Τότε είδα αυτόν με τις τρεις θανατικές καταδίκες να κάνει αίτηση χάριτος και να παρακαλάει, να γράφει απανωτά στους δικούς του μήπως μπορέσουν και την καθυστερήσουν ωσότου περάσει το μεγάλο κακό, τον είδα να τρέμει μόλις άνοιγαν το κιγκλίδωμα οι φύλακες, ας ήτανε ακόμα και να μοιράσουνε γράμματα. Είχαν αρχίσει να στήνουν στον τοίχο.
[ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, είναι μια σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων με καθαρά προσωπική γραφή και με τη διάσταση της εμπειρίας από την αρρώστια και τον επικείμενο θάνατο. Στο στερνό αυτό έργο του ο Μάριος Χάκκας αποσπώντας από το θάνατο κομμάτι κομμάτι τις μέρες και τις ώρες του, καταγράφει απελπισμένος αυτή τη βαθμιαία και φρικιαστική αποκόλληση από τη ζωή: αισθήσεις, παραισθήσεις, αναμνήσεις, απολογισμούς, παραλογισμούς και οράματα.Πάντα εν βρασμώ ψυχής με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής νεοελληνικής πραγματικότητας]
Μπήκα στη φυλακή με τη θέλησή μου.Ήταν τότε τα ηρωικά λεγόμενα χρόνια, συνέβαλαν ίσως και κάποιες οικογενειακές παραδόσεις, γιατί η γιαγιά μου μόλις γεννήθηκα ευχήθηκε «και στα βουνά καπετάνιος» κι η μάνα μου με νανούριζε το τραγούδι της Αρετούσας (από τους πρώτους στίχους «θλιβερά μαντάτα» κι «εξορίες»). Όλα συνέτειναν να χωθώ μέσα.
Φυσικά η απόφαση βγήκε από κάτι αγριλοκούς (στα κορακίστικά μου κωλόγερους), που με βλέπανε ψηλά απ’ την έδρα σαν την μύγα, κι ίσως εκδικιόνταν τα νιάτα μου, όμως το ’θελε κι ο οργανισμός μου λιγάκι, το τραβούσε που λένε το αίμα μου.
Πάντως, άσχετα αν το τραβούσε ο οργανισμός μου, εκείνα τα καθίκια δεν έπρατταν καλά να μοιράζουν τα χρόνια σάμπως κουλούρια. Δεν έχουν ζήσει ούτε μέρα εκεί μέσα, αλλιώς πολύ θα το σκέφτονταν να ρίξουν δέκα, δεκαπέντε και είκοσι. Έτσι που σκέφτομαι, αν ποτέ έρθει μια δική μου κατάσταση, να τους χώσω μέσα για ένα εξάμηνο, όχι παραπάνω, χωρίς φυσικά να έχουν φταίξει σε τίποτα, έτσι μόνο και μόνο να καταλάβουν τι εστί καταδίκη, και μετά τους ανεβάζω πάλι στην έδρα για να σπάζω πλάκα πώς θα βγάζουν τους πάντες αθώους. Βέβαια είναι κάτι ακατόρθωτο, γιατί όπως είναι σκατόγεροι, ένας ένας ξεβρομίζουν τον τόπο και η δική μου κατάσταση ακόμα αργεί, μπορεί και να μην έρθει ποτέ τόσο δύσκολη κι απαιτητική που την έκανα, δεν έχω πια οπαδούς και στον τελευταίο που εξομολογήθηκα το σχέδιο μου αυτός αντιπρότεινε να τους τραβήξουμε λιγάκι απ’ τη γραβάτα.
Εκείνο που με σκυλιάζει περισσότερο είναι που με κατάφεραν να μην τους βρίσω.Μετάνιωσα βέβαια από την πρώτη στιγμή κι ίσως γι’ αυτό εκτραχύνομαι τώρα μια και τότε φέρθηκα κόσμιος. Άλλοι τους τα σούρανε μέσα στην αίθουσα, όπως εκείνος που του ρίξανε τρεις καταδίκες στην πλάτη κι αυτός αντί ευχαριστώ τους είπε να πάρουνε τ’ αρχίδια του μετά την Τρίτη εκτέλεση και να τα κάνουνε καπνοσακούλα, αν φυσικά δεν τα είχαν τρυπήσει οι σφαίρες. Ήταν ηρωικά τα χρόνια τότε και θεωρούσα τιμή μου να κοιμάμαι στα μεταγωγά δίπλα σε κάτι ποντίκια τριάντα πόντους και βάλε. Τον πρώτο καιρό έδειχνα πολύ ευτυχής κι όλο χαμογελούσα στους άλλους, καμιά φορά και στα ντουβάρια, ακόμα και στους φύλακες, ώσπου κάποιος μου άστραψε μια σφαλιάρα γιατί νόμιζε πως τον κοροϊδεύω. Μετά από αυτό το περιστατικό όταν επιχειρούσα να χαμογελάσω έβγαινε μια γκριμάτσα φρικτή και με τον καιρό το πρόσωπό μου έπηζε τσιμέντο. Είχε περάσει οριστικά η εποχή της αφέλειας.
Μου ερχότανε πολλές φορές να πιάσω τα σίδερα και να φωνάξω «βγάλτε με, βρε, άλλαξε τώρα η θέλησή μου», αλλά εκείνοι επέμεναν πως πρέπει να επιμείνω στην αρχική, μάλιστα είχανε πράκτορες ανάμεσά μας που έλεγαν «δεν είναι σωστό ν’ αλλάζει κανείς». Τότε είδα αυτόν με τις τρεις θανατικές καταδίκες να κάνει αίτηση χάριτος και να παρακαλάει, να γράφει απανωτά στους δικούς του μήπως μπορέσουν και την καθυστερήσουν ωσότου περάσει το μεγάλο κακό, τον είδα να τρέμει μόλις ανοίγαν το κιγκλίδωμα οι φύλακες, ας ήταν ακόμα και να μοιράσουνε γράμματα. Είχαν αρχίσει να στήνουν στον τοίχο.
Έκανα πια παρέα με τους πιο απελπισμένους, με κείνους που ’καναν βόλτα στα κόντρα του προαυλίου στενά. Δε νοιάζονταν ούτε για εφημερίδα, ούτε στην ομάδα ανήκαν, είναι ζήτημα αν τριγύρω τους υπήρχαν κι οι άλλοι. Τους πλησίαζα μήπως και μάθω αν βρίσκομαι μέσα ακόμα με τη θέλησή τους. Δεν μπόρεσα να εξιχνιάσω ποτέ τις περιπτώσεις αυτές.
Μόνο ο Γιώργης, μονομιάς τρελός, ο μοναδικός που ανακάλυψα να παραμένει μέσα με τη θέλησή του.Μ’ έπαιρνε στο κέντρο του προαυλίου και συζητούσαμε χαμηλόφωνα, γιατί γύρω τριγύρω η φυλακή ήταν γεμάτη ραντάρ και μας κατασκόπευαν, κάθε βράδυ οι αντίπαλοι βομβάρδιζαν τα κελιά με κοβάλτιο γι’ αυτό το πρωί βγαίναμε λιποθυμισμένα κοτόπουλα, κι όχι φυσικά γιατί ήταν λιγοστός ο αέρας. Στο κέντρο του προαυλίου ήταν το πεύκο. Εκεί δενόμασταν με μια φανταστική τριχιά και φέρναμε βόλτα όπως στ’ αλώνι τα άλογα. Ο Γιώργης κρατούσε την εξωτερική πλευρά, έκανε ένα κουτσό βηματάκι για να συνταιριάξει το βήμα του με το δικό μου και άρχιζε σπρώχνοντάς με προς το δένδρο σιγά-σιγά, κάθε γύρο έχανα και μερικά εκατοστά, ώσπου στο τέλος ο κύκλος μίκραινε τόσο που ήμουν αναγκασμένος να κουτουλήσω στο δένδρο. Τότε μου ανέπτυσσε τη θεωρία του για τα καρότα. Κοβάλτιο, ραντάρ, ακτίνες Χ, που εξαπέλυαν οι σκοτεινές δυνάμεις, όλα εξουδετερώνονταν με τα καρότα κι έβγαζε ένα από την τσέπη της λερής του χλαίνης, το μασουλούσε, ήθελε να μου προσφέρει, αλλά πάντα αρνιόμουνα, αγανακτούσε που δυσπιστούσα ακόμα μετά από τόση καθοδήγηση, πολλές φορές τον τσάκωσα έτοιμο να με στριμώξει πάνω στο δένδρο, να με λυντσάρει εκεί, τα μάτια του άστραφταν, αλλά τι να έκανα αφού δεν είχα πειστεί, μια σκέψη είχε κολλήσει μες στο μυαλό μου: «Και όταν δεν είναι η εποχή του καρότου;» τόλμησα κάποτε. Με κοίταξε δύσπιστα: «Είσαι κι εσύ ανθρακωρύχος» Έτσι έλεγε όσους υπέσκαπταν την ενότητα της φυλακής, και μ’ έκανε πέρα.
Καλύτερα. «Έπιασα τοίχο» στο πηγάδι κι έκανα τις βόλτες όσο μπορούσα πιο μεγάλες, μακριά πάντα από το επικίνδυνο δένδρο, μόνος, κατάμονος, δεν ήθελα πια θεωρίες, ερμηνείες κι απόψεις, δεν ήθελα τίποτα, μόνο μετρούσα μέρες, μήνες και χρόνια, κι όλο ανέβαινα από λίγο τον τοίχο ώσπου κάποτε έφτασα και στο χείλος. Ένα κομμάτι θάλασσα, ένα ποτήρι αρμύρα, στον ουρανίσκο πίκρα. Μικρές οι πόρτες των σπιτιών κι όλες ν’ ανοίγουν προς τα μέσα, ένα ντιβάνι και πάνω μια γυναίκα ξαπλωμένη, δίπλα μια μπάντα με πουλιά. Ωραίος ο κόσμος. Εδώ ας σταθώ κι ας αγναντέψω λίγο, με τη βαλίτσα μου στο χέρι, χρόνια μέσα και μερικά βιβλία. Αυτή είναι και η θέλησή μου να βλέπω σπίτια, θάλασσες, βουνά.
Την επόμενη που μου είπαν να ξαναμπώ μέσα με τη θέλησή μου τους απάντησα πως δεν θα μπορέσω. «Μα γιατί, είσαι δικός τους», επέμεναν οι άλλοι από πάνω, «είσαι δικός μας», έλεγαν οι άλλοι από κάτω. «Κανενός. Επιτέλους είμαι δικός μου».
[Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά βασανισμένος άνθρωπος που στα πεζογραφήματά του απέδωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου. Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου]