Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Ὥρα γιὰ κάτι ἐπαναστατικό: παλιότερα οι άνθρωποι πετούσαν στον ουρανό

$
0
0

Ὁ Νῶ­ε χα­μο­γέ­λα­σε. Εἶ­χαν ἔρ­θει ὅ­λα τὰ ζῶ­α. Ἡ τε­ρά­στια κι­βω­τὸς πῆ­ρε τρί­ζον­τας νὰ κι­νεῖ­ται. Λί­γο πρὶν τὶς 10 ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὴν τρο­χιὰ τῆς γῆς. Πίσω απ’ το σκονισμένο τζάμι αχνοφαίνταν τα γράμματα «Google»… Ἡ Λὶζ μισοῦ­σε τὸ F­a­c­e­b­o­ok. Φά­τσα φό­ρα φαι­νό­ταν στὶς φω­το­γρα­φί­ες τὸ τί συ­νέ­βη πά­νω στὸ με­θύ­σι της· στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιό της, στὸ Μπά­κιν­γκχαμ.



Ἐ­νερ­γο­ποί­η­σε προ­σε­κτι­κὰ τὸν ὡ­ρο­λο­για­κὸ μηχανισμὸ καὶ το­πο­θέ­τη­σε τὸ τρό­παι­ο πί­σω στὸ χρη­μα­το­κι­βώ­τιο. Ἀ­πὸ μακριὰ ἀν­τη­χοῦ­σαν οἱ βουβου­ζέ­λες.

Ὁ Τὶλλ δί­στα­σε. Ἔ­πει­τα, πί­ε­σε δι­στα­κτι­κὰ τὸ παράξε­νο κουμ­πί. Ἀ­κο­λού­θη­σε ὅ,τι 13,7 ἑκ. χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα θὰ ὀ­νο­μα­ζό­ταν «τὸ με­γά­λο μπάμ».

Μὲ μι­σὴ καρ­διὰ τῆς ἔ­δω­σε τὰ χρή­μα­τα. «200 γι’ αὐ­τό; Κα­λύ­τε­ρη ἡ γυ­ναί­κα μου!» Ἐ­κεί­νη χα­μο­γέ­λα­σε ψυ­χρά. «Ἄ­πο­ψή σου; μὰ πληρώ­νει κα­λύ­τε­ρα.»

Ὁ Ἄ­λεξ ὑ­πο­λο­γί­ζει. Τὸ κύ­μα εἶ­ναι τώ­ρα 10 χλμ ἀ­π’ τὴν ἀ­κτή. Ἀ­κό­μα προ­λα­βαί­νουν νὰ γλι­τώ­σουν οἱ ἀνυ­πο­ψί­α­στοι κά­τοι­κοι. Γα­βγί­ζει πιὸ πο­λύ.

Τὰ ἀ­το­μι­κὰ μα­νι­τά­ρια, μι­κρὰ φω­τει­νὰ ση­μεῖ­α, κάλυπταν τὴν ὑ­δρό­γει­ο. Ὁ Στέ­φαν κοι­τοῦ­σε ἔκθαμβος στὸ τζά­μι. Τὸ ὑ­πό­λοι­πο πλή­ρω­μα κοιμόταν.

Τὸ δω­μά­τιό του κα­θό­λου δὲν εἶ­χε ἀλ­λά­ξει. Κα­θό­ταν στὸ κρε­βά­τι σὰν ἄ­νοι­ξε ἡ πόρ­τα. Ἡ μη­τέ­ρα του κοίτα­ξε στὸν ἄ­δει­ο χῶ­ρο. Ἔ­κλαι­γε.

Τὸ ἀ­πο­τύ­πω­μα τῆς μπό­τας γυ­ά­λι­ζε στὴ γκρί­ζα σκόνη τῆς σε­λή­νης. Στὴν προ­σγεί­ω­ση τοῦ σκά­φους τοῦ Ἄρ­μστρονγκ τὸ ἀ­πο­λί­θω­μα δο­νή­θη­κε ἐ­λα­φρῶς.

 «Τί εἶ­ναι αὐ­τό;» Ἡ μι­κρὴ Λὺνν ἔ­δει­ξε τὸ σκου­ρι­α­σμέ­νο μον­τέ­λο 747. Ὁ πα­τέ­ρας της χα­μο­γέ­λα­σε. «Πα­λι­ό­τε­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι πετοῦ­σαν στὸν οὐ­ρα­νό.»
Τὸ πλῆ­θος σώ­πα­σε, κα­θὼς ὁ φύ­λαρ­χος στρά­φη­κε πρὸς τὸ μαν­τεῖ­ο. Πί­σω ἀ­π’ τὸ σκο­νι­σμέ­νο τζά­μι ἀχνο­φαί­νον­ταν θαμ­πὰ τὰ γράμ­μα­τα: «G­o­o­g­le».

Τρέ­μον­τας εἰ­σή­γα­γε ὁ Ὀμ­πά­μα τὸν κω­δι­κὸ καὶ γύρισε τὸ δι­α­κό­πτη. Ἡ πόρ­τα τι­νά­χτη­κε δι­ά­πλα­τα. «Πρω­τα­πρι­λιά!» χα­χά­νι­ζε ὁ ἀρ­χη­γὸς τοῦ Πενταγώνου.

Ἀλ­λι­ῶς τὰ εἶ­χε φαν­τα­στεῖ τὰ πε­ρὶ τῆς ἀναστά­σε­ως ἡ Κέ­ιτ. Κά­πως πιὸ βι­βλι­κά. Ἀργὰ κυ­λοῦ­σαν τώ­ρα οἱ στα­γό­νες στὰ τοιχώ­μα­τα τῆς γυά­λας.

Ὁ πα­τὴρ Ὄ­λις τοῦ ψι­θύ­ρι­σε πε­θαί­νον­τας τὴ στερ­νὴ φρά­ση τῆς ζω­ῆς του: «Τὰ χρή­μα­τα εἶ­ναι στὸ.­.» «Πρω­ι­νό­ο­ο!» ἀν­τή­χη­σε ἡ φω­νὴ τῆς ἡ­γου­μέ­νης.

 «Γι’ αὐ­τὸ ἀ­παι­τῶ…» Οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ Ο­Η­Ε κοίταξαν πα­γω­μέ­νοι τὸν ὁ­μι­λη­τή. «Πό­λε­μο!» Ξέσπα­σε θύ­ελ­λα ἀν­τι­δρά­σε­ων. Ὁ δι­ερ­μη­νέ­ας χαμογε­λοῦ­σε.

Ἡ Λὶζ μι­σοῦ­σε τὸ F­a­c­e­b­o­ok. Φά­τσα φό­ρα φαι­νό­ταν στὶς φω­το­γρα­φί­ες τὸ τί συ­νέ­βη πά­νω στὸ με­θύ­σι της· στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιό της, στὸ Μπά­κιν­γκχαμ.

Ἡ Κλά­ρα πε­ρι­ερ­γά­στη­κε τὸν πα­ρά­ξε­νο ἄν­δρα. «Ποι­ός Ἀ­δόλ­φος; Δὲν ἔ­χω κὰν γιό!» Ὁ ξέ­νος χαμογέ­λα­σε. «Ὄ­χι ἀ­κό­μα.» εἶ­πε καὶ πυ­ρο­βό­λη­σε.
*­ * *
Μὲ τὸ πά­σο τους βά­δι­ζαν οἱ κου­κου­λο­φό­ροι μὲ τὴ λεί­α ἀ­πὸ τὸ χρυ­σο­χο­εῖ­ο. Ἔ­ξω στὴν ἀλέ­α κα­λὰ κρα­τοῦ­σε τὸ καρ­να­βά­λι.

Τὸ μπου­κά­λι ἔ­σπα­σε στὸ βρεγ­μέ­νο βρά­χο. Στὸ ἁλμυ­ρὸ νε­ρὸ κύ­λη­σε ἡ πα­λιὰ με­λά­νη: «­S.O.S. Ναυαγὸς στὸ Βε­ρο­λί­νο. Νη­σὶ γε­μά­το κα­νι­βά­λους.»

500 ἑκ. ἄν­θρω­ποι πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν ἀ­π’ εὐ­θεί­ας τὸν ἀ­γώ­να, ὅ­ταν ὁ ξέ­νος ἐμ­φα­νί­στη­κε στὶς ὀ­θό­νες. Πα­νι­κὸς ἔ­πια­σε πρῶ­τα τὶς μη­τρο­πό­λεις

Τὰ δι­α­στη­μό­πλοι­α αἰ­ω­ροῦν­ταν πά­νω ἀ­π’ τὴ ζούγκλα. Ὁ γε­ρο-βα­σι­λιὰς τῶν Μά­για χτύ­πη­σε στὸν ὦ­μο τὸν ἀρ­χη­γὸ τῶν ἐ­ξω­γή­ι­νων. «Ἀ­παρ­τί­α. Φύγαμε.»

Α­ΝΑ­ΚΑ­ΛΥ­ΨΗ ΝΕ­ΟΥ ΠΛΑ­ΝΗ­ΤΗ! Ἡ συ­νέν­τευ­ξη τύ­που τῆς N­A­SA ἀ­να­με­τα­δι­δό­ταν ἀ­πευ­θεί­ας παν­τοῦ. Ἡ κα­θα­ρί­στρια σκού­πι­ζε τὴ σκό­νη ἀ­π’ τὸ τη­λε­σκό­πιο.

Ἄ­νοι­γε δρό­μο πρὸς τὸ φῶς. Ἀ­λή­θεια ἦ­ταν: τὸ τοῦ­νελ. Τὸ δυ­να­τὸ φῶς. Αὐ­τὸ ἦ­ταν λοι­πόν. Μιὰ φω­νὴ ἀ­κού­στη­κε: «Εἶ­ναι ἀ­γό­ρι!»

Ὁ καθ. Λὶ ἐ­ξέ­τα­σε τὴ σά­ρω­ση. Τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο ἦ­ταν με­γά­λο ὅ­σο τὸ Λὸς Ἄν­τζε­λες. Μό­νο ἡ κο­ρυ­φὴ ἐ­ξεῖ­χε ἀ­π’ τὴν ἄμ­μο. Οἱ πυ­ρα­μί­δες τῆς Γκί­ζας.
Ὁ Ἂλ εἶ­χε 72 ὦ­ρες νὰ κοι­μη­θεῖ. Ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νος παρέπαιε στὴν ἄγονη ἐρημιά. Κοίταξε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ πάνω ἀνέτειλε μόλις ἡ Γῆ.

5 χρόνια μόνος στὸ ἀτομικὸ καταφύγιο. Τὴ θλιβερὴ ἐπέτειο γιόρταζε ὁ Μπὲν μὲ κρέας κονσέρβας. Κανεὶς δὲν τοῦ δίδαξε τὸ λάθος συναγερμό.

Μὲ ἕναν Macintosh ὑπομάλης ἀποβιβάστηκε ἀπ’ τὴ χρονομηχανή. «Ὥρα γιὰ κάτι ἐπαναστατικό!» σκέφτηκε ὁ νεαρὸς Στὴβ Τζόμπς. Ἦταν στὰ 1983.
Πη­γή:Φλόριαν Μάιμπεργκ, 31 Ελάχιστες Ιστορίες (επιλογή)  http://twitter.com/tiny_tales

Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles