Προσπάθησε να περιγράψει στο ποίημα πώς ένιωθε σαν μια λευκή αστραπή και σαν την αίσθηση του ηλεκτρισμού όταν άκουγε το αίμα του να τρέχει ορμητικό καθώς θα ένιωθε το τρένο να ορμάει και να ξεμακραίνει και θα έβλεπε τα αστέρια να περιστρέφονται για λίγο…
ΤΗΝ ΕΛΕΓΑΝ Κριστίν. Δὲν ἔβρισκε τὸν τρόπο νὰ τῆς μιλήσει, ἔτσι τῆς ἔγραψε ἕνα ποίημα στὸ ὁποῖο τὴ σύγκρινε μὲ τὴ νότια γραμμὴ τοῦ σιδηροδρόμου Μπέρλνιγκτον Νόρθερν, ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη Φὸρτ Κόλινς. Τῆς μίλησε γιὰ τὸν τρόπο ποὺ συνήθιζε νὰ στέκεται στὶς γραμμὲς τῶν τρένων στὴ λάμψη τοῦ προβολέα. Τοῦ ἄρεσε νὰ παραμερίζει καὶ νὰ στέκεται στὴν ἄκρη τοῦ στρωτήρα γιὰ νὰ νιώσει τὸν κρότο στὰ κόκαλά του. Ἀνάμεσα στὸ σπινθήρισμα ἀπὸ τὶς στάχτες καὶ τὴ χαρὰ ποὺ ἔνιωθε, ἡ μηχανὴ μποροῦσε σχεδὸν νὰ τὸν γονατίσει. Ὁ ρυθμικὸς κτύπος τῆς μηχανῆς μέσα του θὰ ἐξασθένιζε ὥσπου νὰ γινόταν ἕνας ἁπλὸς ἦχος, καὶ μετὰ τὰ βαγόνια —κάποια ἀπὸ αὐτὰ στρίγκλιζαν καθὼς τραντάζονταν—θὰ ἔκαναν τὸ χαρακτηριστικὸ ἦχο κλὶκ κλάκ. Θὰ διάλεγε ἕνα βαγόνι καὶ τρέχοντας θὰ αἰωροῦνταν πάνω στὴν ἀνεμόσκαλα. Θὰ ἔνιωθε τὸ νυχτερινὸ ἀεράκι στὰ μαλλιά του καὶ τὰ πλησιέστερα βαγόνια θὰ εἶχαν μιὰ μουσικὴ ὁλότελα δική τους, ἕνα ρυθμὸ ποὺ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀκούσει ἂν ἁπλὰ στεκόταν κοντὰ στὶς γραμμὲς καθὼς περνοῦσαν. Ἡ κόρνα θὰ ἀκουγόταν γιὰ τὴν τελευταία διασταύρωση, ὅπως ἕνα γλυκὸ τζὰζ τραγούδι. Ἔπειτα, ἀκόμα κι ἀπὸ ἀπόσταση πενήντα βαγονιῶν, θὰ ἔνιωθε τὴ δόνηση τῆς μηχανῆς νὰ δουλεύει ἐντατικά. Θὰ ὀνειρευόταν γιὰ μιὰ στιγμὴ ποὺ θὰ κρατιόταν σφικτά, νὰ ἀρμενίζει πάνω στὸν σύνδεσμο τῆς ἀποβάθρας μέσα στὴ νύχτα, νὰ ταξιδεύει σκυμμένος καὶ μὲ τὶς ἀρθρώσεις του νὰ μουδιάζουν ἕως ὅτου τὸ φῶς τῆς ἡμέρας νὰ τοῦ φανέρωνε τοὺς κόκκινους λόφους τοῦ Νέου Μεξικοῦ καὶ νὰ ἔνιωθε τὴ μυρωδιὰ τοῦ ἄγριου κυπαρισσιοῦ στὸν ἀέρα. Ὕστερα θὰ ἐγκατέλειπε τὸ ὄνειρο γιὰ νὰ παρατηρήσει πόσο γρήγορα πετοῦσαν ἀπὸ κάτω του οἱ στρωτῆρες. Θὰ ἔγερνε στὸν ἄνεμο στὰ ὅρια τῆς πόλης, καὶ θὰ ἄφηνε τὸν ἑαυτό του στὸ κενὸ καὶ σὰν προσγειωνόταν τρέχοντας μὲ μιὰ μανία ποὺ θὰ ἔνιωθε σὲ ὅλη του τὴ σπονδυλικὴ στήλη, ἕνα σὸκ ποὺ θὰ ἔνιωθε σὰν μιὰ λευκὴ ἀστραπὴ καὶ σὰν τὴν αἴσθηση τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, καὶ θὰ ἔτρεχε ἀδιάκοπα στὰ τυφλὰ καὶ μερικὲς φορὲς θὰ σκόνταφτε στὰ ἀποκαΐδια, θὰ ἔγδερνε τὶς ἀρθρώσεις του καὶ θὰ χτυποῦσε τὸ γόνατό του. Ὅταν ἐπιτέλους θὰ σταματοῦσε, θὰ ἄκουγε τὸ αἷμα νὰ τρέχει ὁρμητικὸ πρὸς τὰ αὐτιά του γιὰ ἀρκετὴ ὥρα καθὼς θὰ ἔνιωθε τὸ τρένο νὰ ὁρμάει καὶ νὰ ξεμακραίνει, καὶ θὰ ἔβλεπε τὰ ἀστέρια νὰ περιστρέφονται γιὰ λίγο κι ὅταν θὰ πήγαινε σπίτι θὰ ἔνιωθε ἕνα ἁπαλὸ κουδούνισμα στ’ αὐτιά του.
Προσπάθησε νὰ τὸ περιγράψει αὐτὸ στὸ ποίημα, τὸ ὁποῖο ἦταν τέσσερις σελίδες καὶ κατέληγε:
Θέλω νὰ σὲ ὁδηγήσω σπίτι, Κριστίν,
Καὶ ὄχι μόνο. Θέλω νὰ σὲ πάρω σὲ πρωινὰ
Τσουχτερά, ψυχρὰ καὶ μελαγχολικὰ
Καὶ νὰ μὴ χρειαστεῖ νὰ κάνω τὴν ἴδια διαδρομὴ ποτὲ ξανά.
Δὲν ξαναεῖχε νέα της, οὔτε κὰν γιὰ νὰ τὸν πληροφορήσει ὅτι παρέλαβε τὸ ποίημα. Ἄλλωστε ποιά γυναίκα θέλει νὰ ἀκούσει ὅτι εἶναι σὰν τὴ νότια γραμμὴ τοῦ σιδηρόδρομου Μπέρλνιγκτον Νόρθερν;
[Μπροὺς Χόλαντ Ρότζερς (BruceHollandRogers), Η Νότια γραμμή του σιδηροδρόμου Μπέρλνιγκτον Νόρθερν: Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James, DeniseThomasandTomHazuka, eds., FlashFiction– 72 veryshortstories, NewYork, London: W.W. Norton& Company, 1992.Ο Μπροὺς Χόλαντ Ρότζερς (BruceHollandRogers)ζεῖ στὸ Γιουτζὶν τοῦ Ὄρεγκον καὶ παλιότερα ζοῦσε στὸ Λονδίνο. Τὰ διηγήματά του ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ πολλὰ περιοδικά.
Πρώτη δημοσίευση στις «Ιστορίες Μπονζάι, Η Αισθητική του μικρού», ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα από το λογοτεχνικό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά: Ἀλεξάνδρα Κωνσταντίνου. Φοιτήτρια τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20οῦ αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης]