ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 20 Οκτωβρίου 1854, γεννήθηκε ο Αρθούρος Ρεμπώ. Ο ποιητής, τον οποίο ο Βίκτωρ Ουγκώ χαρακτήρισε «μικρό Σαίξπηρ», έγραψε τα σημαντικότερα έργα του πριν κλείσει τα είκοσι και στα είκοσι ένα σταμάτησε εντελώς να γράφει. Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου του 1891, σε ηλικία 37 ετών. Ο Αρθούρος Ρεμπώ ήταν ένας από τους κύριους εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση. Έχει χαρακτηριστεί ως μία από τις πιο καταστρεπτικές και λυτρωτικές παρουσίες στον πολιτισμό του 20ού αιώνα, παρά το γεγονός ότι έως και το θάνατό του δεν ήταν γνωστός παρά στους κύκλους της αβάν-γκαρντ
Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματά και σας κάνει να κοκκινίζετε.
Υπάρχει ένα ρολόι που δεν χτυπά.
Υπάρχει μια χαράδρα με μια φωλιά με ζώα λευκά.
Υπάρχει μια μητρόπολις που κατεβαίνει και μια λίμνη που ανεβαίνει.
Υπάρχει ένα μικρό αμάξι εγκαταλειμμένο μέσα στο δάσος, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας, στολισμένο με κορδέλες.
Υπάρχει ένας θίασος μικρών θεατρίνων με κοστούμια, διακρίνονται πάνω στο δρόμο ανάμεσα απ’ το δάσος άκρη-άκρη.
Υπάρχει, τέλος, όταν πεινά και διψά, κάποιος που σας κυνηγά.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
ΙΙΙ
Στο δάσος, υπάρχει ένα πουλί, το τραγούδι του σας σταματάει και σας κάνει να κοκκινίζετε.
Υπάρχει ένα ρολόι που δεν κτυπά.
Υπάρχει ένα έλος με μια φωλιά ζώων λευκών.
Υπάρχει ένας καθεδρικός ναός που κατεβαίνει και μια λίμνη που ανεβαίνει.
Υπάρχει ένα μικρό αμάξι παρατημένο μέσα στη λόχμη, ή που κατεβαίνει το μονοπάτι τρέχοντας με κορδέλες σκεπασμένο.
Υπάρχει ένα μπουλούκι μικρών ηθοποιών με κουστούμια, που διακρίνονται πάνω στο δρόμο μέσα από τις παρυφές του δάσους.
Υπάρχει τέλος πάντων, όταν πεινάμε και διψάμε, κάποιος που σας κυνηγά.
IV
Είμαι ο άγιος, σε προσευχή πάνω στην ταράτσα,- όπως τα ζώα τα ειρηνικά βόσκουν στη θάλασσα της Παλαιστίνης.
Είμαι ο επιστήμων στην πολυθρόνα τη σκοτεινή. Τα κλαδιά και η βροχή σπρώχνονται στα παράθυρα της βιβλιοθήκης.
Είμαι ο πεζοπόρος του μεγάλου δρόμου από τα χαμηλά δάση. Ο θόρυβος από τους υδατοφράκτες σκεπάζει τις πατημασιές μου. Βλέπω για πολλή ώρα τη μελαγχολική χρυσή μπουγάδα της δύσης.
Θα ήμουν για τα καλά το παιδί το παρατημένο πάνω στην προκυμαία τη φευγάτη για τη μεγάλη θάλασσα, ο μικρός υπηρέτης που ακολουθεί την δεντροστοιχία και που το μέτωπό του ακουμπά τον ουρανό.
Τα μονοπάτια είναι σκληρά. Τα βουναλάκια σκεπάζονται με σπαρτά. Ο αέρας είναι ακίνητος. Πόσο τα πουλιά και οι πηγές είναι μακριά. Ίσως είναι το τέλος του κόσμου, που ξεκινάει.
FAIRY
Για την Ελένη έκαναν συνωμοσία οι χυμοί που καλλωπίζουν τα φυτά μέσα στις αγνές σκιές και οι ατάραχες διαύγειες μέσα στην αστρική σιγή. Η ζωντάνια του καλοκαιριού έδωσε εμπιστοσύνη στα μουγκά πουλιά και η απαιτούμενη τεμπελιά σε μια βάρκα του πένθους χωρίς αξία από τους όρμους των νεκρών ερώτων και των αρωμάτων που ξεθύμαναν.
-Μετά η στιγμή της ξεκούρασης των ξυλοκόπων γυναικών μες στη βοή του καταρράχτη, κάτω απ’ το γκρέμισμα του δάσους, η κωδωνοκρουσία των ζώων μέσα στην ηχώ των κοιλάδων, και κραυγές από τις στέπες .-
Για την παιδική ηλικία της Ελένης ανατρίχιασαν τα άβατα των δασών και οι σκιές,- και των φτωχών το στήθος, κι οι θρύλοι του ουρανού.
Και τα μάτια της κι ο χορός της ανώτερα ακόμη μέσα στα πολύτιμα θραύσματα, στις ψυχρές επιρροές, στη χαρά της διακόσμησης και της μοναδικής ώρας.
Πρωινό Μέθης
Ω Αγαθό μου! Ω το Ωραίο μου! Φανφάρα βάναυση όπου δε σκοντάφτω καθόλου! Στρεβλή μαγική! Ουρά για το ανήκουστο έργο και για το θαυμαστό σώμα, για πρώτη φορά. Αυτό άρχισε κάτω από τα γέλια των παιδιών, θα τελειώσει από αυτά. Το δηλητήριο τούτο θα μείνει σε όλες τις φλέβες μας, ακόμα και όταν, καθώς η φανφάρα στραφεί, θα παραδοθούμε στην παλιά δυσαρμονία. Ω τώρα, εμείς τόσο άξιοι για αυτά τα μαρτύρια. Ας μαζέψουμε με θέρμη αυτή την υπεράνθρωπη υπόσχεση καμωμένη στο πλασμένο σώμα μας και στην ψυχή μας, αυτή την υπόσχεση, αυτή την παραφροσύνη. Η κομψότητα, η γνώση, η βιαιότητα! Μας υποσχέθηκαν να θάψουν στη σκιά το δέντρο του καλού και του κακού, να εξοστρακίσουν τις τυραννικές εντιμότητες, για να οδηγήσουμε τον πολύ αγνό μας έρωτα. Αυτό αρχίνησε με μερικές αηδίες και αυτό τελείωσε, μην μπορώντας να μας αρπάξει αμέσως από αυτή την αιωνιότητα, αυτό τελείωσε με ένα σκόρπισμα αρωμάτων.
Γέλιο των παιδιών, διακριτικότητα των σκλάβων, αυστηρότητα των παρθένων, φρίκη των μορφών και των εδώ αντικειμένων, να είστε καθηγιασμένοι με την ανάμνηση αυτής της αγρυπνίας. Να που τελειώνει με αγγέλους φλόγας και πάγου.
Μικρό ξενύχτι μεθυσιού, άγιο! όταν αυτό δε θα ήταν παρά για τη μάσκα που μας χάρισες. Σε βεβαιώνουμε, μέθοδε! Δεν ξεχνούμε ότι δόξασες χθες την καθεμιά από τις ηλικίες μας. Έχουμε πίστη στο δηλητήριο. Ξέρουμε να δίνουμε τη ζωή μας ολάκερη κάθε μέρα.
Να ’τη η εποχή των Δολοφόνων.
[Αρθούρος Ρεμπώ, Εκλάμψεις, μετάφραση: Αλέξης Ασλάνογλου, Ηριδανός, Αθήνα 1981]
Μέσα σε μια σιταποθήκη όπου κλείστηκα δώδεκα χρονών γνώρισα τον κόσμο, δόξασα την ανθρώπινη κωμωδία. Μέσα σ’ ένα κελάρι έμαθα την ιστορία. Σε κάποια γιορτή νυχτερινή σε μια πολιτεία Βορεινή συνάντησα όλες τις γυναίκες των παλιών ζωγράφων. Σ’ ένα παλιό δρομάκι στο Παρίσι διδάχτηκα τις κλασσικές επιστήμες. Μέσα σ’ ένα υπέροχο μέγαρο κυκλωμένο από την Ανατολή ολόκληρη συμπλήρωσα το απέραντο έργο μου και πέρασα την ένδοξη μοναξιά μου. Ανατάραξα το αίμα μου. Το χρέος μου μ’ ανατέθηκε. Μάλιστα, δεν πρέπει πια να το σκέφτομαι. Πραγματικά εγώ είμαι πέρα από τον τάφο, και όχι ανταμοιβές.
[Αρθούρος Ρεμπώ, Κείμενα και κριτική, μετάφραση-επιμέλεια: Βαγγέλης Χατζηδημητρίου, Γαλαξίας, Αθήνα 1971]
Βίος και Πολιτεία
Ο Arthur Rimbaud γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 στη Charleville κοντά στα βελγικά σύνορα. Από μικρός εκφράζεται με ωριμότητα σπάνια για την ηλικία του· μόλις δέκα χρονών γράφει το κείμενο «Ο ήλιος ήταν ακόμα ζεστός».Γύρω στα δεκατέσσερα, συνθέτει τέλειους στίχους στα λατινικά που δημοσιεύονται και βραβεύονται. Το 1869 γράφει το πρώτο του ποίημα στα γαλλικά «Τα πρωτοχρονιάτικα δώρα των ορφανών», που δημοσιεύεται σε περιοδικό.
Το 1870 γράφει πολλά ποιήματα σε στίχο, που προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στους γνωστούς ποιητές της εποχής. Το καλοκαίρι αυτής της χρονιάς το σκάει από το σπίτι του για το Παρίσι, ελπίζοντας να δει από κοντά την πτώση του Ναπολέοντα του τρίτου· στο τρένο συλλαμβάνεται γιατί δεν έχει να πληρώσει το εισιτήριο και φυλακίζεται. Λίγες μέρες μετά γυρίζει σπίτι του, απ’ όπου ξαναφεύγει αμέσως για το Βέλγιο με τα πόδια, θέλοντας να δουλέψει σαν δημοσιογράφος. Φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες, αλλά απογοητευμένος από τη δημοσιογραφία την εγκαταλείπει. Στο διάστημα αυτό γράφει μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του. Το 1871 διαβάζει βιβλία μαγείας και σοσιαλιστικά συγγράμματα. Τρίτη φυγή· στο Παρίσι όπου τριγυρίζει για δεκαπέντε μέρες. Καταστρώνει ένα σχέδιο κομμουνιστικού συντάγματος που το χειρόγραφό του χάθηκε. Την άνοιξη αυτής της χρονιάς αναπτύσσει σε δύο γράμματα σε φίλους του, τις επαναστατικές ιδέες του για την ποίηση.
Περνά μια έντονη κρίση αντιχριστιανισμού. Αρχίζει να γράφει πεζά ποιήματα. Αυτό το χρόνο (1871), γράφονται «Οι ερημιές του έρωτα»που περιέχουν τρία μόνο κομμάτια. Το Σεπτέμβριο του 1871 ο Verlaine τον καλεί να μείνει μαζί του στο Παρίσι και ο δεκαπεντάχρονος ποιητής έρχεται παίρνοντας μαζί τα ποιήματά του· μέσα σ’ αυτά είναι το «Μεθυσμένο καράβι» που μόλις έγραψε. Ένα διάστημα μένει στο σπίτι του. Οι δύο ποιητές συνδέονται στενά· ο δεσμός τους είναι πολυτάραχος. Το Μάρτιο του 1872 ο Rimbaud γυρίζει στη Charleville όπου γράφει τα τελευταία του ποιήματα σε στίχο· Τον Ιούλιο φεύγει για το Βέλγιο και ο Verlaine τον ακολουθεί, εγκαταλείποντας τη γυναίκα του. Το Δεκέμβριο ο Rimbaud γυρίζει στο πατρικό του σπίτι. Οι μελετητές διαφωνούν σχετικά με τη χρονολόγηση της συλλογής Φωτισμοί. Κατά τον Verlaine που τη δημοσίευσε πρώτος το 1886, γράφτηκε μεταξύ 1873-1875. Κατά τον Ernest Delahaye μεταξύ 1872-1873, πριν από την συλλογή Μια εποχή στην κόλαση σύμφωνα με μια τρίτη άποψη (Gustave Kahn), ένα μέρος της γράφτηκε πριν και το υπόλοιπο μετά. Ο τίτλος Φωτισμοί αποδίδεται από τον Verlaine στον Rrimbaud, αλλά στο χειρόγραφο δεν είναι γραμμένος με το χέρι του ποιητή. Τον Ιούλιο του 1873, στις Βρυξέλλες, ο Rimbaud δηλώνει στον Verlaine ότι θέλει να διακόψει το δεσμό τους, αυτός τον πυροβολεί τραυματίζοντάς τον ελαφρά και καταδικάζεται σε δύο χρόνια φυλακή. Η συλλογή Μια εποχή στην κόλαση γράφεται μεταξύ Απριλίου – Αυγούστου του 1873. Τυπώνεται στις Βρυξέλλες τον ίδιο χρόνο σε 500 αντίτυπα. Στον ποιητή έστειλαν μερικά που έδωσε σε φίλους του και επειδή δεν πλήρωσε τα έξοδα της έκδοσης, τα υπόλοιπα έμειναν στο τυπογραφείο. Βρέθηκαν το 1901 και προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση, γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι τα είχε κάψει ο ίδιος ο ποιητής. Ο Rimbaud δε γράψει πια. Ταξιδεύει από την Κύπρο στο Άντεν και από τις Σκανδιναυϊκές χώρες στην Αβησσυνία· κάνει όλες τις δουλειές από έργα της μέχρι έμπορος όπλων. Είναι ο πρώτος ευρωπαίος που φτάνει στη Bubassa της ανατολικής Αφρικής και εξερευνά τις γύρω περιοχές της Σομαλίας.
Το 1883 η Γαλλική Γεωγραφική Εταιρία δημοσιεύει τις ανακαλύψεις του. Διασχίζοντας την Αβησσυνία φτάνει το 1887 στο Harrar δίνοντας σημαντικά στοιχεία για τις εξερευνήσεις του. Μετά από συνεχείς περιπέτειες, κακουχίες και στερήσεις, του παρουσιάζεται ένας όγκος στο δεξί πόδι και γυρίζει στη Γαλλία, βαριά άρρωστος. Πεθαίνει στις 10 Νοεμβρίου 1891, τριάντα επτά χρονών.
«Μια εποχή στην κόλαση Ποίημα» του Α. Ρεμπώ / Μελοποίηση: Γιάννης Αγγελάκας – Γιώργος Καρράς (ΤΡΥΠΕΣ):
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου
και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα
οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα...
Ω μάγισσες, μιζέρια, μίσος
εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω απ'τα λογικά μου
κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
Με ύπουλο σάλτο χίμηξα σα θηρίο
πάνω σ'όλες τις χαρές σας να τις κατασπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε οργή και μάστιγα
να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο
η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη
στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος
ξεγέλασα τη τρέλα
και η άνοιξη μου πρόσφερε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
και ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ Το μεθυσμένο Καράβι του Νίκου Γκάτσου που μελοποιήθηκε μοναδικά από το Μάνο Χατζιδάκι: Αρθούρε Ρεμπώ:
Αρθούρε Ρεμπώ
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει
Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρωμιά
κληρονομιά
για μας
κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς
Αρθούρε Ρεμπώ
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη
κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι
Αρθούρε Ρεμπώ
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ
να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει
απόψε θα μπω
στο μαύρο μεθυσμένο σου καράβι
μακριά ν’ ανοιχτώ
σε κύκλο φριχτό
που ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει
Αγγέλου γιασεμιά
σκόρπισες μέσα στην βρωμιά
κληρονομιά
για μας
κι εσύ παντοτινά
σε σταυροδρόμια σκοτεινά
το σατανά πολεμάς
Αρθούρε Ρεμπώ
το βράδυ θαμπό
και η πόρτα του παράδεισου κλεισμένη
κατάρα κι οργή
μοιράζουν την γη
και χέρι χέρι παν οι κολασμένοι
Αρθούρε Ρεμπώ
θα μπω στο μεθυσμένο σου καράβι
Αρθούρε Ρεμπώ
να δω ποια σπίθα σώθηκε κι ανάβει