Κι όμως, τέρμα, οριστικόν κανένα δεν υπάρχει, όπως και νόμος απόλυτος κανείς. Καμιά φορά μεσ’ στου χειμώνος την καρδιά η άνοιξις ανθίζει και μέσα στου θέρους την ακμή βρίσκει κανείς χειμώνα. Ωστόσο, για να ξηρανθεί η άνοιξις μεσ’ στον βαρύ χειμώνα, πρέπει να είναι μπορετό να γίνει κάποτε μεσ’ στην καρδιά του ανθρώπου αιθρία σαν ποίημα επιθαλάμιον γλυκύ…
ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ ΤΟΝ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΝ ΒΟΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΣΙ:Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμα βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η γεύση των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών χτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ’ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές καιο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε κορμί: τα ρούχα πέτα, γδύσου, τίποτα μην φοβάσαι, Έαρ, Χειμώνα, Θέρος – όπου κι αν είσαι – είναι η ρομφαία μου μαζί σου!
ΟΙ ΕΠΟΧΕΣ: Τοπία βροχερά του φθινοπώρου, με απώλειαν των νηπενθών ανθέων, με ακαριαίας πτώσεις φύλλων, και βαθμιαίαν σβέσιν των φωνών του υψηλού καλοκαιριού, εις παραλίας και αιγιαλούς, όπου το κύμα, ηπίως επελαύνον, εδρόσιζε τα σώματα με ιριδίζοντας αφρούς, πριν χαμηλώσει η εποχή πάσης ευθαλασσίας, πριν πέσει εις την αφάνειαν ο ύψιστος του θέρους μην.
Δρόμοι ασφάλτου που οδηγούν εις πόλεις του χειμώνος,με λεωφόρους οιμωγών και αποτροπαίων φόνων, για την τιμή του αδελφού, για το κρασί που εχύθη, για κάτι χωρίς όνομα που δεν το σκεπάζει η λήθη, με άσπρες και μαύρες συμφορές που τρίζουν στα δοκάρια, σαν τα σχοινιά των κρεμασμένων, όταν ο άνεμος κινεί τα αιωρούμενα κουφάρια – τούτα τα αδιάβλητα, τεράστια εκκρεμή της μοίρας των λυπομανών.
Χειμών βαρύς που επέρχεται σαν αμαξοστοιχία,κάτω από θόλον χαμηλόν νεφώσεως πυκνής – ταχεία που σπεύδει όπου θαρρούν τινές ότι ροδίζει, εκεί, μια τηλαυγής αφετηρία και άλλοι, ότι το τέρμα σφύζει εκεί, ατμού καπνός.
Κι όμως, τέρμα, οριστικόν κανένα δεν υπάρχει, όπως και νόμος απόλυτος κανείς. Καμιά φορά μεσ’ στου χειμώνος την καρδιά η άνοιξις ανθίζει και μέσα στου θέρους την ακμή βρίσκει κανείς χειμώνα.
Ωστόσο, για να ξηρανθεί η άνοιξις μεσ’ στον βαρύ χειμώνα, πρέπει να είναι μπορετό να γίνει κάποτε μεσ’ στην καρδιά του ανθρώπου αιθρία σαν ποίημα επιθαλάμιον γλυκύ, πρέπει να μην υψώνονται επ άπειρον μεσ’ την ψυχήν σωρείται, σωρείται βαρείς και αποκλειστικοί όπως στο μέγα ποίημα «Χαούλ» του Γκίνσμπεργκ όπως στου Κόρσο το «Αλκατράζ».
Και ιδού που μολονότι διάβασα ξανά αυτά τα δύο ποιήματα,στο τέλος- τέλος του Σεπτέμβρη, εδώ στη θερινή και ηδονική Γλυφάδα, τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι, τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης, σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα, και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου, και αντηχούν επάνω από τις στέγες οι κυλιόμενες βροντές των αεροπλάνων, και αναπνέω τις μυρωδιές της μουσκεμένης Γης, σκεπτόμενος: «Μα βρίσκομαι στην Αττική ή στην υγρή μυστηριακή κοσμόπολη της Λόντρας», τώρα που μεσ’ στον κήπο μας απόμειναν λίγα, ελάχιστα λουλούδια και πέφτει στη βεράντα μας το σούρουπο νωρίς, εδώ, που ακόμη προ μηνός επάλλοντο στο φλογερό τους οίστρο τα τζιτζίκια και τώρα, και τώρα πίπτουν κεραυνοί και ουρλιάζουνε, την νύχτα, στις αυλές, αβάτευτοι οι δέσμιοι σκύλοι, απόψε, που πάλι διάβασα στις βραδινές εφημερίδες και των μεγάλων και μικρών ειδήσεων τις συμφορές: (Μια γυναίκα ηυτοκτόνησε βάζοντας φωτιά στα ρούχα της – Ο Κ.Π., με ένα φυσίγγιο δυναμίτιδος στο στόμα, έθεσε τέρμα στη ζωή του) παρόλα ταύτα ή μάλλον, ακριβώς για όλα αυτά, ιδού, που τούτη τη βραδιά του φθινοπώρου, που ίσως να προμηνά βαρύ χειμώνα, και μολονότι ξαναδιάβασα τον Γκίνσμπέργκ και τον Κόρσο (που και οι δυο με συγκινούν πολύ) δεν μου ’ρχονται στο νου, ούτε του ενός ούτε του άλλου οι στίχοι, μα επάνω από τους ουρλιαχτούς, τους ολολύζοντας του «Χάουλ» ανέμους, τις οιμωγές της οικουμένης και τις κραυγές του Αλκατράζ, σε τούτη τη βραδιά του φθινοπώρου, όχι των άλλων ποιητών, μα του αρχαγγέλου PersyByssheοι πτερωτοί, κορυδαλλένιοι στίχοι:
…………………………………..
Be through my lips to unawakened earth
the trumpet of a prophecy! O, Wind,
if Winter comes, can spring be far behind?
ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΑΙ ΠΤΩΣΕΙΣως πτώσεις αγγέλων εις βάραθρα ουρανών,ως κεραυνοί ή ως πλήγματα επάλληλα ραγδαίως πίπτοντα της Μοίρας, έπιπταν επί των πτώσεων αι πτώσεις και έτσι ανάβλυσαν (μοιραίως) στα χείλη των Ελλήνων, με καθαράν και πλήρη προφοράν, με ακατάσχετον ορμήν, ως πάθους φλογερού εκσπερματώσεις, αι λέξεις: επίπτωσις και επιπτώσεις.
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ από το βιβλίο του ΟΚΤΑΝΑ (ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρεία 1980). Με μια εικόνα να κοσμεί τη φαντασία των λέξεων ικανών να φοριούνται απ’ την ανάποδη και σ’ όλα τους τα μεγέθη.