Πολλά Προποτζίδικα τριγύρω και οι είμαι-είσαι-είναι μανιώδεις κυνηγοί της Τυφλής, της πιο Ωραίας Γκόμενας, της Άχρωμης Θεάς Τύχης. Τύχη και τοίχοι. Η τύχη χαρίζει, η τύχη χωρίζει. Η Τύχη μπορεί ξαφνικά να σε χτίσει μέσα σ’ ένα αδιαπέραστο τείχος. «Χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, μεγάλα και υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ, άλλο δεν σκέπτομαι, τον νου μου τρώγει αυτή τη τύχη»
Όλα τα σπίτια της παιδικής ηλικίας θα έπρεπε να ανοίγουν στη μνήμη σαν τριαντάφυλλα… Όμως εκείνο το σπίτι έρχεται προς το μέρος μου, αφήνοντας μέσα σε μια λεπτή ομίχλη τους αρμούς του, έτοιμο ν’ ανοίξει σαν ματωμένο τριαντάφυλλο όταν σκύβω άλλη μια φορά πάνω από το μυστικό του… Το σπίτι, πλησιάζοντάς με, μικραίνει, σε λίγο σε πολύ λίγο, μου φτάνει μέχρι τα γόνατα: δεν χρειάζεται να σηκωθώ στις μύτες των ποδιών, για να διακρίνω μέσα τους τρεις ανθρώπους, σε μια μυστική, τελεσίδικη χορογραφία. Ελάχιστα τα χρώματα, λίγο κίτρινο, από μια μικρή λάμπα για τη νύχτα, τρυπάει κι αραιώνει το πηχτό γκρίζο. Οι δυο άνθρωποι πιο φανεροί, ο τρίτος κρυφός, να μπαίνει κρυφά, να έχει στο σώμα κάτι από τσακισμένο αιλουροειδές. Κι αυτό που με ξυπνάει είναι οι πιτσιλιές στο πρόσωπό μου που μυρίζουν αίμα… [από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ]
ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ (από το βιβλίο της Μαρίας Μήτσορα ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ 2006)
Ένα βράδυ στην τύχη:στο κεντρικό θεωρείο, μ’ ένα μπουκέτο μενεξέδες στο βαθύ ντεκολτέ, σκύβει προς την αίθουσα. Κλέβει με τα κιάλια την παράσταση.
Ένα απόγευμα στην τύχη:την ώρα που ο ήλιος γέρνει και το δωμάτιο γέρνει. Η ηρωίδα τώρα κάθεται μπροστά σ’ ένα μεγάλο τραπέζι. Τούφες καπνού. Ξεμαλλιασμένο και το δωμάτιο. Κι εκείνη ιδρωμένη από κρυφή, από φανερή υπερένταση. Αυτή την ώρα που δεν περνάει. Ακόμα κι ένα περιοδικό ποικίλης ύλης, ακόμα και οτιδήποτε, αλλά όχι αυτή η ώρα που δεν περνάει. Την χωρίζουν μία ώρα και είκοσι λεπτά από την ικανοποίηση της επιθυμίας της. Τα δάχτυλά της παίζουν νευρικά πάνω στο τραπέζι. Η διάθεσή της γέρνει. Αυτό το έργο το ξέρω. Αυτό το έργο το ξέρει. Τι περιμένει να γίνει; Να τραβήξει κουπί πάνω από την κοιμισμένη λίμνη της αιωνιότητας; Να ζήσει σ’ έναν σπόρο που τον καταψύχουν τον χειμώνα; Να συνέλθει ή να αναστηθεί, απροσπέλαστη, σχεδόν ιερή. Μόνο με την υποψία του φόβου, χωρίς τον ίδιο το φόβο. Μόνο με την υποψία του έρωτα, χωρίς τον ίδιο τον έρωτα. Και τώρα υπολείπονται άλλα πενήντα οχτώ λεπτά.
Κάπως έτσι πέρασαν ατέλειωτα απογεύματα, όπου μέσα τους αιωρούνταν άγραφα τα ημιτελή κομμάτια από διάφορες ιστορίες, περιπλεγμένες και ατελέσφορες και ζιζανοειδείς.Όπως εκείνη του πλανόδιου ταχυδακτυλουργού, που κατοικούσε μέσα σε μία χαμηλά ιπτάμενη ντουλάπα, με γούνινη επένδυση από λευκό κουνέλι, που υπάκουα ζωντανεύει, χάνει για λίγο η ντουλάπα τη φόδρα της, ενώ το ζώο ξεπροβάλλει μέσα από γυαλιστερό ημίψηλο καπέλο και τα διάφορα είδη ήχων που συνοδεύουν την παράσταση παίζουν κυνηγητό και πολλαπλασιάζονται σχεδόν με πυρετό.
Είμαι κι εγώ ένας πλανόδιος ταχυδακτυλουργός, που απεχθάνεται τις χαμηλές θερμοκρασίες, την υγρασία στις κλειδώσεις και στις αρθρώσεις.Κάνω μέρα παρά μέρα τράμπα το παλιό μου πάθος με πρωινό υποκατάστατο. προτιμώ υποκατάστατο πρωινό καφενείο, με νερουλό νεσκαφέ, απέναντι από ψαράδικο. Το πάτωμα του ψαράδικου καλυμμένο με χιόνι, εκεί απέναντι όπου διακρίνονται σε ημιζωή τα ψάρια. Το χιόνι μόνο εκεί, στα γαλάζια ράφια, να λείπει από εδώ, να λιώνει μακριά μου. Εδώ ας εισβάλλει ακόμα και ζέστη από καταλύτες, του δρόμου που είναι πολυσύχναστος. Γιατί στο καφενείο, μέσα για μέσα, μια σόμπα πετρελαίου ζεσταίνει μόνο τον εαυτό της. Γωνιακό και ασύντακτο το καφενείο. Τα Σάββατα, είναι ωραία η θέα της λαϊκής και τα υπαίθρια λουλουδάδικα, μπροστά στη τζαμαρία μου. Τριγύρω στη γειτονιά πολλά Προποτζίδικα και οι είμαι-είσαι-είναι μανιώδεις κυνηγοί της Τυφλής, της πιο Ωραίας Γκόμενας, της Άχρωμης Θεάς Τύχης. Τύχη και τοίχοι. Η τύχη χαρίζει, η τύχη χωρίζει. Η Τύχη μπορεί ξαφνικά να σε χτίσει μέσα σ’ ένα αδιαπέραστο τείχος. Και τότε η φράση του Καβάφη «Χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, μεγάλα και υψηλά τριγύρω μου έχτισαν τείχη και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ, άλλο δεν σκέπτομαι, τον νου μου τρώγει αυτή τη τύχη» Και για παρηγοριά η φράση του Σεφέρη «Το φως τρίβοντας διαμαντικά στα τείχη». Κι αν το φως ιδρώσει ξαφνικά διαμαντικά στους κροτάφους κάποιας, που σε μια περιπλανώμενη ιστορία φοράει μενεξέδες στο βαθύ ντεκολτέ και το έχει ξαναδεί το έργο, όπως το έβλεπα κι εγώ κάθε απόγευμα, όταν ο ήλιος έγερνε και η διάθεση έγερνε μέχρι να…
Περιπλανώμενες ιστορίες, περιπλανώμενες εικόνες και σκηνές ολόκληρες αναμνήσεων.
Οι ήρωες της Μαρίας Μήτσορα συνήθως λογοδοτούν στη γεωμετρία του ΤΥΧΑΙΟΥ, στη μεταφυσική του ΤΙΠΟΤΑ, στην ποίηση του ΛΑΧΤΑΡΩ. Το ίδιο πράττει και η ΜΕ ΛΕΝΕ ΛΕΞΗ σ’ αυτή την παραβατική μυθιστορηματική αυτοβιογραφία της. Περιφέρεται, εντός και εκτός σελίδας, μ’ ένα ανικανοποίητο αίσθημα αποχαιρετισμού ερώτων (διάβαζε: εξημερωμένων θανάτων), ταξιδιών (λαβύρινθων αυτοπαρατήρησης) ιστοριών (μασκαρεμένων σιωπών). Η γραφή της Μήτσορα βυθίζει τον αναγνώστη, με ανελέητο μάυρο κέφι, στο παραδεισένιο μηδέν του ξανακερδισμένου εαυτού [από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου]