Ένας άνθρωπος έχει, ή πιστεύει πως έχει ένα σπουδαίο φίλο. Δεν τον έχει δει ποτέ και το γεγονός είναι πως αυτός ο φίλος δεν μπόρεσε ποτέ, ως τα τώρα, να τον βοηθήσει, μα υπάρχουν εκ μέρους του χειρονομίες πολύ ευγενικές και γράμματα γνήσια δικά του. Εν τούτοις υπάρχουν εκείνοι που αμφισβητούν αυτές τις χειρονομίες και γραφολόγοι βεβαιώνουν πως είναι αμφίβολες οι επιστολές. Ο άνθρωπος, στον τελευταίο στίχο, θέτει το ερώτημα: Κι αν αυτός ο φίλος ήτανε ο …Θεός;
«Με το να είμαι τυφλός, ζω μέσα στη μοναξιά. Έχω φίλους, βέβαια, αλλά δεν είναι δυνατό να μου αφιερώσουν όλο το χρόνο τους. Έτσι, περνώ ένα μεγάλο μέρος της μέρας μου μόνος. Όλες αυτές τις ώρες, τις περνώ ονειροπολώντας. Έχω πάντα στο νου μου μια ιστορία που θα γίνει διήγημα ή ποίημα. Έχω την τάση να μετατρέπω τα πάντα σε λογοτεχνία. Δε θα ’λεγα πως είναι το επάγγελμά μου. Είναι η μοίρα μου. Ζω μέσα στη λογοτεχνία» Ο Μπόρχες ψάχνει πάντα τις πιο επικίνδυνες κι ωστόσο ποτέ τους αποτυχημένες αναλογίες. Το γράψιμό του τιμωρεί σταθερά την κοινοτοπία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ματαιογνωσίας, απεχθάνεται τους φιλολογισμούς» και ρέει με κανονική απλότητα. Ιδού…
Οι πρόδρομοι του Κάφκα (από το βιβλίο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες Ο ΔΗΜΙΟΥΓΟΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1980)
Μια μέρα μου ’ρθε η ιδέα ν’ απαριθμήσω τους προδρόμους του Κάφκα. Είχα εξ αρχής αντικρίσει αυτό το συγγραφέα σαν έτσι μοναδικό, όσο στα εγκώμια των ρητόρων ο φοίνικας, κι απ’ την πολλή μαζί του την αναστροφή πίστεψα πως ανεγνώρισα τη φωνή του, μέσα σε κείμενα από διάφορες γραμματείες κι από διάφορες εποχές. Θα μνημονεύσω εδώ μερικά από αυτά, με τη σειρά τους τη χρονολογική.
Το πρώτο δεν είναι άλλο απ’ το λογικό παράδοξο του Ζήνωνα που αρνιέται την κίνηση.Ένα κινούμενο οπού βρίσκεται στο Α (αναφέρει σχετικά ο Αριστοτέλης) δεν θα μπορέσει ποτέ να φτάσει στο σημείο Β, γιατί θα πρέπει πρωτύτερα να διανύσει το μισό της αποστάσεως που τα χωρίζει, και πρωτύτερα το μισό του μισού τούτου, και ξανά το μισό του μισού τούτου του μισού τούτου, κι έτσι επ’ άπειρον. Η μορφή του περιβόητου αυτού προβλήματος είναι ακριβώς εκείνη του Πύργου! Το κινούμενο, το βέλος κι ο Αχιλλέας είναι οι πρώτοι καφκικοί ήρωες της φιλολογίας.
Στο δεύτερο από τα κείμεναπου μου προμήθεψε τυχαία το διάβασμα, η συγγένεια δεν υπάρχει στη μορφή, μα στο ύφος. Πρόκειται για κάποιον απόλογο του HanYu, συγγραφέα του ένατου αιώνα… Να η μυστηριώδης παράγραφος που με σταμάτησε: «Δέχονται γενικά πως ο μονοκέρατος είναι ένα ζώο υπερφυσικό και γούρικο, έτσι λένε οι Ωδές, τα Χρονικά, οι βιογραφίες των δοξασμένων ανθρώπων, χωρίς να λογαριάσουμε και άλλα κείμενα που το κύρος τους δεν είναι λιγότερο ασυζήτητο. Τα παιδιά επίσης κι οι γυναίκες του λαού ξέρουν πως ο μονοκέρατος είναι ευνοϊκός οιωνός. Αλλ’ αυτό το ζώο δεν το λογαριάζουν ανάμεσα στα κατοικίδια ζώα, δεν είναι εύκολο να το συναντήσεις, δεν μπαίνει σε καμιά κατηγορία. Δεν είναι όπως το άλογο ή ο ταύρος, ο λύκος και το ελάφι. Θα μπορούσαμε έτσι να βρεθούμε κατάντικρυ σ’ ένα μονοκέρατο και να μη ξέρουμε αν πρόκειται πραγματικά για μονοκέρατο. Ξέρουμε πως τέτοιο ζώο σκεπασμένο με τρίχες είναι άλογο, πως τέτοιο ζώο με κέρατα είναι ταύρος. Δεν ξέρουμε πώς είναι ο μονοκέρατος».
Το τρίτο κείμενο προέρχεται από μια λιγότερο απρόβλεπτη πηγή:τα έργα του Κίρκεγκορ. Κανένας δεν αγνοεί την πνευματική συγγένεια των δύο συγγραφέων, αλλά και κανένας απ’ όσο ξέρω, δεν έχει ακόμη σημαδέψει το γεγονός πως ο Κίρκεγκορ αφθονεί, καθώς ο Κάφκα, σε θρησκευτικές παραβολές με συμβάντα της σύγχρονης αστικής ζωής ωσάν βάση. Η μία είναι η ιστορία ενός παραχαράκτηπου, μ’ αδιάκοπη επαγρύπνηση, ελέγχει τη γνησιότητα των χαρτονομισμάτων της Αγγλικής Τράπεζας. Ο Θεός, με τον ίδιο τρόπο, θα ’τανε δύσπιστος απέναντι στον Κίρκεγκορ και ίσα-ίσα επειδή τον ήξερε δελεασμένον α’ την αμαρτία θα του εμπιστευότανε μιαν ιερή αποστολή. Η υπόθεση της δεύτερης είναι οι εξερευνητικές αποστολές στο Βόρειο Πόλο. Οι δανοί εφημέριοι θα διακήρυχναν απ’ τον άμβωνα πως η συμμετοχή σε παρόμοιες αποστολές είναι ωφέλιμη για της ψυχής την αιώνια σωτηρία. Θα παραδέχονταν ωστόσο πως είναι δύσκολο να φτάσει στον Πόλο κανείς, αδύνατον ίσως, και πως όλοι δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν την περιπέτεια. Τελικά, θα έλεγαν πως δεν ενδιαφέρει ποιο ταξίδι – λογουχάρη κι ένα ταξίδι απ’ τη Δανία στο Λονδίνο με το πλοίο της γραμμής ή μια αμαξάδα, όταν τα δει κανείς όπως πρέπει, είναι πραγματικές αποστολές στο Βόρειο Πόλο.
Η τέταρτη από τις προτυπώσεις του Κάφκαπου ανακάλυψα είναι το ποίημα FearsandScruplesτου Μπράουνιγκ, δημοσιευμένο στα 1876. Ένας άνθρωπος έχει, ή πιστεύει πως έχει ένα σπουδαίο φίλο. Δεν τον έχει δει ποτέ και το γεγονός είναι πως αυτός ο φίλος δεν μπόρεσε ποτέ, ως τα τώρα, να τον βοηθήσει, μα υπάρχουν εκ μέρους του χειρονομίες πολύ ευγενικές και γράμματα γνήσια διά του. Εν τούτοις υπάρχουν εκείνοι που αμφισβητούν αυτές τις χειρονομίες και γραφολόγοι βεβαιώνουν πως είναι αμφίβολες οι επιστολές. Ο άνθρωπος, στον τελευταίο στίχο, θέτει το ερώτημα: Κι αν αυτός ο φίλος ήτανε ο …Θεός;
Μνημονεύουν επίσης οι σημειώσεις μου δυο διηγήματα.Το ένα περιλαμβάνεται στις ΒΑΡΒΑΡΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ του Λεόν Μπλουά και αναφέρεται στην περίπτωση μερικών ανθρώπων που μαζεύουν υδρόγειες σφαίρες, άτλαντες, «Οδηγούς δρομολογίων» σιδηροδρόμων και αποσκευές, και που πεθαίνουν δίχως ποτέ να βγουν απ’ το χωριό που γεννήθηκαν. Το άλλο, που έχει τίτλο ΚΑΡΚΑΣΟΝ, είναι έργο του λόρδου Dunsany. Ένας στρατός από αήττητους πολεμιστές ξεκινά μέσα απ’ έναν απέραντο πύργο, υποτάζει βασίλεια, συναντιέται με τέρατα, οργώνει ερήμους και βουνά, μα δεν φτάνει ποτέ στο Καρκασόν, αν και την διακρίνει κάποτε. Ολοφάνερο πως αυτό το διήγημα είναι ακριβώς το αντίθετο του προηγουμένου: στη μια περίπτωση, ποτέ δεν βγαίνουν από έναν τόπο, στην άλλη, ποτέ δεν φτάνουν.
Αν δε γελιέμαι, τα διαφορετικά κείμενα που θύμισα μοιάζουν με Κάφκα, μα όλα δεν έχουν καμιά ομοιότητα μεταξύ τους. Αυτό το τελευταίο είναι το πιο σημαντικό. Στο καθένα από αυτά τα κομμάτια υπάρχει, σε κάποιο βαθμό, η ιδιοτυπία του Κάφκα, αλλά αν ο Κάφκα δεν είχε γράψει, κανένας δεν θα μπορούσε να τη διακρίνει. Για να πούμε την αλήθεια, δεν θα υπήρχε. Το ποίημα FearsandScruplesτου Ρόμπερτ Μπράουνινγκ αναγγέλλει το έργο του Κάφκα, μα έχοντας διαβάσει τον Κάφκα πλουτίζουμε και πονηρεύουμε αισθητά το διάβασμα του ποιήματος. Ο Μπράουνινγκ δεν το διάβαζε όπως το διαβάζουμε σήμερα εμείς. Η λέξη πρόδρομοςείναι απαραίτητη στο κριτικό λεξιλόγιο, θα ’πρεπε όμως να την απαλλάξουμε από κάθε σημασία πολεμικής ή ανταγωνισμού.
Το γεγονός είναι πως κάθε συγγραφέας δημιουργεί τους προδρόμους του. Η προσφορά του τροποποιεί την αντίληψή μας τόσο του παρελθόντος, όσο και του μέλλοντος. Πρόκειται για έναν τύπο σχέσεως, όπου η ομοιότητα ή η πολλαπλότητα των ανθρώπων δεν ενδιαφέρει σε τίποτα.Ο πρώτος Κάφκα, εκείνος του Betrachtung, είναι λιγότερο Κάφκα των αποτρόπαιων μύθων και των φοβερών καταστάσεων, από όσο δεν υπήρξαν κάτι τέτοιο ο Μπράουνινγκ και ο Λόρδος Dunsany.
«Δεν γράφω για μια μικρή ελίτ που δεν την υπολογίζω, ούτε γι’ αυτό το αφηρημένο και τόσο παινεμένο πλατωνικό σύνολο που αποκαλούμε μάζα. Δεν πιστεύω σ’ αυτές τις δύο γενικότητες, τις τόσο αγαπητές στους δημιουργούς. Γράφω για μένα, για τους φίλους μου και για να απαλύνω τη ροή του χρόνου» (ΜΠΟΡΧΕΣ). Οποιοδήποτε απ’ τα σύντομα, ως επί το πλείστον, δοκίμια του Μπόρχες μοιάζουν με αναπτήρες: τη φλόγα δεν την σπαταλούν, ενυπάρχουσα για θαυμαστά τινάγματα. Ο Μπόρχες- δοκιμιογράφος κάνει τις κινήσεις ενός ατίθασου και φανταστικού εκκρεμούς προς εκατό, να πούμε, κατευθύνσεις.