Όταν ο Ιστορικός του μέλλοντος μιλήσει για την πρώτη τετραετία του Μνημονίου στη χώρα «με τον ήλιο και τη θάλασσα» θα μιλήσει για μια παρατεταμένη ώρα κοινής ησυχίας. Από κείνες τις ώρες των παλιών καλών χρόνων, του «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια»... Πώς να δικαιολογήσεις τον εκούσιο εγκλεισμό στο τρίγωνο καναπές, τηλεόραση, λάπτοπ, τη μοναξιά, την ατονία των φωνητικών χορδών, την παραχώρηση του γραψίματος της Ιστορίας, το στεγνό μαξιλάρι, την ενοχή;
Θυμάσαι εκείνα τα ανοιξιάτικα μεσημέρια που η ζέστη έκανε για πρώτη φορά αισθητή την παρουσία της, οι αντοχές εξασθενούσαν και ακόμα και τα παιδιά προτιμούσαν να πάρουν έναν υπνάκο από το να πάνε να παίξουν με τους φίλου τους; Βγάλε οτιδήποτε ρόδινο από την ανάμνηση και κράτα την αδράνεια. Να δω πως θα μπορέσουμε να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα. Τον κοινωνικό αυτοματισμό, τον εκφασισμό της κοινωνίας, τις δολοφονίες μεταναστών στον Έβρο και στο Αιγαίο, τα κέντρα κράτησης, τα λευκά κελιά, τα βασανιστήρια και τους θανάτους κρατουμένων, τις αυτοκτονίες, την αναγκαστική μετανάστευση, το κομμάτιασμα των ονείρων σε σημείο που κατακρεουργημένα πια, μόνο για εφιάλτες μοιάζουν, τα ψυχοφάρμακα, τις διώξεις, τα βρώμικα, θορυβώδη βίντεο, την καθαρή, κρυστάλλινη σιωπή.
Να δικαιολογήσεις πως τη μείωση του ζωτικού σου χώρου, την αποστροφή του βλέμματος απέναντι σε όσους αντιστέκονται, το χαράμι των αισθήσεων σου, την αντιστροφή της κλεψύδρας ώστε να μετράς το χρόνο ανάποδα, τον εκούσιο εγκλεισμό στο τρίγωνο καναπές, τηλεόραση, λάπτοπ, τη μοναξιά, την ατονία των φωνητικών χορδών, την παραχώρηση του γραψίματος της Ιστορίας, το στεγνό μαξιλάρι, την ενοχή;
Τι πούλησες για λίγη ασφάλεια, διανοείσαι; Σου έμεινε μονάχα η απάθεια, το μούδιασμα στο μυαλό, το κορμί σου κύρτωσε και το βλέμμα σου έμαθε να κοιτά κάτω. Σου πετάω μια μπάλα, μην κάνεις πως δεν τη βλέπεις, στα πόδια σου είναι, κλώτσα την και βγες να παίξεις, να φωνάξεις, να σπάσεις τα νεύρα των γειτόνων, αν όχι για σένα, κάντο για να μπορέσει κι εκείνος ο τύπος στο μέλλον να σου βρει μια δικαιολογία φουκαρά μου.
(ματαιότης ματαιοτήτων;): Και συνέχιζε να ψάχνεις εθισμούς, μπας και καταπολεμήσεις κάποτε, εκείνον που είχες στους ανθρώπους.
[ΠΗΓΗ: Δημήτρης Γκιούλος, Τέσσερα Χρόνια Κοινής Ησυχίας – Ο Δημήτρης Γκιούλος γεννήθηκε πρόωρα σε νοσοκομείο της Λαμίας, βιαστικός να βγει στον κόσμο. Μεγάλωσε στην Αμφισσα και ζει στην Πάτρα όπου και (δεν) ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο μαθηματικό. Αρθρογραφεί σε διάφορα περιοδικά, φωτογραφίζει (ενίοτε και επαγγελματικά), έχει γράψει τα πρώτα του σενάρια, ενώ συνεργάζεται και σε διάφορα project με τη θεατρική ομάδα Katayis teater. Το "12 Καρέ"(θα) είναι το δεύτερο βιβλίο του, μετά το «Δι άρλεκιν πάροντι και άλλες καταστάσεις»-Χαραμάδα Μάης 2011. Ονειρεύεται ακόμα. Θα τον βρείτε στο blogτου Howtobeparanoidandgetawaywithithttp://beingparanoidandroid.blogspot.gr/να φωνάζει: «Θέλω να είμαι μέρος μιας γενιάς που ανέτρεψε την κατάσταση κι όχι μιας γενιάς που χάθηκε καταδικασμένη στη φυγή και στη σιωπή»