Ὁ Νῶε χαμογέλασε. Εἶχαν ἔρθει ὅλα τὰ ζῶα. Ἡ τεράστια κιβωτὸς πῆρε τρίζοντας νὰ κινεῖται. Λίγο πρὶν τὶς 10 ἐγκατέλειψε τὴν τροχιὰ τῆς γῆς. Πίσω απ’ το σκονισμένο τζάμι αχνοφαίνταν τα γράμματα «Google»… Ἡ Λὶζ μισοῦσε τὸ Facebook. Φάτσα φόρα φαινόταν στὶς φωτογραφίες τὸ τί συνέβη πάνω στὸ μεθύσι της· στὸ ὑπνοδωμάτιό της, στὸ Μπάκινγκχαμ.
Ἐνεργοποίησε προσεκτικὰ τὸν ὡρολογιακὸ μηχανισμὸ καὶ τοποθέτησε τὸ τρόπαιο πίσω στὸ χρηματοκιβώτιο. Ἀπὸ μακριὰ ἀντηχοῦσαν οἱ βουβουζέλες.
Ὁ Τὶλλ δίστασε. Ἔπειτα, πίεσε διστακτικὰ τὸ παράξενο κουμπί. Ἀκολούθησε ὅ,τι 13,7 ἑκ. χρόνια ἀργότερα θὰ ὀνομαζόταν «τὸ μεγάλο μπάμ».
Μὲ μισὴ καρδιὰ τῆς ἔδωσε τὰ χρήματα. «200 γι’ αὐτό; Καλύτερη ἡ γυναίκα μου!» Ἐκείνη χαμογέλασε ψυχρά. «Ἄποψή σου; μὰ πληρώνει καλύτερα.»
Ὁ Ἄλεξ ὑπολογίζει. Τὸ κύμα εἶναι τώρα 10 χλμ ἀπ’ τὴν ἀκτή. Ἀκόμα προλαβαίνουν νὰ γλιτώσουν οἱ ἀνυποψίαστοι κάτοικοι. Γαβγίζει πιὸ πολύ.
Τὰ ἀτομικὰ μανιτάρια, μικρὰ φωτεινὰ σημεῖα, κάλυπταν τὴν ὑδρόγειο. Ὁ Στέφαν κοιτοῦσε ἔκθαμβος στὸ τζάμι. Τὸ ὑπόλοιπο πλήρωμα κοιμόταν.
Τὸ δωμάτιό του καθόλου δὲν εἶχε ἀλλάξει. Καθόταν στὸ κρεβάτι σὰν ἄνοιξε ἡ πόρτα. Ἡ μητέρα του κοίταξε στὸν ἄδειο χῶρο. Ἔκλαιγε.
Τὸ ἀποτύπωμα τῆς μπότας γυάλιζε στὴ γκρίζα σκόνη τῆς σελήνης. Στὴν προσγείωση τοῦ σκάφους τοῦ Ἄρμστρονγκ τὸ ἀπολίθωμα δονήθηκε ἐλαφρῶς.
«Τί εἶναι αὐτό;» Ἡ μικρὴ Λὺνν ἔδειξε τὸ σκουριασμένο μοντέλο 747. Ὁ πατέρας της χαμογέλασε. «Παλιότερα οἱ ἄνθρωποι πετοῦσαν στὸν οὐρανό.»
Τὸ πλῆθος σώπασε, καθὼς ὁ φύλαρχος στράφηκε πρὸς τὸ μαντεῖο. Πίσω ἀπ’ τὸ σκονισμένο τζάμι ἀχνοφαίνονταν θαμπὰ τὰ γράμματα: «Google».
Τρέμοντας εἰσήγαγε ὁ Ὀμπάμα τὸν κωδικὸ καὶ γύρισε τὸ διακόπτη. Ἡ πόρτα τινάχτηκε διάπλατα. «Πρωταπριλιά!» χαχάνιζε ὁ ἀρχηγὸς τοῦ Πενταγώνου.
Ἀλλιῶς τὰ εἶχε φανταστεῖ τὰ περὶ τῆς ἀναστάσεως ἡ Κέιτ. Κάπως πιὸ βιβλικά. Ἀργὰ κυλοῦσαν τώρα οἱ σταγόνες στὰ τοιχώματα τῆς γυάλας.
Ὁ πατὴρ Ὄλις τοῦ ψιθύρισε πεθαίνοντας τὴ στερνὴ φράση τῆς ζωῆς του: «Τὰ χρήματα εἶναι στὸ..» «Πρωινόοο!» ἀντήχησε ἡ φωνὴ τῆς ἡγουμένης.
«Γι’ αὐτὸ ἀπαιτῶ…» Οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ ΟΗΕ κοίταξαν παγωμένοι τὸν ὁμιλητή. «Πόλεμο!» Ξέσπασε θύελλα ἀντιδράσεων. Ὁ διερμηνέας χαμογελοῦσε.
Ἡ Λὶζ μισοῦσε τὸ Facebook. Φάτσα φόρα φαινόταν στὶς φωτογραφίες τὸ τί συνέβη πάνω στὸ μεθύσι της· στὸ ὑπνοδωμάτιό της, στὸ Μπάκινγκχαμ.
Ἡ Κλάρα περιεργάστηκε τὸν παράξενο ἄνδρα. «Ποιός Ἀδόλφος; Δὲν ἔχω κὰν γιό!» Ὁ ξένος χαμογέλασε. «Ὄχι ἀκόμα.» εἶπε καὶ πυροβόλησε.
* * *
Μὲ τὸ πάσο τους βάδιζαν οἱ κουκουλοφόροι μὲ τὴ λεία ἀπὸ τὸ χρυσοχοεῖο. Ἔξω στὴν ἀλέα καλὰ κρατοῦσε τὸ καρναβάλι.
Τὸ μπουκάλι ἔσπασε στὸ βρεγμένο βράχο. Στὸ ἁλμυρὸ νερὸ κύλησε ἡ παλιὰ μελάνη: «S.O.S. Ναυαγὸς στὸ Βερολίνο. Νησὶ γεμάτο κανιβάλους.»
500 ἑκ. ἄνθρωποι παρακολουθοῦσαν ἀπ’ εὐθείας τὸν ἀγώνα, ὅταν ὁ ξένος ἐμφανίστηκε στὶς ὀθόνες. Πανικὸς ἔπιασε πρῶτα τὶς μητροπόλεις
Τὰ διαστημόπλοια αἰωροῦνταν πάνω ἀπ’ τὴ ζούγκλα. Ὁ γερο-βασιλιὰς τῶν Μάγια χτύπησε στὸν ὦμο τὸν ἀρχηγὸ τῶν ἐξωγήινων. «Ἀπαρτία. Φύγαμε.»
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΝΕΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ! Ἡ συνέντευξη τύπου τῆς NASA ἀναμεταδιδόταν ἀπευθείας παντοῦ. Ἡ καθαρίστρια σκούπιζε τὴ σκόνη ἀπ’ τὸ τηλεσκόπιο.
Ἄνοιγε δρόμο πρὸς τὸ φῶς. Ἀλήθεια ἦταν: τὸ τοῦνελ. Τὸ δυνατὸ φῶς. Αὐτὸ ἦταν λοιπόν. Μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε: «Εἶναι ἀγόρι!»
Ὁ καθ. Λὶ ἐξέτασε τὴ σάρωση. Τὸ ἀντικείμενο ἦταν μεγάλο ὅσο τὸ Λὸς Ἄντζελες. Μόνο ἡ κορυφὴ ἐξεῖχε ἀπ’ τὴν ἄμμο. Οἱ πυραμίδες τῆς Γκίζας.
Ὁ Ἂλ εἶχε 72 ὦρες νὰ κοιμηθεῖ. Ἐξουθενωμένος παρέπαιε στὴν ἄγονη ἐρημιά. Κοίταξε ψηλὰ στὸν οὐρανό. Ἐκεῖ πάνω ἀνέτειλε μόλις ἡ Γῆ.
5 χρόνια μόνος στὸ ἀτομικὸ καταφύγιο. Τὴ θλιβερὴ ἐπέτειο γιόρταζε ὁ Μπὲν μὲ κρέας κονσέρβας. Κανεὶς δὲν τοῦ δίδαξε τὸ λάθος συναγερμό.
Μὲ ἕναν Macintosh ὑπομάλης ἀποβιβάστηκε ἀπ’ τὴ χρονομηχανή. «Ὥρα γιὰ κάτι ἐπαναστατικό!» σκέφτηκε ὁ νεαρὸς Στὴβ Τζόμπς. Ἦταν στὰ 1983.