Εξαντλημένος και ιδρωμένος μάζεψα τα υπολείμματα των ονείρων, που είχαν επιφέρει ρίγη σε κάθε κομμάτι του ανύπαρκτου κορμιού του. Όνειρα πληκτικά και απαθή, τα οποία μασούσε αργά δίχως δυνατότητα επιλογής, όνειρα πόνου, εγκατάλειψης και φόβου, τα οποία προσπαθούσε ν’ αφανίσει εντελώς για να ελευθερώσει τον ύπνο του…
Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει. Έτγκαρτ Κέρετ, λάτρης της μικρής φόρμας και θιασώτης του αλόκοτου με όπλο του το χιούμορ, ο ισραηλινός συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι στο ψυγείο», Εκδόσεις Καστανιώτη
Έτγκαρ Κέρετ, Η θρεπτική αξία του ονείρου
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα και βρήκα τρομαγμένος τον Έγκστερναχ να τρώει το όνειρο στο οποίο σε είχα ονειρευτεί.Πήδηξα απ’ το κρεβάτι μου οργισμένος και του έκοψα τη μύτη μ’ όλη μου τη δύναμη. Ο Έγκστερναχ παράτησε τα υπολείμματα του ονείρου, εγώ όμως δεν υποχώρησα και συνέχισα να τον βαράω. Ακόμα κι όταν σύρθηκε κάτω από το κρεβάτι και έχασε την αισθητή μορφή του, δεν σταμάτησα να χτυπώ τη ρευστή πλέον σιλουέτα. Στο τέλος σταμάτησα. Εξαντλημένος και ιδρωμένος μάζεψα τα υπολείμματα του ονείρου.Δεν είχε αφήσει και πολλά, μόνο το μαύρο αθλητικό παντελόνι που φορούσες, το άτολμο χαμόγελό σου και μια κάποια επαφή μεταξύ μας, δεν ξέρω ποια – ίσως μια αγκαλιά.
Ο Έγκστερναχ είχε φάει τα πάντα γύρω-γύρω και είχε αφήσει μονάχα αυτή, απογυμνωμένη. Απέμεινα ξαπλωμένος στο πάτωμα φορώντας μόνο το εσώρουχό μου, κάθιδρος, απελπισμένος και σιωπηλός. Ώρες υπομονετικού ύπνου, περιμένοντας να έρθει το όνειρο. Και τώρα –τίποτα, χειρότερα κι από τίποτα, μία και μόνο υποψία γεύσης, που πέφτει στο στόμα μου από μία ανύπαρκτη γρανίτα. Κάτω απ’ το κρεβάτι ακούγεται ένα τρομερό κλάμα. Ήταν ο Εγκεστερναχ. Αρχικά νόμισα ότι ήταν κλάμα πόνου –είχα άλλωστε καταφέρει φοβερά χτυπήματα στη σιλουέτα, δεν υπήρχε όμως ούτε ίχνος πόνου στο δυνατό λυγμό. Δοκίμασα τα δάκρυα του Έγκστερναχ που κυλούσαν στο πάτωμα του δωματίου και η γεύση τους μου φάνηκε γλυκιά– ο Έγκστερναχ έκλαιγε από ευτυχία και τα δάκρυά του μου περιέγραφαν την υπέροχη γεύση του ονείρου, που είχε επιφέρει ρίγη σε κάθε κομμάτι του ανύπαρκτου κορμιού του. Ο λυγμός του μου αποκάλυψε όλες εκείνες τις μακριές νύχτες που περίμενε κάτω απ’ το κρεβάτι μου, τρεφόμενος απ’ τα κομμάτια των ονείρων μου. Όνειρα πληκτικά και απαθή, που προκαλούσαν αηδία, τα οποία μασούσε αργά, δίχως δυνατότητα επιλογής, όνειρα πόνου, εγκατάλειψης και φόβου, τα οποία προσπαθούσε να αφανίσει εντελώς για να ελευθερώσει τον ύπνο μου, και τα οποία τόσο συχνά παρέμεναν σφηνωμένα στο λαιμό του κάνοντάς τον να υποφέρει. Κάθε νύχτα ο Έγκστερναχ κατάπινε επί ώρες απάθεια και πόνο, αφήνοντας τον ύπνο μου ήρεμο και σκοτεινό, κι απόψε επιτέλους ανταμείφθηκε, χόρτασε την άγρια πείνα του και για λίγο ήρθε σ’ επαφή με μια εναλλαγή στο κενό. Το σώμα του γνώρισε κάτι πέρα απ’ το τίποτα. Η ανατολή είχε σχεδόν φτάσει και η σκιώδης παλάμη του συντρόφου μου γλίστρησε έξω απ’ το κρεβάτι, δείχνοντας το κέντρο του δωματίου, τα κομμάτια του ονείρου που μου είχαν απομείνει: τη φόρμα, το χαμόγελο, τη μεθυστική επαφή που δεν γνώριζα τη φύση της, τα χλομά δάχτυλά της που έμοιαζαν να λένε: «Να, φίλε μου, άφησα κάτι καλό και για σένα».
Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού; - από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου