Έχω το κλειδί αλλά δεν ξέρω ποια πόρτα ανοίγει. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς μιλάω πάντα για Όνειρα. Ποτέ για τη ζωή
Όναρ
Ο ήλιος μεσουρανούσε παραδόξως ολημερίς.Το ξενοδοχείο είχε πολλούς αλλά μικρούς χώρους. Διάδρομοι, σκάλες, φωταγωγοί. Ηλιόλουστο αλλά, κατά κάποιον τρόπο, στενόχωρο. Μόνο τα κρεβάτια μεγάλα. Πού και πού και τα τραπέζια.
Αυτός γεροδεμένος, με γκρίζα μαλλιά, ντυμένος στα μαύρα, με κοιτούσε επίμονα.Τα γυαλιά του κάπως θαμπά και ιδρωμένα φώτιζαν παράξενα το βλέμμα του. Χείλη καλογραμμένα, φιλήδονα. Τα ένιωθα πάνω μου κι ας έτρωγαν, έπιναν ή γελούσαν. Ο πόθος ύπουλος μού πάγωνε τα δάχτυλα. Θα μπορούσα να σκοτώσω για χάρη του.
Η γυναίκα σχεδόν όμορφη, παρόλα τα χρόνια της.Μαλακό δέρμα, απαλές γραμμές σ' ένα αφράτο κορμί. Λευκότητα, χαμόγελα, χάρη. Μαζί τους ένα μελαχρινό κορίτσι με πυρόξανθες τούφες στα μαλλιά. Λεπτό, μικροκαμωμένο σώμα νεράιδας. Αέρινη κίνηση, θλιμμένο βλέμμα, τα χείλη της άγρια. Τα ρουθούνια τρεμόπαιζαν. Ήθελα πολύ να την πλησιάσω και να την διώξω ταυτόχρονα.
Στο λευκό τους κρεβάτι τα σκούρα της μαλλιά ζωγράφιζαν Μέδουσες.Αυτή, μισοσκισμένα εσώρουχα. Εκείνος, γυμνός. Η γυναίκα γαλήνια, καθισμένη σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, τους κοίταζε πίνοντας τσάι.
Όταν μ' αγγίζει, παθαίνει κρίσεις επιληψίας, έλεγε χαϊδεύοντας εκστασιασμένος το κορίτσι. Μάτια κενά, υγρά τα χείλη, συστραμμένα τα μέλη. Ψιθύριζε λέξεις λαγνείας.
Θα έρθω, του είπα. Σε λίγο θα έρθω και θα την σώσω.
Κλείνοντας λαχανιασμένη την πόρτα πίσω μου, το δωμάτιο χάθηκε.
Είχε πολλή ζέστη εκείνο το καλοκαίρι και εγώ δεν είχα ούτε ένα ρούχο ν' αλλάξω.
Όναρ
Ο ήλιος μεσουρανούσε παραδόξως ολημερίς.Το ξενοδοχείο είχε πολλούς αλλά μικρούς χώρους. Διάδρομοι, σκάλες, φωταγωγοί. Ηλιόλουστο αλλά, κατά κάποιον τρόπο, στενόχωρο. Μόνο τα κρεβάτια μεγάλα. Πού και πού και τα τραπέζια.
Αυτός γεροδεμένος, με γκρίζα μαλλιά, ντυμένος στα μαύρα, με κοιτούσε επίμονα.Τα γυαλιά του κάπως θαμπά και ιδρωμένα φώτιζαν παράξενα το βλέμμα του. Χείλη καλογραμμένα, φιλήδονα. Τα ένιωθα πάνω μου κι ας έτρωγαν, έπιναν ή γελούσαν. Ο πόθος ύπουλος μού πάγωνε τα δάχτυλα. Θα μπορούσα να σκοτώσω για χάρη του.
Η γυναίκα σχεδόν όμορφη, παρόλα τα χρόνια της.Μαλακό δέρμα, απαλές γραμμές σ' ένα αφράτο κορμί. Λευκότητα, χαμόγελα, χάρη. Μαζί τους ένα μελαχρινό κορίτσι με πυρόξανθες τούφες στα μαλλιά. Λεπτό, μικροκαμωμένο σώμα νεράιδας. Αέρινη κίνηση, θλιμμένο βλέμμα, τα χείλη της άγρια. Τα ρουθούνια τρεμόπαιζαν. Ήθελα πολύ να την πλησιάσω και να την διώξω ταυτόχρονα.
Στο λευκό τους κρεβάτι τα σκούρα της μαλλιά ζωγράφιζαν Μέδουσες.Αυτή, μισοσκισμένα εσώρουχα. Εκείνος, γυμνός. Η γυναίκα γαλήνια, καθισμένη σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, τους κοίταζε πίνοντας τσάι.
Όταν μ' αγγίζει, παθαίνει κρίσεις επιληψίας, έλεγε χαϊδεύοντας εκστασιασμένος το κορίτσι. Μάτια κενά, υγρά τα χείλη, συστραμμένα τα μέλη. Ψιθύριζε λέξεις λαγνείας.
Θα έρθω, του είπα. Σε λίγο θα έρθω και θα την σώσω.
Κλείνοντας λαχανιασμένη την πόρτα πίσω μου, το δωμάτιο χάθηκε.
Είχε πολλή ζέστη εκείνο το καλοκαίρι και εγώ δεν είχα ούτε ένα ρούχο ν' αλλάξω.