ξενοκοιτάξει, έπειτα πέρασαν αυτά, τον ένοιαζε μόνο το κούτελό του, κυρία μου, ό,τι έκαμες το ’καμες, ό,τι έζεσες το ’ζησες, τώρα ο νους σου τα παιδιά και στο νοικοκυριό, πεταμένα λεφτά τα λούσα, πεταμένα τα κομμωτήρια. Αλλά κι αυτός, χρόνια ολόκληρα με δυο παντελόνια κι ένα ζευγάρι παπούτσια, φροντιστήριο τα παιδιά, αγγλικά, τίποτα να μην τους λείψει, και με την κιθάρα και τη φυσαρμόνικα, να σπουδάσουν τα κακομαθημένα, να ζήσουν καλύτερα.
Κάπως έτσι, με τα εγγονάκια και με το σουβλιστό αρνί στο χωριό κάθε Πάσχα,με το κασετόφωνο στη διαπασών και με το τσάμικο, θα έκλεινε η βιοπάλη του Αντώνη Λύτρα και της Θάλειας, το γένος Μπακλέζου, ώσπου κάτι έγινε. Πώς έφτασαν αυτοί οι άνθρωποι κι έχασαν τη σειρά τους; Πώς κύλησαν στο χαντάκι; -Ηώ κρατίστη, δεν είμαι θαυματοποιός. Έχω μείνει για την αντιβίωση της μικρής, που μοιάζει κάπως, το είπες κι εσύ όταν επιτέλους μας καταδέχτηκες, πέρυσι δεν την είχες ακόμη γνωρίσει κι όποτε τηλεφωνιόμαστε, ρωτούσες πώς είναι και τι κάνει, αχ, πόσο σ’ έχω επιθυμήσει, Άκη, μου λες πάντα, δεν κάνεις την παραμικρή κίνηση για να συναντηθούμε, και ας συνορεύουν σχεδόν τα γραφεία μας, όσο εσύ δεν ευκαιρείς, είμαι κι εγώ πνιγμένος στις υποθέσεις μου. Στις είκοσι επτά Δεκεμβρίου, αν θυμάμαι καλά, και θυμάμαι, πέρυσι, τη μεθεπομένη των Χριστουγέννων, σε είχα δει να έρχεσαι καταπάνω μου, αγέρωχη στα μαύρα, βιαστική σαν να σε κυνηγούσαν, άλλαξα πανικόβλητος σχεδόν πεζοδρόμιο και χώθηκα σε μια βιτρίνα για να σε αποφύγω, παρότι θα ήθελα να πιούμε έστω έναν καφέ και να μιλήσουμε, θα ήθελα και για τον Κύρκο να σε ρωτήσω, εσύ ήσουν που τον έλεγες ταξικό εχθρό, έκαμα μετανιωμένος να τρέξω να σε προλάβω, δεν ήθελα να πολυσκαλίζω τι μας έχει τόσο αποξενώσει, σε άφηνα άλλοτε να πιστεύεις πως με εξομολογείς, όσο κι αν είμαι εγωιστής, εσύ πότε μου φέρθηκες με ειλικρίνεια; Σε σκέφτομαι δαγκώνοντας ένα καλοξυσμένο μολύβι, έχουν κατέβει αγριόγατες από τα Τουρκοβούνια, σαπουνόνερα σβήνουν στ’ αυτιά μου, ακούω το ψυγείο στην κουζίνα και σε βλέπω μ’ ένα κλωνάρι ανθισμένης μυγδαλιάς στην κηδεία του πατέρα μου, ήμαστε στο πρώτο έτος της σχολής κι όπως με κοίταζες με κοκκινισμένα μάτια, μου ’χε περάσει προς στιγμήν από το μυαλό πως θα μπορούσαμε να παντρευτούμε, μα ήταν η ώρα πιο πολύ που με έφερνε κοντά σου, τότε δεν ήξερα ακόμη ότι η Ισμήνη, η μητριά μου, θα μου φερθεί τόσο καλά, ποτέ της δεν με χάιδεψε, έπειτα όμως από το θάνατο του πατέρα σαν να έγινα ο γιος της, και σήμερα μας νοιάζεται, αγαπάει το μωρό, κάνει δώρα στη Μαρία, σκύβει πάντα το κεφάλι, ποτέ της δε μας αντιμίλησε, χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την οικοδομή μας στην Πεντέλη.
Ας μην ήταν στέρφα και θα σου ’λεγα! Ίσως και να ’χεις δίκιο, ενεός μένω εμπρός στη λογική της Μαρίας,το πώς μπορεί να αιτιολογεί τα πάντα, όπως κι εσύ, δεν τους ανέχεται τους εύκολους συναισθηματισμούς, αφού θα τη γηροκομήσουμε, μας οφείλει, λέει ψυχρά και σαν να κιτρινίζει το ασπράδι του ματιού της, δεν είναι αντικοινωνική ή αγέλαστη, το αντίθετο, κι όμως από τότε που την γνώρισα δεν έχει φίλες, πολλές γνωστές για τη μόδα και τις συνταγές, ούτε μια φίλη όμως για τα ουσιώδη, μου αρκείς εσύ, πριν από εμένα ούτε καν ένα δεσμό, αν το ’χα καταλάβει, ίσως και να μην τολμούσα να την αγαπήσω, υπάρχει κάτι το άκαμπτο στις χειρονομίες της, σαν να μην έχει κλάψει ή πονέσει, και αυτό, εμένα, έρχονται στιγμές που με παγώνει – σε σκέφτομαι λοιπόν απόψε που πρωταρχίζω, όχι μόνο γιατί μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε μαζί, αλλά και γιατί ήσουν πάντα απορριπτική παραλήπτρια, ακόμη κι αν δεν υπήρχες θα ήμουν αναγκασμένος να σε επινοήσω, θα γράφω και θα απευθύνομαι σ’ εσένα και θα σε φαντάζομαι με την αποδοκιμασία στα μάτια προτρεπτική να με σπρώχνεις.
Για ένα μυθιστόρημα θα έδινα ακόμη και την ψυχή μου,μεγάλα λόγια, θα μου πεις, άλλοι τη δίνουν για έναν λουτροκαμπινέ: Τη Νομική τελειώναμε όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του ’81, είχαμε κατέβει στην Ομόνοια, θυμάσαι εκείνα τα τραγούδια και τα κόκκινα λάβαρα, ένα ποτάμι, ένα κίνημα λαού που ξεχείλισε, θα έλεγες ποτέ χαλκογραφία το καμένο δάσος; Έρχεται έπειτα, δεν το ’ξερα, η εποχή να μαζευτούν τα νερά κι ένας λαός στη λάσπη. Ιλύ να τη λες, μα από την ιλύ καρπίζουν τα χωράφια των φτωχών. Θα ’μπαινε κάποτε το ποτάμι στην κοίτη του, δεν το ’χα σκεφτεί, ποια ήταν άραγε η κοίτη του ΠΑΣΟΚ; μην το ξεχνάς, σ’ έχω για να μ’ ακούσεις, ας φαίνεται ο τόνος μου απολογητικός, ουδέποτε εξομολογήθηκα, ακόμη κι εκείνες τις φορές που είδα τον εαυτό μου γονατισμένο να παρακαλεί ή να προσεύχεται, ακόμη κι όταν ένιωσα πολύ κοντά στις ιδέες που θα επιθυμούσα να με περιβάλλουν, ήξερα πως την αλήθεια τη δική μου, ποτέ δεν θα μπορούσες να την καταλάβεις, άλλη η Μικρά Ασία και άλλη η Αστόρια, άλλα θα είναι τα δικά σου και άλλα τα δικά μου, εσύ κι εγώ άλλα θα αναζητούμε, άλλα θα εικονίζει του πουλιού το πέταγμα για εσένα κι άλλα για εμένα, έστω κι αν πριν από μας κι έπειτα από μας αυτό το πέταγμα συμβόλιζε και θα συμβολίζει όσα ο άνθρωπος δεν μπόρεσε και ούτε θα μπορέσει, φτερά στην πλάτη κανενός μας δεν φυτρώνουν, άλλος θα είμαι εγώ κι άλλη εσύ, προς δόξαν του ανθρώπου που φιλοδόξησε να διαβρώσει το πλατωνικό του κέλυφος… οι σοφιστές για χάρη μας είχαν τόσο ξεπέσει και καλά τους πληρώσαμε, ώσπου χαμήλωσαν τη νοσταλγία και στα δικά σου μέτρα και στα δικά μου, θα βλέπω βιντεοταινίες και θα ταξιδεύω, τα πραγματικά ταξίδια με αφήνουν αδιάφορο, μήνες πολλούς φανταζόμουν έναν άγνωστο στην Ομόνοια -
Η Μάρω Δούκα αφηγείται ιστορίες με τέχνη, ζωντανεύει τα πρόσωπά της, κινεί με επιδεξιότητα νήματα παράλληλα ανάμεσα στον κόσμο των πραγμάτων και στον κόσμο του μυαλού, όπως στο τελευταίο της έργο, την Ουράνια μηχανική. Αγγίζοντας προβλήματα υπαρξιακά στην ουσία τους, μέσα από τον εφήμερο αλλά καθοριστικό χαρακτήρα της ελληνικότητάς τους, αναζητεί τον πυρήνα της ευτυχίας, καταγράφοντας την αντίφαση της πραγμάτωσής της μέσα σε έναν κόσμο που τη μάχεται σε όλα τα επίπεδα. Αυτή η σύνθετη οπτική, που τη διαφοροποιεί τόσο από τους αμιγώς ρεαλιστικούς συγγραφείς όσο και από τους θεράποντες του φανταστικού, εκφράζεται κατά κύριο λόγο στο ύφος της, στις συνεχείς αναλήψεις της αφήγησης, στην τεθλασμένη ευθεία των γεγονότων ή στο παροξυσμό τους, που μοιάζει να εκπορεύεται άμεσα από τη συμπύκνωση των βιντεοπαιχνιδιών στο τελευταίο της έργο, στον εσωτερικό μονόλογο που κατακρημνίζει κομμάτια ολόκληρα συνείδησης υπέρ της αλήθειας του ήρωα. Αν όπως έλεγε ο Ρ. Μπαρτ ο ρεαλισμός έχει οριστεί πολύ περισσότερο σε σχέση με το περιεχόμενο παρά με την τεχνική του, η Δούκα μας δίνει μια απολύτως σύγχρονη και μοντερνιστική εκδοχή της τεχνικής αυτής. [Τιτίκα Δημητρούλια ]