Από τον τάφο των μαλλιών μιας ηλιαχτίδας πέφτω στα γόνατα και παρακαλάω τον πρώτο τυχόντα να μου πει την αλήθεια για τα ερωτηματικά που συμβολίζουνε το σεβαστό φεγγάρι…Δε θυμάμαι ποτέ το πρόσωπο των κοριτσιών που μου χαμογελούν γιατί αλλάζουν τόσο συχνά πρόσωπο που δεν ξέρω στο τέλος αν μοιάζουν με κείνη που είναι με κείνη που νομίζω πως είναι πως ήταν – η μνήμη η κακιά πεθερά –… και το βλέμμα, βλέμμα ανθρώπου που ψάχνει τον άλλον για να μάθει πού βρίσκεται τέτοιο βλέμμα σκοτεινό που σ’ ερευνάει και σ’ εξιχνιάζει –βλέμμα που μαλακώνει ξαφνικά και γίνεται τρομερά τρυφερό σαν ν’ άλλαζε φωτισμό…
Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…
Αντι-Κειμενικότητα (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Ονειρώξεις, ενδοφλέβια ταξίδια, σκάνδαλα κοινωνικά, διατρήσεις εντέρων,
Καταστάσεις καταληψίας, αφασία, μια περιοχή όπου τριγυρνάει το φάντασμα
Της φωνής του Χίτλερ, λεξίροια ξαφνική με το διπλανό, και δεν το ξέρω
Πάλι που βρίσκομαι. πού πάω, πούθε έρχομαι. όταν ξύπνησα το άλλο πρωί
Προσπαθώντας να θυμηθώ τα όνειρά μου, κι είμαι σαν το ξεπλουμισμένο κοτόπουλο
Κάτω απ’ τον αμείλικτο καταρράκτη του ντους, με καταδιώκουν τα πλοκάμια της
Νύχτας με μάτια γκάγκστερ, όταν η Κοινωνία με φανερή αηδία προφέρει το όνομά μου
Κι η τεμπελιά απλώνεται όπως η θάλασσα των Σαργασσών στα προάστια και πέφτω
Στα γόνατα και παρακαλάω τον πρώτο τυχόντα να μου πει την αλήθεια.
Δύο συνέχειες (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
-1-
Μια συνέχεια με καρφώνει στην ωμοπλάτη
Χαλίκια αριθμημένα στη τσέπη της ακρογιαλιάς
Το κλεφτοφάναρο της περιέργειας
Πάντοτε αναμμένο μέσα από το πέος
Χασομέρικο πουλί της μοναξιάς
Χασομέρικο πουλί της μοναξιάς
Πέταξες με τις καστανιέτες
Όταν έπεφτε το σούρουπο σε μια σπηλιά
Όπου θα πάνε να γλεντήσουνε οι εργένηδες
Στα γόνατα της καθισμένης εποχής
Κι από τον τάφο των μαλλιών μιας ηλιαχτίδας
Ζαλίστηκε το σεληνόφωτο με τα χαράματα
Γαμήσι πρωινό χωρίς ενθουσιασμό
Νυσταγμένο αυτοκίνητο που δυσκολεύεται ν’ αρχίσει
Αύριο θα βγούνε ποιήματα έτοιμα
Σουφρωμένα φρύδια ρεύματος ηλεκτρικού
Που θα καταλήξει καβάλα σε μιαν ωκεανίδα.
-2-
Ο ωκεανός μεταμορφωμένος γυναίκα
γλύφει το πόμολο της εξώπορτας.
Αγαπητό μου σάρκινο περίβλημα
τράβηξες πολλά κατά τα μέρη της Ανατολής
δένδρα κουρεμένα απ’ το φωτεινό ψαλίδι της αυγής
ένας κύριος με τσεμπέρι αλωνίζει στα χωράφια
σπέρνοντας ξερολιθιές στα δάχτυλα του ανέμου
το Ζώδιο φιδωτό πλοκάμι
στον ώμο του πεισματάρη δρόμου
φουσκώνουν τ’ αυτοκίνητα από βατράχια
το ξανακουρδισμένο πιάνο ηχεί
σαν οργανάκι ανάμεσα στους ουρανοξύστες
που ρίχνουν ανήσυχες ματιές στα τραίνα
τα στοιβαγμένα το δειλινό στο σταθμό
ερωτηματικά που συμβολίζουνε το σεβαστό φεγγάρι.
Διόλου Παράξενο (από το βιβλίο ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)
Καθ’ όλο το μήκος του διαδρόμου και σε ίσες αποστάσεις αναμεταξύ τους ήταν τοποθετημένες γυναίκες – ωραίεςμε φουστάνια μακριά και φουσκωτά και διάφανα, μέση στενή και στήθος μέσα σ’ ένα στηθόδεσμο της μόδας του 1890, με πρόσωπα στενόμακρα, στραμμένα στον απέναντι τοίχο. Και ήταν όλες αυθαίρετες, χλωμές σαν κεριά και ακίνητες σαν να ’ταν ψεύτικες, ενώ είναι βέβαιο πως ήταν ζωντανές, ενώ είναι γνωστό πως ζούσανε, εντούτοις φαίνονταν νεκρές, σαν ταριχευμένες, καλλονές με μαύρα κατσαρά μαλλιά, όλες τους, και με μικρά καπέλα σαν κεπιά.
Στέκονταν ακίνητες κατά μήκος του διαδρόμου και σιωπηλές και δεν κοιτούσαν ούτε δεξιά ούτε αριστερά, αλλά πάντοτε μπροστά, στον τοίχο τον απέναντι- και δεν κουνούσαν από τη θέση τους ούτε και μιλούσαν σε κανέναν. Κι αν τις ρωτούσες, κάναν πως δεν ήτανε κανείς μπροστά τους. Μα πώς υποκρίνονταν τόσο καλά; Ήταν δυνατόν να μην συγκινούνται από τίποτα; Ήταν δυνατόν να ’ναι τόσο ψυχρές- νεκρές, ανέκφραστες, αόριστες, αφηρημένες; Μήπως ήτανε πλαστικές στ’ αλήθεια και δεν το είχα πάρει χαμπάρι;
Μήπως ήταν στημένες εκεί, ομοιώματα εκπληκτικά και απαράλακτα, των γυναικών που αλήθεια ζούνε– αυτές οι ψεύτικες, οι τεχνητές; Μήπως ήταν εκεί για να μας ξεγελάσουν, εμένα και όλους τους άλλους εκείνους, τους κουτούς ανθρώπους, με «τα δώρα των θεών» τους και να μας καταστρέψουν όλους, κι έναν έναν ίσαμε τον τελευταίο;
Διόλου παράξενο.
Η Μέθοδος Μπράιγ (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)
Γεννήθηκα ανάμεσα σε πολλούς λόφους,κάτω από τη μιμόζα μιας ακακίας κι ένα δενδρολίβανο. Γι’ αυτό το όνομά μου το πήραν οι δεκάξι αέρηδες και το σκόρπισαν στις δενδροφυτευμένες μεριές της οικουμένης…
Σα να μην έφτανε μια τέτοια μοίρα,ο ίδιος αυτός άνεμος έστειλε τηλεγραφήματα σ’ όλες τις δημαρχίες του κόσμου για ν’ αναγγείλει τη γέννησή μου…
Γεννήθηκε το μπαστάρδικο, έλεγε το τηλεγράφημα, σα να μην έφταναν τ’ άλλα μας βάσανα, τώρα έχουμε και τούτο…
Τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής μουτην υπόγραψαν ένας αετός, μια αλεπού κι ένας λύκος, καλεσμένοι από το ύψιστο φίδι να παραστούνε…
Μια νόστιμη δασκάλα τους έμαθε γράμματαμε τη μέθοδο Μπράιγ, που τη χρησιμοποιούνε για να μαθαίνουνε τυφλούς. Ο πατέρας μου με πήρε στα χέρια του και μ’ έδειξε στον ήλιο που σκοτείνιασε αμέσως για δέκα λεπτά, και στη σελήνη που χαμογέλασε μ’ ένα χλωμό χαμόγελο…
Στο μεταξύ διαδόθηκε στα ερημοτόπια,γεμάτα βράχια και χαλασένα κάστρα, η είδηση πως είχε γεννηθεί αυτός που μια μέρα θα χώριζε τον ουρανό από τη θάλασσα και θα ’φερνε τη γη καπάκι…
Πως θα ’μουνα το χαμένο κορμί της οικογένειάς μουκανένας δεν το υποψιάστηκε τότε, παρόλο που τα σημάδια λέγαν πολλά και διάφορα φανερά και κρυφά…
Το μέγεθος της αμετροέπειας μουθα γινόταν γνωστό σε ανύποπτο χρόνο, κι έτσι κανένας δεν βιαζόταν να παραστεί στα βαφτίσια, στο γάμο ή στην κηδεία μου…
Μια ολόκληρη ζωή φτάνειλέγανε ανάμεσά τους οι θεοί, γιατί να του δώσουμε κι άλλο τράτο για να μας καταστρέψει; Έτσι κι αλλιώς το χαντάκωμα που θα μας κάνει θα ’ναι ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΟ… Και χαμογελούσαν πατρικά κι ας με σιχαινόντουσαν μ’ όλη την καρδιά τους οι υποκριτές, οι μεγαλόσωμοι κυρίαρχοι του κόσμου…
Στο μεταξύ στις Ινδίες μαζευότανε ο απέραντος στρατός των Ιντιάνων πολεμιστών μάγων και ιερέων…
Δώστου και φτιάχναν ύμνους, ποιήματα και λιτανείεςγια να με κατονομάσουν και να με ξεγράψουν, δηλαδή να με εξουδετερώσουν, ώστε να μην τους κάνω τη ζημιά που ’ταν γραμμένη στα τεφτέρια της μοίρας του κόσμου…
Τόση δύναμη είχαν τα παρακάλια τους,που κουνιόντουσαν ολόκληρα βουνά από τη βάση τους και πήγαιναν αλλού, μα για μένα δεν κατάφερναν ν’ αλλάξουν ούτε ένα από της μοίρας τα γραμμένα, κι επειδής ήμουνα πολύ μικρούτσικος με βγάλανε Νάνο…
Όταν ήμουνα τριω χρονών παρουσιάστηκε μπρος μου η θεά που μ’ είχε γεννήσει, έχοντας πηδηχτεί μ’ ένα βραχμάνο, και μου δήλωσε πως γυναίκα μου θα ’ταν εκείνη η ίδια, σε μια νέα σάρκωση…
Τη συνέχεια τη ξέρετε όλοι. Το παιδί μας γεννήθηκε μ’ αλογίσιο κεφάλι, τυφλό και τ’ ονομάσαμε το ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ…
UNEGREQUEetc(από το βιβλίο ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)
Μια ελληνίδα με μαύρα μάτια και με γαλάζια μαλλιάμια ελληνίδα με μάτια γαλανά και με ένα σωρό ευλύγιστα μαύρα μαλλιά μια ελληνίδα με άσπρο δέρμα μαύρα μάτια και με μαύρα ευλύγιστα μαλλιά, μια δεσποινίδα ελληνίδα με μαύρο δέρμα με άσπρα μαλλιά και με πολύ λεπτά μαλακά άσπρα χέρια και χαρακτηριστικά ένα κορίτσι ελληνικό με μαύρα μάτια κάτασπρο δέρμα με πόδια μαλακά μακριά ευλύγιστα τη νύχτα στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Μακρή και Δειπνοσοφιστών
ένα κορίτσι με σώμα ελληνικό μαύρο παλτό κι ομπρέλα και πολλά μαύρα μαλλιά που έγερναν ελαφρά προς τα πίσω ένας μαύρος σωρός από μαλλιά όλο καμπύλες εσοχές κι εξοχές ένα κορίτσι με μάτια ελληνικά στάθηκε στη διασταύρωση σταμάτησε μπρος στη βιτρίνα του καθαριστηρίου μπρος στη βιτρίνα του παπουτσή τη νύχτα ώρα μεσάνυχτα χωρίς ψυχή στο δρόμο χωρίς καμιά νύξη για να μάθω ποια είναι δε θυμάμαι ποτέ το πρόσωπο των κοριτσιών που μου χαμογελούν γιατί αλλάζουν τόσο συχνά πρόσωπο που δεν ξέρω στο τέλος αν μοιάζουν με κείνη που είναι με κείνη που νομίζω πως είναι πως ήταν – η μνήμη η κακιά πεθερά- στάθηκε στη διασταύρωση των δρόμων και μίλησε ελληνικά
δε μίλησε καθόλου προχώρησε και την έχασα και τη ξαναβρήκα στον επόμενο δρόμο δεξιά–μπροςσε μια βιτρίνα με διαμαντικά μπρος στη βιτρίνα του παπουτσή και χάθηκε στη τζαμένια πόρτα της πολυκατοικίας – εγώ από την άλλη μεριά του δρόμου- με ομπρέλα ενώ δεν έβρεχε πια – ποτέ πια δεν θα βρέξει τώρα που δεν είσαι εδώ –όπως έβρεχε άλλοτε βρέχοντας τα μαλλιά σου τα χέρια σου τα γυαλιά σου – ο σωρός των μαλλιών σου γερμένος ελαφρά προς τα πίσω ανυψωμένος σαν βουνό – και το βλέμμα βλέμμα ανθρώπου που ψάχνει τον άλλον για να μάθει πού βρίσκεται τέτοιο βλέμμα σκοτεινό που σ’ ερευνάει και σ’ εξιχνιάζει –βλέμμα που μαλακώνει ξαφνικά και γίνεται τρομερά τρυφερό σαν ν’ άλλαζε φωτισμό –ένα κορίτσι στη γωνιά του δρόμου Γεωργίου Μακρή και Χημικών Φιλοσόφων.
Μες την πλατεία καθισμένος μόνος του σ’ ένα τραπέζι, μες στη μέση της πλατείας ακριβώς χωρίς κανένα άλλο τραπέζι τριγύρω διαβάζοντας εφημερίδα ή παίζοντας τάβλι με αόρατο παίχτη –ο καφενόβιος – το παραστρατημένο αυτό τραπέζι γειτονικού καφενείου ποιανού; Όπως μέσα σ’ ένα όνειρο – τοποθετημένο εκεί που έπρεπε να ’ναι κι όμως ποιος θα το μετακινήσει για να μείνει μόνο του μακριά από τ’ άλλα τραπέζια των καφενείων πίσω απ’ την πρασινάδα του χαρτιού πίσω από τους θάμνους κι από τα δένδρα μες στα παρτέρια ως τα νόμιμα πεζοδρόμια των καφενείων με τα τραπέζια τους και με τους νέους καναπέδες τους με τις τέντες το καλοκαίρι ποιος από του δυο ποιος -
παίζοντας χαρτιά μες στη μέση της πλατείας με αντιπάλους τους κορμούς των δένδρων – όταν έρχεται επιτέλους και πάει να σε θάψει η μάνα σου στη μέση της πλατείας μες στα παρτέρια κοντά στην κολόνα –εκεί – που θα ακούγονται το καλοκαίρι οι ανόητοι ψίθυροι των ανδρών όταν περνούν τα κορίτσια τα χάχανα των κοριτσιών όταν θα περνούν οι άνδρες να κάτσουν στα γειτονικά τραπέζια –η μάνα σου ψηλή αυστηρή και αδύνατη –η μάνα του κοντή στρογγυλή με άσπρα μαλλιά – η μάνα που δεν είναι μάνα αλλά γιαγιά
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]