Aκόμη και μετά από την πολυήμερη κοπιαστική μου μύηση στα Άδυτα της ανθρώπινης γνώσης, εγώ εξακολουθούσα να προτιμώ τη μικρή Νεράιδα… με την μορφή της νεαράς οικιακής βοηθού, με την οποία στριμωχνόμασταν στο μικρό κουζινάκι, για να εφαρμόσουμε εμπράκτως την επισωρευομένη μόρφωσιν του Διαδικτύου, τα μεσημέρια της παραμονής μου στο επιβλητικό εκείνο αρχοντικό…
Ήταν η ενσάρκωση του αναγεννησιακού ιδανικού του Καθολικού Ανθρώπου. Τόσες γνώσεις, σε τόσα θέματα!Και τι ρητορική ικανότητα! με εκείνη την αξιοζήλευτη άρθρωση που λιαίνει τα σύμφωνα και στρογγυλεύει τα φωνήεντα! Αλλά και Δάσκαλος, πάντα πρόθυμος να μεταλαμπαδεύσει στους νέους ανθρώπους τις γνώσεις του. Και όχι μόνον αυτό! Ήταν επιπλέον η ενσάρκωση και του αρχαίου πνεύματος της φιλοξενίας. Συνεχώς φιλοξενούσε στο αρχοντικό του κάποιαν νέα από την επαρχία που δεν είχε πού να μείνει, για να μπορέσει να επωφεληθεί τόσο από τις πολύτιμες διαλέξεις, που συχνά πυκνά έδινε σε κάποιο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα, όσο και από τις ανιδιοτελείς υψηλές γνωριμίες του.
Είχε λοιπόν προσκαλέσει με μεγαθυμία και εμαυτήν, αμέσως μόλις του έστειλα το Βιογραφικό μου και μιαν ολόσωμη φωτογραφία, όπου ανέπτυσσα όλα τα πνευματικά μου ενδιαφέροντα… Σίγουρα ένας προστατευόμενος των Μουσών και του Ξενίου Διός! Ίσως γι’ αυτό του πήγαιναν όλα δεξιά και όχι γιατί ανένηψε της αριστεράς ιδεολογίας, όπως υπαινίσσονταν κάποιοι άσπονδοι φίλοι.
- Ζήλια! Καθαρή ζήλια, φιλτάτη μου κορασίς!έλεγε κι εγώ παρακολουθούσα καθηλωμένη τα δαχτυλίδια του καπνού, που συντρόφευαν τις λέξεις του, να πλαισιώνουν τα λευκά του μαλλιά…ενώ εκείνος με μεγαλοψυχία χάιδευε πατρικά τους στρογγυλούς μου ώμους, την απαλή σάρκα του λεπτού μου λαιμού…
Διήγον την τρίτην ημέραν φιλοξενούμενη στο αρχοντικό του. Με είχε περιηγήσει σε όλες τις αναρίθμητες κάμαρες, όπου φυλάσσονταν πολυάριθμοι πίνακες και γλυπτά, επεξηγώντας επί ώρες τα πώς και τα γιατί της αμύθητης καλλιτεχνικής τους αξίας και αφήνοντάς με άφωνη με την ευρυμάθεια και την εμβρίθειά του. Μου είχε δείξει με άπειρη προσοχή κι ευλάβεια όλα τα οικογενειακά κειμήλια, τόσο του ιδίου όσο και της συζύγου του, μεταδίδοντάς μου την συγκίνησή του καθώς διέκρινα δάκρυα να λαμπυρίζουν στις ρυτιδιασμένες άκρες των κάπως θολών του ματιών. Κατόπιν μου επέτρεψε με γενναιοδωρία να αγγίξω σαγηνευμένη το χέρι του, ενόσω με έσφιγγε με οδύνη πάνω του, ώσπου να ασφυκτιά το πλούσιο στήθος μου με πόνο…
Εκείνο το βράδυ, μετά το ασκητικό μας δείπνο, χαρακτηριστικό των ανθρώπων με αριστοκρατικές καταβολές, λόγω της Παιδείας τους βεβαίως και ουχί των προγόνων, με οδήγησε στο μόνο δωμάτιο, όπου δεν μου είχε επιτρέψει έως τότε να μπω, στο Άδυτο των Αδύτων, στο Γραφείο του. Βαρύτιμοι δερματόδετοι τόμοι γεμάτοι με τη σοφία αιώνων ανθρώπινου πολιτισμού κάλυπταν τους πανύψηλους τοίχους απ’ άκρη σ’ άκρη. Είχα μείνει εκστατική. Με άφησε να ξεφυλλίσω με τρεμάμενα από το δέος χέρια κάποιους τόμους της αρεσκείας μου, ωσότου εκείνος έψαχνε στη μεγάλη σύγχρονη βιβλιοθήκη του Διαδικτύου∙ με την άκρη του ματιού μου διέκρινα τη σκυμμένη του φιγούρα μπροστά στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή, το μοναδικό δείγμα του τεχνολογικού πολιτισμού του τελευταίου αιώνα, ο οποίος δέσποζε πάνω στο δρύινο έπιπλο στο κέντρο του δωματίου. Διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις χαϊδεύοντας αφηρημένη την δεξιά μου γάμπα με το αριστερό μου χέρι…ανεβάζοντάς το ανεπαισθήτως εκεί ψηλά στην κρυφή κόχη των ιδρωμένων μου μηρών…
-Για την προσφιλήν μου απασχόλησιν, όπως διευκρίνισε ο ίδιος δείχνοντάς μου, μισολαχανιασμένος, την φωτισμένη οθόνη… στο λιγοστό χρόνο των διαλειμμάτων από την επίπονη μελέτη, στη μόνη ξεκούραση που επεφύλασσε εις εαυτόν.
Έπειτα από αρκετή ώρα με κάλεσε κοντά του.
-Πώς σας φαίνεται αυτό, αγαπητή μου; Με ρώτησε βαριανασαίνοντας, καθώς μού έδειχνε συμπλέγματα αντρών και γυναικών σε ανόσιες στάσεις.
Έχω δει και καλύτερα, σκέφτηκα αλλά έδιωξα μετά βδελυγμίας την ασεβή σκέψη και προσπάθησα να εντρυφήσω στις εικόνες που εναλλάσσονταν με ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου, επιδιώκοντας το βαθύτερο φιλοσοφικό υπόστρωμα αυτών των αναζητήσεων, ούσα βεβαία πως επρόκειτο για κάτι ασύλληπτο για την ανολοκλήρωτόν μου παιδείαν, εξ ου και η φριχτή βαριεστιμάρα μου την ιερή εκείνη ώρα.
Μόλις ένιωσα το χέρι του που χάιδευε στοργικά τα μακριά μου μαλλιά να σπρώχνει το κεφάλι μου στο σκοτεινό άνοιγμα του παντελονιού του κατελήφθην από την ιδέα πως ο σοφός μου γέρος δεν ήταν παρά ένας φτωχός άντρας, τον οποίο η ταπεινή γυναικεία μου φύσις ποτέ δεν θα μπορούσε να καταλάβει ή να αποδεχθεί.
Γιατί, ακόμη και μετά από την πολυήμερη κοπιαστική μου μύηση στα Άδυτα της ανθρώπινης γνώσης, εγώ εξακολουθούσα να προτιμώ τη μικρή Νεράιδα… με την μορφή της νεαράς οικιακής βοηθού, με την οποία στριμωχνόμασταν στο μικρό κουζινάκι, για να εφαρμόσουμε εμπράκτως την επισωρευομένη μόρφωσιν του Διαδικτύου, τα μεσημέρια της παραμονής μου στο επιβλητικό εκείνο αρχοντικό… σιχτιρίζοντας ομού κι αυτόν και την αλαζονική σοφία του και το ανόητο σινάφι του.
Η Άννα Αφεντουλίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Μεσαιωνική και Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Έχει ασχοληθεί, σε επίπεδο μεταπτυχιακών σπουδών, με την ποίηση του Α. Εμπειρίκου και με την σύγχρονη κυπριακή λογοτεχνία. Σήμερα ζει στην Πρέβεζα και εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο Ελλείπον Σημείο, η οποία συμπεριελήφθη στη μικρή λίστα υποψήφιων βιβλίων πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, για τα Λογοτεχνικά Βραβεία 2010 του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ