Η χώρα μου κυκλοφορεί αξύριστη με άσπρα μαλλιά γερασμένη και ολομόναχη στους δρόμους της πόλης. Δεν έχει δύναμη ούτε να ζητιανέψει πια. Ανοίγει τους κάδους τρώει ότι τρώγεται, στα δημόσια ουρητήρια πίνει νερό και πλένει τις μασχάλες της. Η χώρα μου ξεχνιέται στους δέκτες των τηλεοράσεων πιστεύοντας ότι μιλούν γι’ αυτήν, μετά γυρίζει το κεφάλι, βλέπει τα άδεια ταξί στις πιάτσες, καταλαβαίνει.
Τα ρούχα της είναι παλιά, μα καθαρά, κάθε μέρα μαντάρει μια τρυπά ως το βράδυ έχει ανοίξει άλλη. Περπατάει με βήματα αργά, φοβάται τις διαβάσεις, τις υπερβάσεις, το αύριο που κρύβει ο απέναντι δρόμος. Προσπαθεί να μη σκέφτεται και κυρίως να μην ονειρεύεται. Σε ουρές υποσχέσεων καταναλώνει τις μέρες της, σε ομαδικές ερωτικές αναζητήσεις απελπισίας τις νύχτες της.
Έπαψε να ανάβει κεριά στα ξωκλήσια, να πιστεύει, να σταυροκοπιέται, έχει κίτρινα μάτια θυμού κι αναισθησίας για ότι είναι πέρα από τα δικά της όρια. Τα παιδιά της διώχνει με το σκουπόξυλο και τους ποιητές κλειδώνει στα δίκτυα. Έχει ξεχάσει οτιδήποτε για τα μετέωρα βήματα των πελαργών, απαλλοτριώνει τις φωλιές τους, καίει τα μικροφίλμ σε κλήδονες χωρίς φωτιές.
Ξεχνάει τη σημασία των λέξεων, γι'αυτό δεν μιλάει πια, η ξεστομίζει λέξεις που πάλι και πάλι θα σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που τώρα θέλει να πει. Ζει σε περιβάλλον ασυνεννοησίας συνειδητά.
Ξεχνάει τη σημασία των λέξεων, γι'αυτό δεν μιλάει πια, η ξεστομίζει λέξεις που πάλι και πάλι θα σημαίνουν κάτι άλλο από αυτό που τώρα θέλει να πει. Ζει σε περιβάλλον ασυνεννοησίας συνειδητά.
Η χώρα μου πιστεύει ακόμη ότι είναι ευαίσθητη, ότι νοιάζεται, ότι έχει προοπτική και μέλλον. Απλά αγνοεί τα νιάτα της που φεύγουν, τα αόρατα νεαρά αγόρια και τα επί χρήμασι κορίτσια της σε κελάρια απελπισίας και υπεκφυγής.
Η χώρα μου δεν είναι η ελιά, η θάλασσα κι ο ήλιος. Είναι ότι μπορώ αρπάξω και για τα αλλά θα φταίει πάντα η κατσίκα του γείτονα.
Η χώρα μου δεν είναι η ελιά, η θάλασσα κι ο ήλιος. Είναι ότι μπορώ αρπάξω και για τα αλλά θα φταίει πάντα η κατσίκα του γείτονα.
[ΠΗΓΗ: Τέλλος Φίλης, Η Χώρα μου]