Οντολογία για το ΤΙΠΟΤΑ, δηλαδή για το μη ον που θεμελιώνει τη ζωή μας σαν ένα άσκοπο ρίσκο που πάνω του εδράζεται ο ιδιωτικός μας χώρος
Ηρεμιστικά, οι ψυχίατροι. Ντιβάνι, οι ψυχαναλυτές. Δράση και επιφυλακή, οι κομματικοί. Απεργία, οι συνδικαλιστές! Ε! και λοιπόν; Το ζητούμενο παραμένει: ή αλλοτριωμένοι μικρομεσαίοι με πλαστική βάρκα και εξωλέμβιο στη Ραφήνα ή εξεγερμένοι φοιτητές με «παπί» Hondaή αγχωμένοι αλλά και βολεμένοι διανοούμενοι σε πόστα κρατικά. Υπάρχουν βέβαια και οι αισιόδοξοι, οι επαγγελματίες πολιτικοί. Αλλά αυτοί μας μιλούν μονάχα από τις «ειδήσεις» των εννέα ή μιλούν μεταξύ τους σε τραπέζια στρογγυλά. Όμως το πρόβλημα μένει και το ερώτημα νάτο: να παίξουμε το παιχνίδι ως το τέλος, καταλύοντας ό,τι υπάρχει και γίνεται; Μα πώς να παίξουμε, όταν παιζόμαστε από παιχνίδια άλλων; Ας μιλήσουμε τουλάχιστο κι ας περιγράψουμε αυτόν τον απερίγραπτο ιδιωτικό μας χώρο…
ΕΝΤΟΣ ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΑΥΤΑ: να γράψω τα άγραφα, να μεταφέρω στο τυπωμένο χαρτί ρυθμούς και παλμούς των νέων σωμάτων.
1 Ο ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΧΩΡΟΣ
Με πόση περίσκεψη και πόση επιστημονική βεβαιότητα μας μιλούν οι «ειδικοί» για τα κοινωνικά φαινόμενα, τον δράκο, τις αυτοκτονίες, τους ομοφυλόφιλους. Τι ομαλοποιητικές ή και νεωτεριστικά καινοτόμες –αλλά και πόσο κενές- θεωρίες μας προτείνουν;…
Όμως το πρόβλημα μένει. Και το ερώτημα νάτο: τι να κάνουμε; «Να παίξουμε το παιχνίδι ως το τέλος; καταλύοντας ό,τι υπάρχει και γίνεται»,λέει ένας Έλληνας στοχαστής, ο Κώστας Αξελός. Μα πώς να παίξουμε όταν εμείς παιζόμαστε από παιχνίδια άλλων; Ας μιλήσουμε τουλάχιστο κι ας περιγράψουμε αυτόν τον απερίγραπτο ιδιωτικό μας χώρο που και η αστική κοινωνιολογία και η μαρξιστική αμέλησαν.
Ζούμε. Αλλά πώς και με τι τρόπο;Ζούμε αλήθεια ή ψευτοζούμε μιαν άθλια, επίπεδη ζωή που εμείς την παραλεχθήκαμε, την συνηθίσαμε και την αγαπάμε; Μια ζωή ψυχοπαθολογία του λάθους; Τι σημαίνει άραγε εκείνο το σύνθημα στα ΕΞΑΡΧΕΙΑ: «Καλύτερα ένα φρικτό τέλος, παρά μια φρίκη χωρίς τέλος».
Να το πω ξεκάθαρα. Μιλώ για τη φρίκη του ιδιωτικού χώρου, της ιδιωτικής μας ζωής από το πρωί με το μόνιμο νέφος, το μόνιμο άγχος, την αρτηριακή και κυκλοφοριακή πίεση, από το πρωί μέχρι το μεσημέρι στα FastFoodφαγητό στο πόδι, ύστερα πάλι τα εργάσιμα απογεύματα. Κι ύστερα στο μίζερο «τριάρι». Και η λύση: η τηλεόραση… Να, η φρίκη χωρίς τέλος. Η ιδιωτική φρίκη, που η πολιτική δεν μπορεί να τη μετατρέψει γιατί τελικά την αγνοεί ή την ξέχασε στη δίνη της εξουσίας.
Αυτόν λοιπόν τον μαύρο χώρο, το «μαύρο κουτί» των αεροπορικών ιδιωτικών μας δυστυχημάτων, ποιος θα τον μιλήσει και ποιος θα τον ανοίξει;
Ποιος θα μας λογαριάσει, όχι στο κόμμα ή το συνδικάτο αλλά στο σπίτι μας και ακόμα πιο πολύ, στον εαυτό μας.
Ο πολιτικός; Ο κοινωνιολόγος; Ο επιστήμονας με τις στατιστικές που μετράει τον κοινωνικό παλμό; Τον παλμό της μικρής ιδιωτικής μας ζωής, ποιος θα τον μετρήσει και πώς, αν όχι με το ίδιο του το σώμα;
Συμβαίνει οι τοίχοι σήμερα να γράφουν πιο πολλά από τις εφημερίδες. Η γραφή του άγνωστου μαρκαδόρου στα μάρμαρα του Πανεπιστημίου: «Εμένα δεν μ’ αγαπάει κανείς», είναι ακριβώς ο λόγος, η φωνή του ιδιωτικού και είναι την ίδια στιγμή και η αγανάκτησή του.
Υπάρχει λοιπόν σήμερα στη σοσιαλιστική Ελλάδα, ρήξη ιστορική ανάμεσα στον «ιδιωτικό» και τον «κοινωνικο-πολιτικό» λεγόμενο χώρο;
Το καθεστώς εξουσίας –γνώσης- ηδονής, ακυρώνει τον ιδιωτικό χώρο ή αντίθετα πηγάζει απ’ αυτόν;
Τι είναι ο ιδιωτικός χώρος; Συγχρόνως ερωτικός κι ανέραστος, ηθικός κι ανήθικος, τολμηρός και άτολμος, παράδοξος και αντιφατικός στο μέτρο που τα θέλει όλα μαζί;
Μικρο-κοινωνιολογία; Ασφαλώς όχι αυτή η απόπειρα καταγραφής του «ιδιωτικού». Περισσότερο μια μαρτυρία προσωπική τώρα, κυρίως τώρα που οι μεγαλόσχημες κοινωνιολογικές θεωρίες κλονίζονται, τώρα που οι κοινωνικές τάξεις συγχέονται στην πάλαι ποτέ πάλη τους, τώρα που οι αναρχισμοί ιεραρχούνται και οι κορπορατιβισμοί επικρατούν κάνοντας τους Δεξιούς να «τη βγαίνουν» από τα αριστερά.
Τώρα εμείς οι επαγγελματίες «ειδικοί», οι «νοικιασμένες πένες», εμείς με τα μεθοδολογικά μας εργαλεία και την επιστημολογία μας, να μιλήσουμε βιαστικά –ιδιωτικά και να βρεθούμε στη ροή του ιδιωτικού λόγου όπως τον μιλάνε τα παιδιά στο Περιστέρι ή στην είσοδο του «Εκράν», όπως τον εισπράττουν οι τζαμπατζήδες του Λυκαβηττού που παίζουν με τους συνομήλικούς τους αστυνόμους, κρυφτό μέσα στον ήχο του «ροκ» ή τον ήχο της Ομόνοιας και του Μανώλη Αγγελόπουλου…
Έτσι λοιπόν. Να μην υπάρχει αρχή και τέλος στα κείμενα που θα ακολουθήσουν εδώ και αντί να είμαι εγώ που γράφω, να αφεθώ στο τυχαίο αυτού που αποκρυπτογραφώ στον ιδιωτικό χώρο. Είναι πλούσιος.
[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Βέλτσου ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ, Δέκα σχέδια για μια Κοινωνιολογία του Ιδιωτικού μας χώρου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ 1983 –τα κείμενα αυτά δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1983]
Ζούμε αλήθεια, ή ψευτοζούμε μιαν άθλια επίπεδη ζωή που εμείς την παραδεχθήκαμε, την συνηθίσαμε και την αγαπάμε; Μια ζωή, ψυχοπαθολογία του λάθους; Τι σημαίνει άραγε εκείνο το σύνθημα στα Εξάρχεια: «ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΝΑ ΦΡΙΚΤΟ ΤΕΛΟΣ. ΠΑΡΑ ΜΙΑ ΦΡΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΤΕΛΟΣ»… Συμβαίνει οι τοίχοι σήμερα να γράφουν πιο πολλά από τις εφημερίδες. Η γραφή του άγνωστου μαρκαδόρου στα μάρμαρα του Πανεπιστημίου: «ΕΜΕΝΑ ΔΕΝ Μ’ ΑΓΑΠΑΕΙ ΚΑΝΕΙΣ», είναι ακριβώς ο λόγος, η φωνή του ιδιωτικού την ίδια στιγμή και η αγανάκτησή του.