Πόσο είναι στερεό το στερέωμα; Φρίττει όσο κι εγώ τις χειμωνιάτικες νύχτες; Πάσχει από μοναξιά κι από έλλειψη κάποιου νοήματος; Δυο πράγματα με κάνουν διαρκώς ν’ απορώ: η σύγχυση μέσα μου και το άσκοπο των αστεριών!
[ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, είναι μια σειρά συγκλονιστικών αφηγημάτων με καθαρά προσωπική γραφή και με τη διάσταση της εμπειρίας από την αρρώστια και τον επικείμενο θάνατο. Στο στερνό αυτό έργο του ο Μάριος Χάκκας αποσπώντας από το θάνατο κομμάτι κομμάτι τις μέρες και τις ώρες του, καταγράφει απελπισμένος αυτή τη βαθμιαία και φρικιαστική αποκόλληση από τη ζωή: αισθήσεις, παραισθήσεις, αναμνήσεις, απολογισμούς, παραλογισμούς και οράματα.Πάντα εν βρασμώ ψυχής με σαρκαστική και σατιρική διάθεση, ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και αυτοβιογραφούμενος καταγράφει τα ιλαροτραγικά τεκταινόμενα της μικροαστικής νεοελληνικής πραγματικότητας]
Τσιλιμπίκ ή Τσιλιμπάκι (από τη συλλογή διηγημάτων του Μάριου Χάκκα ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ – εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ) 1970
Είναι μια παραποίηση στις γνωστές απόψεις του Καντ –Ican’tIcan’t– όχι λεκτική, αλλά ουσιαστική που καθορίζει την έσχατη στάση μου, κάτι σα χλευασμό προς τα αστέρια, ένα διαρκής υποβιβασμός των ουρανίων σωμάτων κι ένα είδος μπερδέματος με τα’ ανθρώπινα σώματα, ακόμα και με τον κοινωνικό οργανισμό στο σύνολό του.
Ο Καντ θαύμαζε την αρμονία στον ουρανό κι εγώ για τον ίδιο χώρο σκέφτομαι πράγματα τελείως άλλα: Πόσο είναι στερεό το στερέωμα; Φρίττει όσο κι εγώ τις χειμωνιάτικες νύχτες; Πάσχει από μοναξιά και από έλλειψη κάποιου νοήματος;
Δυο πράγματα με κάνουν διαρκώς κι απορώ: η σύγχυση μέσα μου και τ’ άσκοπο των αστεριών να συνωθούνται στον ουρανό, τι κάνουν εκεί; Ένα φως ασθενές και μια διακόσμηση τις πιο πολλές φορές περιττή. Όσο για το που δεν τρακαίρνουν του Καντ, δεν ξέρουμε τι έγινε στο παρελθόν, ούτε και τι μπορεί να γίνει στο μέλλον. Άλλωστε και οι άνθρωποι κατάφεραν να μην συγκρούονται τα κινούμενα σώματα, είναι ζήτημα ρύθμισης της κυκλοφορίας από ηλεκτρονικούς εγκεφάλους και δεν έχει για μένα τουλάχιστον καμιά σημασία, δεν μ’ ενθουσιάζει καθόλου.
Στο κάτω κάτω δεν είναι τίποτα το εξαιρετικό να είσαι αστέρι. Μπορώ να γίνω όλος ένα φως, ρίχνοντας στις φλέβες, στα γάγγλια, ακόμα και κάτω από το δέρμα μια ποσότητα φωσφόρου. Θα είμαι μια διαρκώς φλεγόμενη βάτος κι επιπλέον κινούμενη. Όχι σαν αυτές τις κωλοφωτιές που τις σβήνει το πρώτο συννεφάκι περνώντας μπροστά τους ή ακόμα κι εγώ ο ίδιος κλείνοντας μόνο τα μάτια. Είμαι πολύ πάνω απ’ τα αστέρια. Μπορώ να πω «χαίρετε κύριε Ουλκέρογλού μου» ή «τι κάνετε, κυρία Μπιτζίδου». Ακόμα μπορώ να πω «τσιλιμπίκ», ενώ όλα μαζί τα αστέρια δεν μπορούν να πουν ούτε «τσιλ».
Και η αρμονία μέσα μας κι έξω μας ούτε που με νοιάζει. Μπούχτισα πια από ερμηνείες, κάτι χέρια –αστέρια και περιστέρια – μαχαίρια με κάνουνε να ξερνάω, ενώ αγάλλομαι στη δυσαρμονία, έστω αστέρια – τσουτσούνες και ας μην του ταιριάζει, ας δυσαρμονίσουμε και μια φορά, αρκετά μας ταλαιπώρησαν οι εύκολες ρίμες, οι κραυγές των ηλεκτρικών μπουζουκιών, οι μπουάτ και οι μπουτίκ που δεν έχουνε σχέση καμιά με τα μπούτια. Προτιμώ μια επιστροφή στην πηγή, στη σχισμή, πολυτρίχια δακρύζουν κι οι σάτυροι που τα παραμερίζουνε στάζοντα για να φτάσω στη ρίζα.
Αθήνα, η αρμονία σου είναι να ψωνίζεις και ταυτόχρονα να ψωνίζεσαι. Από «φράγκο ό,τι να πάρετε» μέχρι θάλασσες και νησιά στο σφυρί. Πουλώ κι εγώ τα νιάτα μου όσο όσο από την πόλη των ωνίων να γλιτώσω, δίνω το ένα μου αρχίδι για δυο μαύρα μάτια, οχτώ ώρες από τη ζωή μου για ένα πουκάμισο, τα ποιήματά μου βορά στους άσχετους, την καρδιά μου ασπαίρουσα να σπέρνει φως ανέσπερο.
Κι ο Έσπερος, τι νομίζετε πως κάνει; τρεμοσβήνει όλο αγωνία, ίσως καταλαβαίνει το τέλος του και ζητιανεύει κάποια βοήθεια, ξέροντας όμως πως δεν πρόκειται να ’ρθει ποτέ. Γιατί παρατείνει την αγωνία του, πρώτος αυτός απ’ όλα τ ’αστέρια να εμφανίζεται μες την εσπέρα με εκκλήσεις χωρίς ανταπόκριση; Ας συγκρουστούν επιτέλους κι όπου βγάλει αυτή η υπόθεση μεταδίνοντας και σε μένα κάτι από το παγκόσμιο σύγκρυο.
Γιατί είναι αλήθεια, πάει καιρός που δεν συγκινούμαι, σχεδόν είμαι άδειος και μου είναι απαραίτητο να γίνει κάτι σαν κουλουβάχατα μέσα στο σύμπαν, έτσι που να βρίσκεται σε ανταπόκριση με το δικό μου: κομήτες που ξέφυγαν την τροχιά τους και κινούν εναντίον μας απειλητικά την ουρά τους, αστέρες πρώτου μεγέθους που χάνονται μέσα στο άπειρο κι άλλοι ανύπαρχτοι παίρνουν τη θέση τους, ο Τοξότης επιτέλους να ρίχνει το τόξο του, κι ο Υδροχόος κρουνός κι ασταμάτητη κρήνη να κατρακυλάει ξανθά ξεπλεγμένα μαλλιά, όπως καταρράχτης που χάνεται σε καταβόθρα, να ρίχνεται έξω από το χάος του κόσμου.
Με κούρασαν επιστήμη και κοινωνιολογική ερμηνεία. Επιδιώκω μια κοινωνία που θα γίνουνε τα πάντα μπάχαλα: αστέρες πρώτου μεγέθους να παίζουνε ρόλο κομπάρσου, διαδηλωτές και τανκς μέσα στους δρόμους, ποιος πρώτος ποιος δεύτερος, όλοι να παριστάνουν τους έσχατους (εκτελούσα διαταγές αφεντικό, να σου λένε), ανθρωπάκια που ταξιδεύουν με το λεωφορείο, πρωθυπουργοί που περιμένουν στη στάση σειρά.
Δε μου αρέσουνε οι τέλειες κοινωνίες, οι αισθητικές και οι αρμονίες. Όλα να πάσχουνε κάπου, σώματα, σύμπαν κι ομάδες κατά γκρεμού κι επιπλέον καμιά όρεξη για νέο στήσιμο. Αντίθετα, μανία για περισσότερα χαλάσματα γύρω. Έτσι κι αλλιώς κι αυτοί που λένε πως σιάχνουνε, κυβερνήσεις παπάδες, μυστήρια, περισσότερο όλεθρο σκορπίζουν τριγύρω τους.
Δε με εκφράζει πια καμιά σκοπιμότητα και καμιά λογική, κυρίως το αναπόφευκτο του θανάτου κάποιων κυττάρων, μερικών οργανισμών που κλείνουν τον κύκλο τους και δε θα ξανάρθουν. Ακόμα και στον οργανισμό μου τον ίδιο θέλω να μαλώνουν τα κύτταρα, να επιμένουν τα παλιά, ν’ αντιστέκονται, πεθαμένα πια να μην αποβάλλονται, να παραμένουν εκεί προκαλώντας μια γενική αναστάτωση.
[Ο Μάριος Χάκκας υπήρξε ένας ανήσυχος, ασυμβίβαστος και εξαιρετικά βασανισμένος άνθρωπος που στα πεζογραφήματά του απέδωσε τις προσωπικές του εμπειρίες, είτε των πολιτικών διωγμών, είτε της αρρώστιας και του θανάτου. Διαβάζοντας ακόμα και την πρώτη μόνο γραμμή αυτής της μικρής συλλογής αφηγημάτων αισθάνεσαι το σπαραγμό ενός ανθρώπου που ψάχνει τις λέξεις για να χωρέσουν το άρρητο, το ανείπωτο: μια ζωή «σπαταλημένη», ηττημένη σε αγώνες αδικαίωτους, μια χαμένη νιότη που παλεύει τόσο πρώιμα (41 ετών) με το θάνατο. Είναι φανερό από τις πρώτες σελίδες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για «διηγήματα», δεν πρόκειται δηλαδή για μυθοπλασία αλλά για μαρτυρία, κατάθεση ψυχής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου]