… Αυτός του ανοίγει και το βάζει στο δωμάτιο. Κάθονται εκεί, ακίνητοι και σιωπηλοί, μέχρι που πέφτει η νύχτα. Τότε ο άνθρωπος σηκώνεται, «Συγγνώμη» λέει, «αύριο πάλι», κι ανάβει το φως.
[Απομίμηση ζωής ετούτη η ζωή. Σκηνογραφία, Πόρτα ζωγραφισμένη σ’ ένα τυφλό ντουβάρι όπου ΚΑΠΟΙΟΣ εξημέρωσε, κάποτε, μια μοναξιά. Από θηρίο της ερήμου ζώο την έκανε οικόσιτο, κι ήτανε τρυφερή και διακριτική και στην αφή τόσο απαλή, πιο απαλή ακόμα και από γάτα. Τώρα, πώς έγινε και, έτσι ξαφνικά, αυτή η τόσο εξημερωμένη μοναξιά τον κατασπάραξε, κανείς δεν ξέρει!]
Τι θα δειπνήσουμε αγάπη μου, απόψε (από τη συλλογή ΤΟΤΕ ΠΟΥ Η ΣΙΩΠΗ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ κι άλλα ασήμαντα περιστατικά, Νεφέλη/ βιβλία 2000)
ΤΙ ΘΑ ΔΕΙΠΝΗΣΟΥΜΕ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ, ΑΠΟΨΕ;
«Βότσαλα θα δειπνήσουμε και πέτρες»
«Και τι θα πιούμε, αγάπη μου, απόψε;»
«Γάλα συκιάς και δροσερό θαλασσινό νερό θα πιούμε»
«Ω, πόσο είναι αλήθεια, αληθινή η ρήση ότι ο έρωτας περνά απ’ το στομάχι! Με τέτοια εδέσματα, με τέτοια θεία ποτά που μου προσφέρεις, έρωτά μου, πώς να μην σ’ έχω μέσα στην καρδιά μου… Κι ως επιδόρπιο, καλή μου, τι θα φάμε;»
«Μα, την καρδιά σου, αγαπημένε, την καρδιά σου, κι ύστερα, θα χωθώ στην αγκαλιά σου, ν’ ακούω το χτύπο του κενού, τη μουσική του άδειου ουρανού»
Της άρεσε η καρδιά του
Της άρεσε η καρδιά του, ω πώς της άρεσε!Κι είναι τόσο χαρούμενη, τόσο ευτυχισμένη που, επιτέλους, την κρατά μέσα στα χέρια της, ζεστή, σπαρταριστή, αιμάσσουσα, μόλις ξεριζωμένη απ’ τα υπέροχα, γαμψά, αρπαχτικά της νύχια.
Μια χελώνα
ΜΙΑ ΧΕΛΩΝΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΒΡΕΦΟΣ ΤΗΣκαι που την κόβει στους μαστούς το γάλα και που την κόβει ο πόνος στο μυαλό, υιοθετεί μια πέτρα και την ντύνει με τις πάνες του μωρού. Η πέτρα όμως απεχθάνεται το γάλα, της αρέσει η ζεστή αγκαλιά, δεν κλαίει, δε στριγκλίζει, αλλά απεχθάνεται το γάλα! Όσα και να της κάνει χάδια η μάνα της, αυτή αρνείται να βυζάξει.
Ο πόνος στους μαστούς και το μυαλό, τρελαίνει τη χελώνα, βροντά την πέτρα καταγής και την πατάει. Νιώθει μιαν άγρια ανακούφιση. «Αχάριστα παιδιά», ουρλιάζει, «αχάριστα παιδιά», σχεδόν χαρούμενη.
Κάποιος φύτεψε ένα δένδρο
ΚΑΠΟΙΟ΅ΦΥΤΕΨΕ ΕΝΑ ΔΕΝΔΡΟ,ίσια το φύτεψε, ευθυτενές να γίνει, τον ουρανό να σημαδεύει η κορυφή του.
Άνεμος δυνατός, ωστόσο, το ερωτεύτηκε κι επίμονα χαϊδεύοντάς το, μέρα-νύχτα, το έπεισε προς την ανατολή να γείρει τόσο που η κορυφή του άγγιξε σχεδόν το χώμα.
Εκείνος που το φύτεψε, ένιωσε προδομένος, πήρε τσεκούρι κι άρχισε να το λιανίζει, ουρλιάζοντας, έξω φρενών: «Εγώ σου πρόσφερα τους ουρανούς κι εσύ κυλιέσαι μες τη λάσπη!»
ΕΝΑΣ ΤΥΡΑΝΝΙΣΜΕΝΟΣ ΑΠ’ ΤΗ ΜΕΡΑ ΚΙ ΟΣΑ ΑΥΤΗ ΤΟΥ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ, χαρίζει στο χαρτί, άγρια χαράματα, τούτο το γράμμα: «Νύχτα, καλή μου, ξημερώματα σου γράφω αυτό το γράμμα. Με νοσταλγία στο γράφω. Καλά καλά δεν έφυγες και σ’ έχω κιόλας πεθυμήσει. Γύρνα ξανά σε μένα, νύχτα μου, γρήγορα γύρνα! Με πονά το φως με τις βελόνες του! Γύρνα ξανά με τ’ απαλό, μαύρο βελούδο σου, τα μάτια θα μου βγάλει αυτό το φως με τις βελόνες του, τυφλός θα μείνω δίχως το σκοτάδι σου»