ΑΜΕΙΛΙΚΤΗ ευεργεσία ΣΙΩΠΗΣ στα έγκατα κτερίσματα της ΡΕΜΒΗΣ: με στίχους από αγαπημένα ποιήματα Μανόλη Αναγνωστάκη, Οδυσσέα Ελύτη, Κ.Π. Καβάφη, Γιάννη Ρίτσου και Γιώργου Σεφέρη: «Θα φύγουμε κάποτε, εν Φαντασία και Λόγω, με μιαν επιθυμία φλογισμένη όπως μες τον απέραντο ουρανό το ξάστερο συναίσθημα στην όχθη ενός Δέλτα Ιδεώδη εν τη Λύπη του και Ερήμην…»
Οι στίχοι αυτοί με την αόριστη γοητεία τους,
την ονειρώδη συμπαθητική ομορφιά,
οι τελευταίοι στους τελευταίους που θα γραφτούν
μεσ’ στην ιδέα τους για ένα πουκάμισο αδειανό
και γυμνοί ως το κόκαλο της επιθυμίας τους
για μιαν Ελένη:
βαθύ-βαθύ το πέσιμο, βαθύ-βαθύ το ανέβασμα,
το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,
βαθιά-βαθιά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής
σε κάποιον άλλον ουρανό που λάμπει ξένος ήλιος,
στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω
τους βαθιούς κυαμώνες άλλων κοριτσιών…
δοκιμές νάρκης του άλγους που ένιωσαν την αδημονία τους
ματιές που παραλληλίσανε το χρόνο,
μοιράζοντας τον πόθο στα δυο
κι η φλόγα έγινε φίλημα στα μέλη κι αναφιλητό
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας,
ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά
με ρίγος θριάμβου μες τη κλειστή μοναξιά
με την αλλοτινή μορφή που δεν γνώρισες κι όμως την ξέρεις
τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της
αν είχε μπερδευτεί μες στις ερωτοτροπίες
των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων;
ζαρκάδι πόθου κοντά στην λύτρωσή του;
ή γυναίκα που την αγάπησες στα τελευταία της νιότης σου κι έμεινε για πάντα όμορφη;
κι όλο φοβάσαι καθώς την κράτησες γυμνή το μεσημέρι
… στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου
είναι το φως… ίσκιοι της νύχτας…
πόσα κρυμμένα τιμαλφή, λοιπόν, να σώσεις;
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσεις μέσα στις φλόγες;
ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα εκτυφλωτικά,
όρθιος και μόνος μες στη φοβερή ερημία του πλήθους
ενεός
και
σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
περιμένοντας βαρβάρους που δεν θα ’ρθουν,
άκουσε με συγκίνηση, αλλά όχι με των δειλών τα παρακάλια,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
άκουσε τους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
και αποχαιρέτα το αίνιγμά σου, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Οι ποιητές όπως πάντα θα γράφουν ωραία ποιήματα
προσπαθώντας, τουλάχιστον, μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
να κάνουν τη ζωή τους όπως την θέλουν,
ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
όπου σελαγίζει ο δικός τους αστερίας,
τριγυρνώντας μερόνυχτα
σε ορίζοντες λευκούς της αστραπής και του ονείρου
Κι αν σου μιλούν με παραβολές και παραμύθια,
για κοράλλια και μαργαριτάρια
και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
κεχριμπάρια κι έβενους κι ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής
Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες και θυμωμένο Ποσειδώνα,
για ευτυχία και μέθη κι ενθουσιασμό ακόμη,
σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας,
μες στο γδυτό νερό καβάλα στο μαΐστρο
λέξεις χλομές πληγωμένα ελεγεία
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα
κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή,
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει,
σου δίνει το ωραίο ταξίδι, την Ιθάκη
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας
κι έτσι σοφός που γίνεσαι με τόση πείρα,
με σκέψη υψηλή θα συλλογίζεσαι
πως τούτα εδώ
που γράφουν οι ποιητές
δεν είναι άλλο παρά εικόνες
που κεντούν στο δέρμα τους φυλακισμένοι ή πελαγίσιοι
και πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα
που ανοίγοντας τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων,
στο στήθος των βαθιών ονείρων,
ματώνει ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου
τα μεθυστικά πουλιά…
ο καθείς για τον εαυτό του, διστάζοντας τι να προσφέρεις στον άλλο:
ένα σπαθί ή ένα άνθος, άσπρα χαμόγελα ή ευγενείς ψιθύρους,
πλήθος ενέδρες από χειροκροτήματα σαν κούφιες ριπές ζωής,
το μονοπάτι που αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά το μυστικό
σαν κατανόηση της ματαιότητας των μεγαλείων
εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως
[Συνονθύλευμα στίχων Μανόλη Αναγνωστάκη, Οδυσσέα Ελύτη, Κωνσταντίνου Καβάφη, Γιάννη Ρίτσου και Γιώργου Σεφέρη που συνδιαλέγονται μεταξύ τους ζητώντας απόκριση στα ερωτήματα που οι απαντήσεις τους γεννούν άλλες ερωτήσεις επ’ άπειρον επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δένδρων Μήλον της Έριδος, Λεπίδι του Πόθου Αδυσώπητο, Χιμαιρική Ασυνέπεια, Υπεροψία και Μέθη, Αλαργινή εξαφάνιση, Σκυτάλη της Χίμαιρας, Ρίγος Θριάμβου, Ηδονικός Ελπήνωρ έως ότου βρεθεί ένας ποταμός που ’ναι για μας πλωτός]