Το αδιάκοπο της ύπαρξης το ξεχαρβάλωμα στις φυλλωσιές που το ξανάνιωμα του έρωτα θροΐζουν: αυτός μόλις πλησίαζε τα εξήντα κι αυτή είχε κιόλας κλείσει τα είκοσι τρία: η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος στην εβδομηκοστή ένατη σελίδα του βιβλίου
Αυτήμόλις είχε κλείσει τα είκοσι τρία, αυτόςπλησίαζε τα εξήντα. Αυτήείχε μόλις εκδώσει την πρώτη ποιητική συλλογή της, αλλά ανυπομονούσε ήδη για αναγνώριση, για καταξίωση. Αυτός, αφού είχε φτύσει αίμα και περάσει δια πυρός και σιδήρου, εθεωρείτο πλέον καταξιωμένος ποιητής και κριτικός.
Ήταν ένα ζεστό απομεσήμερο του Ιουλίου και ήσαν ξαπλωμένοι, ολόγυμνοι, επάνω στο κρεβάτι του. Πριν από λίγο, είχανε κάνει έρωτα, αυτήμε βαθιούς στεναγμούς και πνιχτές καρυαγές «ηδονής», αυτόςμε ιδρώτα και άγχος για τη λειψή στύση του.
Αυτήείχε αποκοιμηθεί, αυτός, ξύπνιος και γερμένος στο πλάι, προς το μέρος της, άκουγε την ήσυχη, αμέριμνη ανάσα και περιεργαζόταν το κορμί της. Ο ύπνος την είχε κερδίσει σε ύπτια στάση, αλλά τα στήθη της δεν κρέμονταν δεξιά και αριστερά. Σφιχτά σαν λεμόνια, σημάδευαν με ρώγες όρθιες το ταβάνι. Τα μπράτσα ήσαν αλαβάστρινα, στομάχι και κοιλιά καμπύλωναν προς τα μέσα, χωρίς ωστόσο να εκθέτουν τα παϊδια του υπερκείμενου θώρακα. Το τρίχωμα του εφηβαίου κατάμαυρο, πυκνοϋφασμένο βελούδο, οι μηροί, κρουστοί, δεν ξεχέιλωναν πάνω στο στρώμα, το ίδιο και οι γάμπες. Τα γόνατα διακριτά και τέλεια σμιλευμένα. Όσο για τα πόδια –αχ, τα πόδια!- δυο κομψοτεχνήματα, με λεπτουργημένους αστραγάλους, τέλεια του πέλματος καμπύλη και ακροδάχτυλα σαν ρόδινες, στριφτές καραμελίτσες που σου ’ρχονταν να τις γλείφεις μέχρι να λίωσουν μες στο στόμα σου.
Απ’ τα δροσάτα πόδια της, στα μαραμένα τα δικά του πέρασε το βλέμμα του και, από κει, στις αχαμνές του γάμπες ανηφόρισε, στ’ αρθριτικά του γόνατα και στους σακουλιασμένους του μηρούς. Στο σμίξιμό τους, αντίκρισε, με δέος, τα τζούφια αρχίδια του, σταφανωμένα από γκρίζες γουρονότριχες, και λίγο πιο ψηλά, τη χαλαρή κοιλιά που, όπως ήτανε γερτός στο πλάι, πάνω στο στρώμα είχε κυλήσει. Μίσος και αηδία τον κατέλαβε για το παρηκμασμένο του κορμί. Η σύγκριση του οικείου χειμώνος με το παρακείμενο θαλερό θέρος τον τζάκιζε και, αφού ο ύπνος δεν έστεργε, ως παρατηρητή, τα μάτια να του κλείσει, το χέρι άπλωσε κι απ’ τη βιβλιοθήκη πλάι στο κρεβάτι, ένα βιβλίο ανέσυρε, στην τύχη και στην τύχη (τι φρικτή, Θεέ μου τύχη!) στην εβδομηκοστή ένατη σελίδα το άνοιξε σελίδα κι άρχισε να διαβάζει:
«Πάει κιόλας χρόνος από τότε που ο Φαρίντ πήρα τη Νάαμα γυναίκα, και κάθε πρωινό το αντρόγυνο κάτω απ’ τις αλέες τριγυρνά, που οι φυλλωσιές τους το ξανάνιωμα του έρωτα θροϊζουν.
Όμως εκείνοι προχωρούν, ο ένας πλάι στον άλλο, αργά-αργά, λες και ξεπροβοδίζουνε νεκρό στο μνήμα, λες και τη μουσική δεν αγρικούν των δένδρων, δίχως να λεν μια λέξη, δίχως ούτ’ ένα βλέμμα ν’ ανταλλάζουν.
Μέρα τη μέρα, της Νάαμας τα μάτια βαθουλώνουν, χλωμιάζουνε τα μάγουλά της.
Κι εγώ φαντάζομαι με πόση ηδονή θα αφουγκράζεται, μες τη σιωπή της νύχτας, πλαγιασμένη πλάι στον Φαρίντ, ολόγυμνη, το αργό, μα σταθερό έργο του θανάτου στου γέροντα το σώμα, το τρίξιμο το σιγανό που κάνουν οι κλειδώσεις του, καθώς μία προς μία, τις θρυμματίζει ο χρόνος, το αδιάκοπο της ύπαρξής του ξεχαρβάλωμα.
Όμως, το γλυκοχάραμα, όταν την παίρνει ο ύπνος, εκείνος γέρνει απάνω απ’ το κεφάλι της ομορφονιάς και, σαν θεριό που το μυαλό της λείας του ρουφά, τα χαρωπά της όνειρα ταράζει…»
Του ήρθε σκοτοδίνη, του ήρθε να σκοτώσει άνθρωπο.Σκότωσε μόνο ένα κουνούπι που’χε την ατυχία πάνω στην επίμαχη σελίδα να προσγειωθεί, την ίδια ακριβώς στιγμή που έκλεινε με πάταγο και καταγής πετούσε το βιβλίο.
Το λαχταριστό στο πλάι του κορμί λαχτάρισε, σήκωσε το κεφάλι από το μαξιλάρι και τρομαγμενο, ρώτησε: «Τι έγινε, αγάπη μου, τι έπαθες;» Τότε, αυτός την άρπαξε από τα μαλλιά, τα υπέροχα μεταξωτά μαλλιά της, και δυο απανωτά της έριξε σκαμπίλια, φωνάζοντας: «Μα πώς τολμάς, μα πώς τολμάς να είσαι τόσο νέα, τόσο ωραία;!».Ύστερα, πριν προλάβει ν’ αρθρώσει λέξη, φόρεσε ένα πανταλόνι, ένα πουκάμισο κι ένα ζευγάρι εσπαντρίλιες και πήρε τους δρόμους, να την αφήσει μόνη, να μην τη δει να φεύγει, να τον αφήσει, επιτέλους, μόνο.
Επέστρεψε μετά από μια ώρα. Το σπίτι ήταν άδειο. Ο Παίκτης Δίσκων Συμπαγών έπαιζε ακόμη το ψ. Πάντα στην επανάληψη το έβαζε εκείνο το κομμάτι, κάθε φορά που έκανε έρωτα. Ενίσχυε την ελλειπή του στύση, την έκανε πιο συμπαγή. Έτσι νόμιζε. Τώρα, ωστόσο, πλησίασε τη συσκευή και, μουρμουρίζοντας με κάποια θλίψη, είναι αλήθεια, αλλά με πιο πολλή ανακούφιση, «Ποτέ –ποτέ πια», την έκλεισε.
Σημειώσεις: το χρωματισμένο σε εισαγωγικά ποίημα είναι από το βιβλίο ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ άραβα ποιητή που έζησε στην Γρανάδα τον 10οή 11οαιώνα. Η ιστορία του Αργύρη Χιόνη, που αναρτήθηκε στις ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΠΟΝΖΑΪ, Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ (ιστολόγιο για το μικρό διήγημα του λογοτεχνικού περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ - http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/ ) είχε τίτλο ΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ, για τον οποίο ο συγγραφέας σημειώνει: Τόσο ο MALLARME, που έγραψε «Το απομεσήμερο ενός φαύνου», όσο και ο CLAUDEDEBUSSY, που συνέθεσε το συμφωνικό ποίημα ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ ΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΕΝΟΣ ΦΑΥΝΟΥ, ήσαν λάτρεις του EdgarAllanPoe