Τα Χριστούγεννα με αρρωσταίνουν. Η Αθήνα απόψε μου φαίνεται παραισθητική. Φώτα και ψεύτικα αστέρια στα καλώδια της ΔΕΗ, βιτρίνες, σακούλες στα χέρια των ανθρώπων. Θλίψη και υποκρισία. Ευχαρίστως θα την άδειαζα μονομιάς… Όταν ήμουν μικρός στον Άη Μαθιά λέγαμε τα κάλαντα και με τα φραγκοδίφραγκα αγοράζαμε φλογέρες. Είναι κάτι σιροπιαστά γλυκά με σουσάμι και μαύρη σταφίδα, δεν ξέρω πώς τα λέτε εσείς. Η μάνα μου μας φόραγε τα καλά μας, να μην εκτεθεί στη γειτονιά, και τρέχαμε με τον αδελφό μου από το χάραμα ως τη νύχτα. Μόλις γυρίζαμε, ανάβαμε το τζάκι και ψήναμε κάστανα και κουκουνάρια. Ο πατέρας μου έβαζε πατάτες και πορτοκαλόφλουδες στη θράκα και η μάνα σέρβιρε το αρνί με τις πατάτες και τη σούπα δίπλα στη φωτιά. Οι παππούδες μας έπιναν κρασί κι έλεγαν ιστορίες από την Κατοχή. Εμείς σαστίζαμε…
Μου τυχαίνει καμιά φορά. Σπανίως, αλλά μου τυχαίνει.Εκεί που περιμένω στην πιάτσα με τα ταξί, να εμφανίζεται πελάτης που έχω ξαναπάρει κούρσα. Τους αναγνωρίζω αμέσως, φυσικά. Είμαι φυσιογνωμιστής. Ονόματα δεν συγκρατώ, πρόσωπα όμως δεν ξεχνάω. Συνήθως είναι πελάτες που παίρνω από τα ΚΤΕΛ ή την πλατεία Καραϊσκάκη και κάνουν σταθερά την ίδια διαδρομή. Αυτές είναι οι καλύτερες πιάτσες του κέντρου. Αράζω εκεί με τους άλλους και λέμε καμιά κουβέντα μέχρι να αδειάσουν τα λεωφορεία στο σταθμό και να αρχίσει το μεροκάματο.
Την είδα που βγήκε στητή απ’ το μετρό.Παρόλο που κόντευε να βραδιάσει φόρεσε το μαύρο γυαλί και σήκωσε το χέρι. Ήμουν πρώτος στη σειρά. Κύλησα δυο τρία μέτρα στο ρελαντί, κατέβηκα και της άνοιξα την πόρτα. Μπήκε χωρίς να με χαιρετήσει. Έβαλα μπρος και την κοίταξα μέσα από το καθρεφτάκι. Περίμενα. Θυμόμουν πως την έλεγαν Λαοκρατία.Παράξενο όνομα, το είχα συγκρατήσει από την άλλη φορά.
«Πάλι εσείς», πέταξε ανέκφραστα. «Ε λοιπόν, από την πρώτη κιόλας στιγμή που σας είδα, τότε, σκέφτηκα πως έχετε όψη μεταπράτη».
Με θυμόταν.
«Τι εννοείτε; Κάνω το μεσάζοντα σε κάτι και δεν το κατάλαβα;», νευρίασα και άναψα τσιγάρο.
Ευτυχώς ήξερα τι σήμαινε η λέξη και δεν έγινα ρεζίλι στην αριστοκράτισσα.
«Κυψέλη», είπε τελικά.
Έβγαλα φλας και βγήκα στο δρόμο. Η κίνηση είχε κόψει κάπως, αλλά η βροχή δεν βοηθούσε και πολύ. Πηγαίναμε σαν τις κότες. Οδηγούσα χαλαρά, τσεκάροντας δεξιά κι αριστερά τους περαστικούς στα πεζοδρόμια.
«Ούτε να το σκεφτείτε», με πρόλαβε και κατάλαβα πως δεν ήθελε διπλή κούρσα.
«Μάλιστα», συμμορφώθηκα αμέσως.
«Πάμε δεξιά στην Πατησίων», μουρμούρισε λίγο πριν βγάλω φλας αριστερά προς Αλεξάνδρας.
Πάλι ξεφεύγαμε από το δρομολόγιο. Όπως και την προηγούμενη φορά, που ήθελε να πάει στην Σπετσών μέσω Δροσοπούλου.Έκανα έναν ελιγμό αυτοκτονίας και έστριψα δεξιά. Ένας γιωταχής μου κόρναρε και μου έριξε μια μούντζα.
«Έχετε καλά αντανακλαστικά», μου έκανε το κομπλιμάν της. «Τα Χριστούγεννα όμως με αρρωσταίνουν. Η Αθήνα απόψε μου φαίνεται παραισθητική. Φώτα και ψεύτικα αστέρια στα καλώδια της ΔΕΗ, βιτρίνες, σακούλες στα χέρια των ανθρώπων. Θλίψη και υποκρισία. Ευχαρίστως θα την άδειαζα μονομιάς».
“Την πόλη;”, ρώτησα.
“Μάλιστα. Την πόλη.Και τώρα θέλω να με πάτε να δω τη θάλασσα», είπε.
Σκέφτηκα πως έπρεπε να ήταν εντελώς τρελή και πως αυτό που λέμε “γνώμη” στην περίπτωσή της ήταν κάτι που άλλαζε υπερβολικά συχνά.
Έστριψα προς Πειραιά. Η κίνηση μπούκωνε τους δρόμους, η Αθήνα πάθαινε νευρικό κλονισμό. Θυμήθηκα την κηδεία του εγγονού της. Εκεί που είχε πει ότι πήγαινε την προηγούμενη φορά, πριν καταλήξουμε σε κείνο το ξενοδοχείο. Δεν αναφέρθηκα στο συμβάν. Στο ράδιο έπαιζε παλιά λαϊκά. Έξω έβρεχε πολύ και είχε σκοτεινιάσει τελείως. Τα μαγαζιά έκλειναν και ο κόσμος αραίωνε. Δυνάμωσα το καλοριφέρ. Ήταν ωραία.
«Τα Χριστούγεννα η Κέρκυρα μοιάζει με καράβι. Τα απογεύματα φυσάει ο Σιρόκος και μυρίζει ο τόπος αγιοσύνη και θαλπωρή. Οι κυράδες μαγειρεύουν ντρέδουλες και μελομακάρονα και ανήμερα ψήνουν γαλοπούλες και αρνί με δάφνες και σταφίδα. Την παραμονή τα παιδιά ξεχύνονται στα καντούνια μαζί με τις μπάντες της Φιλαρμονικής και λένε τα κάλαντα. Απογειώνεται η πλατεία από τις φωνές και τις τρομπέτες. Οι νοικοκυρές φιλεύουν τον κόσμο κουμκουάτ στο χαρτί, αμύγδαλα και κουραμπιέδες. Έχουμε δικά μας κάλαντα εμείς στα χωριά, δεν τα ξέρετε εσείς εδώ στο Νότο».
Δεν ξέρω τι με είχε πιάσει ξαφνικά και θυμήθηκα το νησί μου. Ένιωθα νοσταλγία.
Λίγο πριν το λιμάνι, στα είκοσι μέτρα μπροστά από το ταξί, είδα ένα σκυλί που κούτσαινε στο δρόμο. Κατέβασα ταχύτητα και το προσπέρασα σιγανά. Δεν ήθελα να το τρομάξω. Ένιωθα να με μπουκώνει μια παράξενη λύπη. Στη θάλασσα αχνοφαίνονταν τα φώτα από τα αραγμένα καράβια. Πεζός κανείς. Πάχνη.
«Σπύρος λοιπόν. «Πάμε στην Κέρκυρα; Μπορείτε τώρα;», ρώτησε.
Δεν κατάλαβα αν το εννοούσε ή αν μου έκανε πλάκα.
«Ναι, βάζω πέμπτη και σε κάνα δίωρο θα είμαστε εκεί», αστειεύτηκα επειδή μου φάνηκε πως αυτό ήταν ό, τι πιο ασφαλές μπορούσα να κάνω.
«Πάμε στο αεροδρόμιο. Θα πάρουμε την πρώτη πτήση που θα βρούμε. Θα πάμε στο νησί, θα πιούμε ένα κρασί σε μια ταβέρνα που θυμάστε από παλιά και το πρωί γυρνάμε», συνέχισε. «Δεν μπορεί, θα έχετε κι εσείς τις προσωπικές σας αναμνήσεις».
Γύρισα και την κοίταξα. Νύχτα. Έβγαλα φλας και σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Φύσαγε πολύ. Η βροχή έσκαγε πάνω στα τζάμια. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν σταγόνες από τη θάλασσα, καθαρή αλμύρα. Μετά είδα την εικόνα ενός αχινού που τον παίρνει ο αέρας και προσγειώνεται στο παρμπρίζ, με τα αγκάθια να διαπερνούν το τζάμι και να χώνονται μέσα.
Χωρίς να ρωτήσω τίποτα έβαλα πρώτη και ξεκινήσαμε. Αν εκείνη ήταν μία φορά τρελή εγώ μπορούσα να γίνω δέκα.Σε μια ώρα και κάτι ήμασταν στο αεροδρόμιο, με τα εισιτήρια στο χέρι. Είχα χρόνια να πάω στο νησί. Όλα μου φαίνονταν απίστευτα. Λες και δεν τα ζούσα.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο και καθίσαμε στις θέσεις μας.
«Όταν ήμουν μικρός στον Άη Μαθιά λέγαμε τα κάλαντα και με τα φραγκοδίφραγκα αγοράζαμε φλογέρες. Είναι κάτι σιροπιαστά γλυκά με σουσάμι και μαύρη σταφίδα, δεν ξέρω πώς τα λέτε εσείς. Η μάνα μου μας φόραγε τα καλά μας, να μην εκτεθεί στη γειτονιά, και τρέχαμε με τον αδελφό μου από το χάραμα ως τη νύχτα. Μόλις γυρίζαμε, ανάβαμε το τζάκι και ψήναμε κάστανα και κουκουνάρια. Ο πατέρας μου έβαζε πατάτες και πορτοκαλόφλουδες στη θράκα και η μάνα σέρβιρε το αρνί με τις πατάτες και τη σούπα δίπλα στη φωτιά. Οι παππούδες μας έπιναν κρασί κι έλεγαν ιστορίες από την Κατοχή. Εμείς σαστίζαμε. Το γκρέμισε πρόπερσι ο αδερφός μου το σπίτι, έχτισε διώροφο, τίποτα από τα παλιά δεν έμεινε εκεί πάνω. Τον πόνεσα τον τόπο μου, τόσα χρόνια έχω να πατήσω…».
«Είστε από ένα χωριό που το λένε Άγιο Ματθαίο λοιπόν»,σχολίασε η ονειροπαρμένη. «Πριν γίνει μαθητής του Ιησού, ο Ματθαίος ήταν τελώνης στη Γαλιλαία, άνθρωπος αμαρτωλός, το ξέρατε;».
Ξερόβηξα και σήκωσα τους ώμους. Δεν ήξερα κι ούτε με ένοιαζε να μάθω.
Αυτή συνέχισε να χαζεύει το σκοτάδι σα να μην υπήρχα δίπλα της. Έμοιαζε να μη νοιάζεται για τίποτα. Κοίταξα τα μαύρα ρούχα της και το χέρι όπου την προηγούμενη φορά είχε το διαμαντένιο δαχτυλίδι. Είδα πως έλειπε από το δάχτυλό της. Τα χέρια της ήταν τελείως γυμνά. Μου άρεσαν έτσι όπως τα είχε ακουμπήσει στα γόνατά της με τις παλάμες προς τον ουρανό. Αναρωτήθηκα αν της άρεσε να προσεύχεται ή αν όλα αυτά ήταν τυχαία.
Με το που φτάσαμε στο νησί πήραμε ταξί και κατεβήκαμε στην πόλη. Μαυρίλα παντού, εκτός από τα στολίδια του δημάρχου στα δέντρα και στις κολώνες. Η πλατεία άδεια, στους δρόμους ψυχή. Στον κόλπο της Γαρίτσας ερημιά. Μόνο κύματα και σκοτάδια. Το Ιόνιο στα καλύτερά του. Είχε βρέξει και στην Κέρκυρα όλα ήταν μουσκεμένα. Ένιωθα μια ζεστή ταραχή στα σπλάχνα μου, ένα λίγωμα ωραίο. Τα γόνατά μου τρέκλιζαν. Αν δεν ντρεπόμουν την κυρά θα άρχιζα να κλαίω. Με τον τόπο αυτό υπήρξα ανέκαθεν βαριά ερωτευμένος.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κατεβήκαμε τα σκαλιά του γερο Γισδάκη και πιάσαμε τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, κάτω από τα παλιά βαρέλια. Χάρηκα που το ταβερνείο ήταν ακόμα εκεί. Φάγαμε μπουρδέτο με πιλάφι, κατσικίσιο τυρί και σαλάτα λάχανο με άνηθο και λεμόνι. Ήπιαμε κρασί από το βαρέλι με το καπνισμένο ξύλο, το καλό. Τσουγκρίζαμε και το κατεβάζαμε μονομιάς, σα νεράκι.
Σιγά σιγά ξαναθυμόμουν τις μυρωδιές και τις γεύσεις του νησιού και μέσα μου ξέσπαγε θρήνος.Ο ταβερνιάρης καθόταν αμίλητος στη γωνιά και έπινε ρακή χωρίς να ασχολείται. Μου φάνηκε γερασμένος αλλά ήσυχος. Μισοφευγάτος. Αυτή δε μίλαγε πολύ. Πού και πού άφηνε το πιρούνι της και τσιμπολογούσε λίγο ψωμί. Όταν το έκανε αυτό μου θύμιζε εκείνο το χτυπημένο σκυλί στο δρόμο. Όμως αυτό δεν της το είπα. Χάρη σε κείνη την αλλοπρόσαλλη γυναίκα βρισκόμουν μετά από τόσο καιρό στο νησί. Ένιωθα ευγνωμοσύνη.
Αφού φάγαμε και ήπιαμε σκέφτηκα πως κάπου έπρεπε να βγάλουμε τη νύχτα μας. Με τα λεφτά που είχε επιμείνει να μου ξεχρεώσει τη χαμένη βάρδια μπορούσα να την πάω στο Καβαλιέρι. Το καλύτερο ξενοδοχείο του νησιού. Αυτή όμως δεν τα ήθελε τα κυριλέ ξενοδοχεία, δεν της άρεσαν καθόλου τα “δωμάτια-σαλόν-ντε-μποτέ”.
Έτσι είπε.
«Αν θέλετε πάμε στο λιμάνι να περιμένουμε το χάραμα και μετά να πάρουμε το πρώτο αεροπλάνο για πίσω», είπε τελικά και με άφησε με ανοιχτό το στόμα. «Το φαγητό ήταν πολύ καλό, και το κρασί διαμάντι. Μπορεί να συνεχιστεί το ίδιο υπέροχα αυτή η βραδιά με μια βόλτα στην πόλη».
«Πάμε να κλείσουμε τα μάτια μας δυο ώρες πριν φύγουμε ξανά», την παρακάλεσα σχεδόν παραιτημένος.
Με είδε που ήμουν κατάκοπος και στο τέλος δέχτηκε να πάμε σε κάνα φτηνό ξενοδοχείο στο λιμάνι. Διάλεξε ένα παρακμιακό ερείπιο που πριν τριάντα χρόνια γνώριζε δόξες και τιμές, τώρα πια όμως φαινόταν τελειωμένο. Απόρησα που δεν το είχαν σφραγίσει οι αρχές. Περνούσαμε απέξω και μόλις το είδε έδειξε με το δάχτυλο “εκεί”.
Στην είσοδο κρεμόταν μια γκρεμοτσακισμένη ταμπέλα με το όνομα. “Constantinople”.
«Εάλω η Πόλις», κατάπια όπως όπως τη σκέψη μου.
Μπήκαμε μούσκεμα από τη βροχή και πήραμε ένα κλειδί από τον ρεσεψιονίστ που καθόταν στον ξύλινο πάγκο. Ήταν ένας υπέργηρος λακωνικός Κερκυραίος ντυμένος σαν Εγγλέζος ευγενής του περασμένου αιώνα. Δίπλα του μια γυναίκα με κάτασπρα αφανισμένα μαλλιά, σαν μάγισσα από κακό παραμύθι, έπλεκε με το βελονάκι της μια ροζ παιδική κουβέρτα. Η σκηνή μου φάνηκε εφιαλτική.
Μετά τα διαδικαστικά ο ρεσεψιονίστ μας καληνύχτισε και ξανάπιασε την εφημερίδα του. Η γριά συνέχισε να πλέκει.
Μια νύχτα σαν αυτή, με καταιγίδα και βοριάδες στο νησί, μετά από αιώνες ξενιτιάς στην Αθήνα, βρισκόμουν με μια άγνωστη γυναίκα στο πιο τιποτένιο ξενοδοχείο της πόλης, να συναντώ μισότρελους Κερκυραίους και να πίνω καπνιστό κρασί από τα βαρέλια του ταβερνιάρη φίλου του πατέρα μου. Όλα έμοιαζαν τελείως παρανοϊκά. Αν ξυπνούσα το επόμενο πρωί και καταλάβαινα πως τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχε συμβεί, θα είχα δει τουλάχιστον το καλύτερο όνειρο της ζωής μου.
Στο δωμάτιο έκανε ζέστη. Μια σόμπα έκαιγε πετρέλαιο και μύριζε κάπως. Το περιβάλλον θύμιζε σοσιαλιστικό ρεαλισμό, είχε κάτι το αγέρωχα υπερήφανο και συνάμα εντελώς νοσηρό. Ξέφτια στα κουφώματα, λερή μοκέτα κάτω, καμπινεδάκι με μπιντέ από κείνους τους αρχαίους, τους μπρούτζινους, και στη γωνιά μια ξύλινη ντουλάπα ίδια με κείνη την προικώα της γιαγιάς μου, στο χωριό, που της έτριζαν τα πορτόφυλλα και ξυπνούσαν και πεθαμένο.
Από τα παράθυρα έμπαινε ο θόρυβος της προκυμαίας όπου λυσσομανούσαν τα κύματα. Πλησίαζαν Χριστούγεννα και τα καράβια ήταν φωτισμένα και θαμπά. Πηχτό σκοτάδι. Αλμύρα.
Ξάπλωσα δίπλα της και άπλωσα το χέρι. Κούρνιασε στην αγκαλιά μου σαν παιδί. Τα μαλλιά της μύριζαν καπνό και χειμώνα. Η ανάσα της κρασί και παλιό τρόμο.
«Ησύχασε», της μίλησα για πρώτη φορά στον ενικό και γύρισα προς τη μεριά της.
Την αγκάλιασα πιο σφιχτά και άρχισα να την φιλώ στο στόμα. Έγλειψα τα χείλη της απαλά, με τον τρόπο που γλύφει όμορφα η γάτα το γατάκι. Ήταν ζεστή και φιλόξενη. Με συγκινούσε. Θυμήθηκα πως την προηγούμενη φορά είχε κλάψει πάνω στον έρωτα και φοβήθηκα μη γίνει κάτι και μου ξανασπάσει. Ήξερα πως ήταν ραγισμένη και γεμάτη μυστικά. Σαν και κείνα τα καράβια στο λιμάνι, που για μια στιγμή τα φαντάστηκα γεμάτα μελαμψούς λαθρεπιβάτες.
Το πρωί ήπιαμε καφέ και περπατήσαμε στο λιμάνι. Ο ουρανός ήταν γεμάτος γκριζόμαυρα σύννεφα. Πάνω από τα κεφάλια μας έκρωζαν γλάροι και κοράκια. Κοίταζα το φρούριο πάνω στο λόφο του και δεν έλεγα να το χορτάσω. Και το πλακόστρωτο, τις μικρές λακκούβες με τα απόνερα της νύχτας, τα παρτέρια με τα καταπράσινα δέντρα, τα ανταριασμένα νερά του λιμανιού.
«Ο Τσε αγαπούσε πολύ τον ποιητή Ευγένιο Αρανίτση»,μου είπε ξαφνικά και η φωνή της έμοιαζε να έχει βγει από μια μαύρη τρύπα. «Το ξέρατε πως είναι Κερκυραίος; Ευγένιος και αυτός, όπως ο εγγονός μου…».
«Από ποιητές δεν ξέρω και πολλά», της είπα και απόρησα που ένιωθα τόσο τρυφερά για κείνη. «Το μόνο που ξέρω είναι πως όταν μεσημεριάζει τον Αύγουστο πάνω από την Κέρκυρα τα σύννεφα στάζουν αίμα και μυρίζουν θυμίαμα, και πως κάποτε στα μέρη αυτά ζωγράφιζε αγγέλους με κόκκινα φτερά ο μέγας και τρανός Τσαρούχης. Αυτός είναι πολύ γνωστός, τον ξέρουν και οι πέτρες».
Δεν απάντησε. Ήθελα να την πάρω αγκαλιά μα δεν τόλμησα να την πλησιάσω. Θυμήθηκα τα λόγια της. Κατάλαβα γιατί με έλεγε μεταπράτη. Όποτε συναντιόμασταν ήταν σα να ήμουν ο καιροσκόπος ενδιάμεσος για κάτι που έμοιαζε με ύπουλη, προσωρινή ανακωχή ανάμεσα στη ζωή και στον εαυτό της.
Περπατήσαμε ως την άκρη του μόλου, εκεί που αράζουν τα γέρικα φέρι μπωτ που δεν μετράνε πια ταξίδια. Στάθηκε σύριζα στο κράσπεδο και τότε φοβήθηκα μη δώσει μια και πέσει. Έβγαλε τότε από την τσέπη της ένα κομμάτι από το χθεσινοβραδινό ψωμί κι άρχισε να το τρίβει στους γλάρους. Άπλωνε τα χέρια της και έριχνε τα ψίχουλα στον ουρανό. Τα πουλιά μαζεύτηκαν γύρω μας σα μέλισσες και έτρωγαν αυτό που τους πετούσε. Αυτή φαινόταν επιτέλους να ηρεμεί. Αν της άλλαζα όνομα εκείνη τη στιγμή θα την βάφτιζα Γαλήνη. Και θα ήταν ένα περιστέρι που ξόκειλε στο κατώφλι του σπιτιού μου, όπως τότε που ήμουν παιδί κι όλο έμπαιναν πουλιά από την ανοιχτή πόρτα.
«Ας είναι τα νησιά σου ελαφριά, Ιόνιο πέλαγος»,απήγγειλε τότε ένα στίχο – μάλλον του Κερκυραίου ποιητή – και έπειτα προχώρησε μπροστά, αφηρημένη.
Εγώ έμεινα στο πεζούλι μόνος μου, να την κοιτάζω να ξεμακραίνει και να μη μπορώ πια να υπολογίσω τον καιρό. Να μη μπορώ καν να μετρήσω ούτε τα πέντε μου δάχτυλα, που άξαφνα μου φάνηκαν να μυρμηγκιάζουν από κάτι που έμοιαζε με δίψα ξαφνική και μια παράξενη, ξενόφερτη ανάγκη.
(απόσπασμα από το ακυκλοφόρητο βιβλίο «Ο Θάνατος του Τσε» - αναρτήθηκε με τον τίτλο ΟΙ ΜΕΤΑΠΡΑΤΕΣ στο ιστολόγιο: The three wishes’s Weblog3 Ευχές και καταιδρωμένες: http://thethreewishes.wordpress.com/ χωρίς άλλα στοιχεία για το δημιουργό της]