Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Γύμνια σωμάτων-γύμνια γραφής: η πάσης φύσεως συν-ύπαρξη με γυναίκες μιας καθημερινότητας που αναλώνεται σε αναζήτηση νέων εμπειριών

$
0
0
Οι άνθρωποι απλά δεν έχουν λεφτά. Παντού ταξιδιωτικά κουπόνια και μπλοκ επιταγών και πιστωτικές κάρτες. Δε τα παίρνουν μαζί τους. Πίστωση παντού. Παίρνει κανείς την επιταγή με το μισθό του και την έχει ήδη ξοδέψει. Βάζουν υποθήκη ολόκληρη τη ζωή τους για να αγοράσουν ένα σπίτι. Και μετά πρέπει να γεμίσουν το σπίτι μ’ ένα σωρό άχρηστα πράγματα και να αγοράσουν αυτοκίνητο. Και είναι πια υπόδουλοι του σπιτιού και οι νομοθέτες ξέρουν την κατάσταση και τους φορολογούν μέχρι να πεθάνουν με φόρους περιουσίας. Κανένας δεν έχει λεφτά. Τα μικρά μαγαζιά σύντομα θα κλείσουν.[Μια όμορφη ερωτική ιστορία, από το βιβλίο διηγημάτων του Τσαρλς Μπουκόφσκι Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ  σ. 315]


Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτά τα προφανή και πανταχού παρόντα σήμερα λόγια δεν γράφονται από οποιονδήποτε σύγχρονο γραφιά αλλά κάτι δεκαετίες πριν, σε εποχές που τα περιγραφόμενα μόλις άρχιζαν να κακοφορμίζουν στις απατηλές υπερατλαντικές ουτοπίες. Είναι εξίσου ενδιαφέρον και το ότι προέρχονται από τον συγγραφέα, που έχει καταχωρηθεί από τους ταμπελωτές ως ένας από τους κορυφαίους της απροκάλυπτης ερωτικής και σεξουαλικής, λογοτεχνίας – και ορθά – αλλά χωρίς την ταυτόχρονη γνώση άλλων γραπτών ή γραφομένων του – καθόλου ορθά.
Ο διαρκώς αναψοκοκκινισμένος λοιπόν διονυσιαστής δεν συμμαζεύει εδώ για άλλη μια φορά μόνο τις πάσης φύσεως ερωτοπάθειές του αλλά και γεμίζει μερικές εξίσου αθυρόστομες σελίδες πολιτικής / κοινωνικής παρωδίας. Ένα δεύτερο ακόμα πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα είναι η Σβάστικα, όπου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ απάγεται από τους ίδιους τους πράκτορές του και οδηγείται υπό καταθλιπτική βροχή και ευτράπελους διαλόγους σ’ ένα ξενοδοχείο όπου συναντάει ένα πρόσωπο που δεν αποκαλύπτω, γενικώς συνευρίσκεται «με την Επιστήμη και την Ιστορία» και… αντικαθίσταται από τον σωσία του, σε μια κωμικοτραγική φάρσα.

Φυσικά η μερίδα της λέαινας στις συλλογές των ιστοριών του άρα και στον κόσμο του αφηγητή εαυτού του ανήκει πάντα στις ιέρειες της ζωής του, τις γυναίκες, όπου, όπως κι όσο κι αν είναι. H γύμνια των σωμάτων τους συνυπάρχει με την γύμνια της γραφής. Η πάσης φύσεως συν-ουσία και συν-ύπαρξη με τις γυναίκες αποτελεί το επίκεντρο μιας καθημερινότητας που ποτίζεται από το αλκοόλ και αναλώνεται σε περιπλάνηση, απραξία ή αναζήτηση νέων εμπειριών. Ο αφηγητής Μπουκόφσκι – που εμφανώς ταυτίζεται με τον συγγραφέα Μπουκόφσκι δεν αρνείται καμία ευκαιρία να ερωτοτροπήσει με οποιοδήποτε θηλυκό πρόσωπο όπου γης.

«Μια όμορφη ερωτική ιστορία» λοιπόν αφορά τον ίδιο και μια ευτραφέστατη ώριμη κυρία που ζει στην Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης, ιδιοκτήτρια μιας μικροσκοπικής καφετέριας με άφαντους πελάτες. Η Μαρί Γκλαβιάνο προτίθεται να τον φιλοξενήσει καθώς εκείνος ανέστιος ως συνήθως αναζητά το κατάλυμα των επόμενων ημερών. Κατά δήλωσή της γνωρίζει την πάστα του, αποδέχεται την φάτσα του και συνάπτει σιωπηρή συμφωνία συμβίωσης ενώ εκείνος εφαρμόζει για άλλη μια φορά το προσωπικό μανιφέστο του:

Δεν ήθελα να το ρίξω στο λιγοστό ουίσκι που είχε απομείνει, έτσι κάθισα στην κουζίνα, γυμνός και αναρωτιόμουν γιατί με εμπιστεύονταν τόσο οι άνθρωποι. Ποιος ήμουν εγώ; Οι άνθρωποι ήταν τρελοί, οι άνθρωποι ήταν απλοϊκοί. Αυτό με έβαλε σε σκέψεις. Ναι, που να πάρει, με έβαλε. Ζούσα για δέκα χρόνια δίχως να δουλεύω πουθενά. Οι άνθρωποι μου έδιναν λεφτά, φαγητό, ένα δωμάτιο για να ζήσω. Είτε πίστευαν ότι ήμουν ηλίθιος ή ιδιοφυΐα, δεν είχε καμιά σημασία. Εγώ ήξερα τι ήμουν. Τίποτε απ’ τα δυο. Δεν με ενδιέφερε το γιατί μου έκαναν οι άνθρωποι αυτά τα δώρα. Τα αποδεχόμουν όπως και τους ίδιους τους ανθρώπους δίχως το παραμικρό αίσθημα νίκης ή και εξαναγκασμού. Η μόνη προϋπόθεση ήταν να μη ζητούσα εγώ τίποτα. [σ. 308]

Άρα η φυγή ακόμα κι από μια ήρεμη συντροφική και ερωτική καθημερινότητα είναι μονόδρομος. Ο ίδιος ο δρόμος είναι ένας μπουκοφσκικός μονόδρομος. Κάπως έτσι οι διάφοροι εαυτοί του αποδέχονται τα πάντα ως αναπόσπαστα σημεία της ζωής, ακριβώς όπως έρχονται και χωρίς κανένα αγώνα αλλαγής της αναπότρεπτης πορείας των πραγμάτων. Ποτέ. Ποτέ; Όχι, ίσως μόνο μια φορά: στο κείμενο που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, που ανοίγει τη συλλογή αλλά άφησα για το τέλος, χωρίς να γνωρίζω την γλυκόπικρη αίσθηση που πρόκειται να μου αφήσει. «Η πιο όμορφη γυναίκα στην πόλη» είναι δέσμια της ίδιας της ομορφιάς της και αναζητά την αυτοκαταστροφή, ερωτοτροπεί με όλους τους άντρες και ιδίως τους άσχημους, κεντάει το δέρμα της και στο τέλος καταστρέφει την ίδια της την ύπαρξη. Εκεί είναι που ο πρόσκαιρος εραστής της που ο ίδιος υπήρξε σκέφτεται πως θα έπρεπε να επιμείνει περισσότερο στην πρόταση για κοινή ζωή, να μην αποδεχτεί έτσι απλά την άρνησή της.

Κι έτσι κυλάνε οι ιστορίες του, σπαρμένες με όλες τις λεπτομέρειες, με πλήρεις αναφορές πόσεων – κάποτε και … κενώσεων, με ενδεικτικούς τίτλους: Η γαμησομηχανή, Η συνουσιαζόμενη γοργόνα στο Βένις της Καλιφόρνιας, Θα χορτάσουμε μουνί ­– και άλλες που αναμφίβολα θα οδηγήσουν εδώ και πολλούς κατά - λάθος - πληκτρολόγηση επισκέπτες. Πέρα από φασώματα και μεθοκοπήματα, κάποια κείμενα τοιχογραφούν και άλλες όψεις των δρόμων όπου περιφέρεται ο συγγραφέας. Η γέννηση, η ζωή και ο θάνατος μιας άντεργκραουντ εφημερίδαςείναι αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος, άρα θα θυμίσει σε πολλούς ανάλογες ή παράλληλες μνήμες. Βέβαια εδώ τα πράγματα είναι κάπως αντίστροφα: ο Μπουκόφσκι αποδέχεται μια στήλη στο έντυπο Open Pussy μόνο και μόνο για να έχει τα ποτά του. Άρα σχεδόν αμέσως το μετανιώνει: «σχεδόν πενήντα χρονών κι ακόμα χάνει την ώρα του μ’ αυτούς τους μακρυμάλληδες, μουσάτους πιτσιρικάδες». Είναι πράγματι κατάρα να μπαίνεις σε μια τέτοια ιστορία μεγάλος: «όλοι πέταγαν από τον ενθουσιασμό τους εκτός από μένα». Και δεν ενδίδει και καμία από τις πιτσιρίκες, που όλες «φέρονται με τον ίδιο τρόπο, ξιπασμένες χωρίς να γνωρίζουν το γιατί».

Σ’ εκείνη τη στήλη λοιπόν δημιουργούνται οι «Σημειώσεις ενός Πορνόγερου» - αλλά ο στηλίστας σύντομα ανακαλύπτει πως τον διαβάζει και κάποιος άλλος εκτός από τους γραφιάδες και καλείται από τις αρχές για να δώσει εξηγήσεις… Στο Λος Άντζελες, υψώνεται γυάλινο το καινούργιο κτήριο της Εισαγγελίας. Παρανοϊκό και μοντέρνο με τις καφκικές σειρές των δωματίων, με το καθένα παραδομένο σε κάποια αδιανόητη μαλακία. Τα πάντα ζουν σε βάρος των πάντων και θεριεύουν με την ίδια ζέση και δεξιότητα του σκουληκιού μέσα στο μήλο. Πλήρωσα τα σαράντα πέντε σεντς την ώρα για το παρκάρισμα, η καλύτερα, μου έδωσαν ένα κουπόνι μ’ αυτό το αντίτιμο και μπήκα στο κτήριο της Εισαγγελίας με την είσοδο διακοσμημένη με τοιχογραφίες που θα μπορούσε να είχε φτιάξει ο Ντιέγκο Ριβιέρα αν του αφαιρούσαν τα εννέα δέκατα της ευαισθησίας του; χαμογελαστοί αμερικανοί ναύτες και ινδιάνοι και στρατιώτες που προσπαθούσαν να δείχνουν μεγαλοπρεπείς μέσα στα αμυδρά κίτρινα, τα ξεπλυμένα πράσινα και τα νερουλιασμένα μπλε χρώματα. [σ. 187 – 188]

Το παράπτωμά του: ταχυδρομικός υπάλληλος ων, βγήκε από τον καλό δρόμο και έγραψε σε μια ιστορία του πως μια φορά ήταν τόσο τύφλα μεθυσμένος που πήδηξε κατά λάθος έναν φίλο του, νομίζοντας πως ήταν κάποια από τις φίλες του και στο τέλος του πήρε και δυο βδομάδες να τον ξεφορτωθεί. Ο έκπληκτός υπάλληλος («ο τοπικός κουραδόμαγκας» του ζητάει ευγενικά να μην γράφει αυτά τα πράγματα και εκείνος αφού τους διαβεβαιώνει πως είναι αληθινή ιστορία, ολοκληρώνει: «Κύριοι, έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή κάθε ανθρώπου που πρέπει να επιλέξει αν θα σταθεί όρθιος ή αν θα το βάλει στα πόδια. Επιλέγω το πρώτο».


 [ΠΗΓΗ: Τσαρλς Μπουκόφσκι, Η πιο όμορφη γυναίκα στην πόλη κι άλλες ιστορίες - pandoxeio.com/ ]

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles