Και ιδού που μία φράση γίνεται κορβέτα και με ούριο άνεμο αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μια σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα. Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό.
Μια φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράση, συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο ή ένα γάντι… Η Ποίηση μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην Ποίηση. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενο ή γεγονός δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμηση, μία λέξη, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους…
Μια φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράση, συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο ή ένα γάντι… Η Ποίηση μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην Ποίηση. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενο ή γεγονός δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμηση, μία λέξη, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους…
Το θέαμα ενός καταρράκτου μου εγέννησε αιφνιδίως μιαν ιδέα: καθώς έβλεπε τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα το δρόμο τους, σκέφτηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήταν, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράψω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο γεγονός ή αίσθημα ή μιαν ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου εκ των προτέρων καθορισμένου. Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιητικά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση, θεληματικά ή άθελα, αποκλείονται ή μας ξεφεύγουν…
Ο ΠΕΡΙΣΤΕΡΕΩΝ (από τα ΓΡΑΠΤΑ ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ του Ανδρέα Εμπειρίκου, Εκδόσεις ΠΛΕΙΑΣ Αθήνα 1974)
-1-
Είχε στολίσει το τραπέζι με νυμφικούς πέπλους τριών κορασίδων, εκ των οποίων η μία παρέμενε παρθένος. Ευθύς μετά το στόλισμα έβγαλε τις μεταξωτές της κάλτσες και κάθισε. Περίμενε την άμαξα που θα της έφερνε τους ίππους. Ο αδελφός της όμως άνοιξε αποτόμως την πόρτα και μαινόμενος φώναξε: «Διόσκουρος! Ουαί στους άλλους και σε μας!» Σαν καλή αδελφή, η νεάνις, επλησίασε πάλι στο τραπέζι και σπάζοντας το κομπολόγι που κρμόταν στο λαιμό της, εράντισε, πλήρης ελπίδων ακόμη, το χαλί, τα έπιπλα και τους νυμφικούς πέπλους με τις κεχριμπαρένιες ρώγες. Έπειτα έβγαλε από την μπλούζα τους μαστούς της και κατεκλίθη στο τραπέζι.
-2-
Ο νέος, Συλλέκτης Στιγμών, άνοιξε πάλι την Πόρτα και πλησίασε ακροποδτί την κοιμωμένη αδελφή του. Στο κεφάλι του φορούσε παροιμιώδες κράνος, αλλά κατά τα άλλα ήταν εν μέρει γυμνός. Από τη μέση και κάτω φορούσε το φουστάνι της μητέρας του και στα πόδια του πέδιλα. Όταν βεβαιώθηκε ότι η νεάνις εκοιμάτο, η πρώτη του μέριμνα ήταν ν’ ανοίξει το παράθυρο, για να δώσει στο πλήθος να καταλάβει πως έπρεπε να σιωπήσει..
-3-
Όλα τα λόγια που του είχε πει κατά καιρούς η αδελφή του, πέφτανε τώρα επί τάπητος. Μερικά μοιάζαν με ανεμώνες, άλλα με πέρδικες και άλλα με αμαζόνες. Ο νέος δεν ηδυνήθη να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Η φράσις που είχε εκστομίσει προ ολίγου, του εφαίνετο σκληρή, βραχώδης και άθελά του, την συνέκρινε με τα ωραιότατα στήθη της αδελφής του.
-4-
Δεν ήτο ήρως (Το συναίσθημά του, του θύμιζε πτώσεις μήλων)
-5-
Ήτο απάνθρωπος (Ησθάνετο τον κόσμον ιδικόν του, μα πικρότατον)
-6-
Ήτο ήρως αλλά απάνθρωπος – σαν άνθρωπος που συνθλίβει μια μέδουσα με το πόδι…
-7-
Οι λυγμοί του ήρχισαν να τον πνίγουν. Συαισθανόμενος βαθύτατα το βάρος εκείνης της φράσεως έσκυψε και ησπάσθη τους δύο μαστούς της αδελφής του. Έπειτα, βγήκε έξω, και κλείνοντας βιαστικά την πόρτα, βυθίστηκε στο πλήθος
-8-
Η νέα είχε ξυπνήσει με το διπλό το φίλημα. Άλλωστε δεν εκοιμάτο αληθινά. Υπεκρίνετο μόνον πως υπνώττει. Η συγκίνησις της ήτο τόση, που την εξέφραζε και η σιωπή της. Μόλις έκλεισε η πόρτα, σηκώθηκε απελπισμένη και πλησίασε στο παράθυρο. Αδελφός και πλήθος είχαν εξαφανιστεί και το κενόν του δρρόμου έμοιαζε πολύ με την οξύτατη φωτοχυσία του πρωινού. Τότε η νεάνις ξέσχισε την μπλούζα της και τους μαστούς της και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της: «Τι κρίμα που με λένε Αμαλία»!Έπειτα έκλεισε το παράθυρο.
Και είναι για μένα πάντοτε ο ΑΜΟΥΡ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως: προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας… Στις όχθες του θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύονται, θα θρηνούν και αγάλλονται, θα διψούν και θα δροσίζονται όσοι από μας λέγουν το ΝΑΙ και όσοι από μας λέγουν το ΟΧΙ! Είπα πάντοτε ΝΑΙ. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέει ο ΑΜΟΥΡ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη τη δύναμη των πνευμόνων μου: ΑΜΟΥΡ, ΑΜΟΥΡ!!!