Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Άννα Αφεντουλίδου, Η Πεταλούδα που έχασε τα φτερά της

$
0
0
Περπατούσε πάντα με πολύ στητή πλάτη. Της είχε μείνει από τη μαθητεία της στο μπαλέτο. Η δασκάλα της κρατούσε κάτι σαν χάρακα. Ποτέ δεν κατάφερε να δει τι ακριβώς ήταν. Της ίσιωνε τη στάση του κορμού, τη θέση των ποδιών, την κίνηση των δαχτύλων. Υπέροχη η μουσική ζωγράφιζε τις διαστάσεις. Κι εκείνη έπρεπε να χυθεί μέσα τους απόλυτα ρευστή, απορροφώντας κάθε κραδασμό πραγματικού. Κάθε τι που θύμιζε πως αυτό ήταν ένα σώμα απλά προορισμένο να κουβαλά πέρα δώθε το μυαλό της. Κάποτε αγαπούσε το χορό.


Είχε χρόνια πια να χορέψει. Οι γονείς της είχαν επιμείνει να σταματήσει. Δεν θα γινόταν δα και χορεύτρια. Ό, τι έμαθε, έμαθε. Κι αυτή ενέδωσε. Όπως πάντα. Για όλα.
Τώρα ήταν υπάλληλος γραφείου. Συγκεκριμένη και σίγουρη, σχετικά, δουλειά. Μικρές αλλά σταθερές αποδοχές. Όσο δεν εναντιωνόταν. Γιατί άλλωστε; Το είχε πάρει απόφαση. Πολλές φορές πλέον σκυμμένη στο γραφείο με τόσο τεντωμένες τις ωμοπλάτες πονούσε στη μέση. Αλλά δεν καμπούριαζε ποτέ.
Μια μέρα που τακτοποιούσε τα έγγραφά της βρήκε ένα χαρτάκι, με μια διεύθυνση, στο τελευταίο συρτάρι.. Από την πρώτη στιγμή είχε καρφωθεί εκεί το βλέμμα της. Ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ γνωστή. Σίγουρα είχε ξαναπάει εκεί. Κάθε σύμβολο, κάθε σημείο κραύγαζε μιαν οικειότητα εκκωφαντική. Και όμως. Ήταν αδύνατον να θυμηθεί. Πού. Πότε. Γιατί. Ή Ποιος. Μήπως αυτό το «ποιος» ήταν το αγκίστρι που κάρφωνε την μνήμη και τραβούσε τις εικόνες μακριά; Δεν ήξερε. Ή δεν ήθελε να ξέρει;
Η μόνη της παρέα στη δουλειά ήταν μια συνάδελφος που δούλευε χρόνια στην ίδια εταιρεία. Οι υπόλοιποι έλεγαν πως δεν είχε ίχνος συμπόνιας για τους άλλους και πίσω από την πλάτη της την αποκαλούσαν ψιθυριστά Σαλαμάνδρα.
Την επόμενη μέρα πήγε στο σπίτι της. Ήταν και η μόνη που το επισκεπτόταν. Της είχε υποσχεθεί πως θα την βοηθούσε, αν κάποτε την χρειαζόταν. Γιατί της χρωστούσε μια παλιά χάρη. Της όφειλε μιαν εξήγηση• που δεν θα την ζητούσε ποτέ.
Έφτασε λίγο αργοπορημένη στο ραντεβού τους και κάθισε ήσυχη σε μια γωνιά να παρατηρεί την Σαλαμάνδρα, μέχρι να τελειώσει τις δουλειές της. Γιατί την έλεγαν άσχημη; Ήταν ψηλή, αδύνατη, με λευκό δέρμα. Ένα μικρό κεφάλι πάνω σ’ ένα μακρύ λαιμό. Ξεθωριασμένα γκριζοκόκκινα μαλλιά. Νωχελική, με μια νωθρότητα στις κινήσεις που άλλοι θα θεωρούσαν αρχοντιά. Με ψιθυριστή φωνή, με αέρινα ρούχα. Ωστόσο. Ήταν γεμάτο λεκέδες και ρυτίδες το λευκό δέρμα. Οι κινήσεις δεν ήταν αργές. Μόνο αδιάφορες. Η φωνή δεν ήξερε να μιλάει. Και το λεπτό ψηλό σώμα ήταν τόσο στεγνό από αγγίγματα τρυφερότητας, τόσο άδειο από μυρωδιές. Παγωμένο. Σα σαύρα. Γι’ αυτό και την έλεγαν έτσι. Είχαν δίκιο. Έστρεψε κι έφυγε. Η Σαλαμάνδρα ούτε που γύρισε να την κοιτάξει. Μόλις άκουσε την πόρτα να κλείνει, ανασήκωσε τους ώμους της και συνέχισε σκυφτή τις δουλειές της. Απλά δεν την ένοιαζε.
Έτσι ξεκίνησε να ψάχνει μόνη, ξοδεύοντας πολλές ώρες στους ζεστούς δρόμους της πόλης. Βάδιζε σε μέρη που της φαίνονταν γνωστά, που τα πίστευε για πάντα χαμένα στο βυθό της μνήμης. Φοβόταν να ψάξει πραγματικά, φτάνοντας ως το τέλος. Συνέχιζε να τριγυρνά στα γειτονικά τετράγωνα, γνωρίζοντας πως δεν ήταν εκεί αυτό που αναζητούσε. Ενώ παράλληλα πάσχιζε συνεχώς να επιβεβαιώνει την ύπαρξη εκείνης της οδού: μέσα στους καταλόγους με τις σχολαστικές πληροφορίες, μέσω των ειδικών εταιριών ενημέρωσης, ρωτώντας τους γείτονες που γνώριζαν καλύτερα τα σπίτια των άλλων παρά τα δικά τους.
Εκείνο το βράδυ την βρήκε εξαντλημένη, με την πλάτη κυρτή. Ξάπλωσε με τα ρούχα. Ήταν καιρός που δεν είχε δύναμη ν’ αλλάξει και κοιμόταν με τα ρούχα. Ξαφνικά σαν κάτι να θυμήθηκε και άπλωσε το χέρι στα τυφλά κάτω από το κρεβάτι. Τράβηξε από εκεί ένα κουτί. Παλιές φωτογραφίες, αποδείξεις, ονόματα.Ένα παλιό άλμπουμ με ποιήματα.Ποτέ δεν πίστεψε πως θα μπορούσαν να την γυρίσουν πίσω ξανά. Τώρα το ενδιαφέρον της ήταν οριστικά αλλού στραμμένο. Σε πράγματα απλά, καθημερινά, χειροπιαστά.
Και τότε είδε κάποιο ξεχασμένο παραμύθι. Παράξενο. Είχε ξεκαθαρίσει πολλές φορές τα άχρηστα πράγματα πετώντας ό, τι δεν ήταν χρήσιμο πια, αλλά αυτό συνεχώς αντιστεκόταν. Για ποιο λόγο; Με ποιον τρόπο; Δεν γνώριζε. Ή δεν ήθελε να γνωρίζει;

«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια Πεταλούδα. Βαθιά μυρωδιά βιολέτας την κοίμισε ένα βράδυ. Και ο ήλιος το πρωί που την ξύπνησε ήταν χλωμός και ένοχος. Την φίλησε βιαστικά, όπως κάθε μέρα κι έφυγε. Κοίταξε τριγύρω της ξαφνιασμένη, αμήχανη, αγουροξυπνημένη.
-Μα τι συμβαίνει;
Πήγε στον καθρέφτη της και τότε κατάλαβε. Της είχαν κλέψει τα φτερά. Μια πεταλούδα χωρίς φτερά. Ο πανικός της έκλεισε το στόμα περήφανος• την είχε νικήσει.
Στην αρχή έκλαψε ανήμπορη. Τι θ’ απογίνει χωρίς τα φτερά της; Ύστερα σκέφτηκε. Έπρεπε να σκεφτεί. Τι θα γινόταν χωρίς τα φτερά. Στο τέλος ήρθε η απόφαση. Θα ζούσε και χωρίς αυτά.
Την άλλη μέρα πήγε στην Γελαστή Νεράιδα. Ποτέ δεν ήταν φίλες, αλλά ήταν τόσο χαρούμενη πάντα, τόσο αισιόδοξη. Βοηθούσε όλο τον κόσμο. Μακριά κατάμαυρα μαλλιά. Πλαδαρό παχουλό σώμα. Μεγάλο στόμα. Τεράστιο χαμόγελο. Μια πολύχρωμη τιάρα σκαρφαλωμένη στο κεφάλι της. Ήταν τόσο όμορφη!
-Γιατί σου έκλεψαν τα φτερά; Ποιος ήταν; Πότε; Τι τα χρειάζεσαι εσύ τα φτερά;
Πόνεσε το κεφάλι της. Δεν ήξερε τίποτα. Δεν ήθελε να απαντήσει.
-Ποιο το πρόβλημα λοιπόν; Απλά δεν τα χρειάζεσαι. Είσαι πιο όμορφη έτσι.
Η Πεταλούδα που Έχασε τα Φτερά της κοίταξε θλιμμένα μακριά. Αλήθεια, γιατί τα έψαχνε;
Κάθισε στην άκρη του δρόμου κουρασμένη. Έτσι, όπως καθόταν, τσαλακωνόταν το φόρεμά της. Θα γέμιζε πτυχωτές ρίγες που θα έδειχναν, σ’ όποιον κοίταζε, την αδιαφορία της. Ήταν ένα μακρύ αεράτο φόρεμα. Μπλε με μωβ λουλούδια. Βαμβακερό με πλεχτές τιράντες. Φούσκωνε αταίριαστα το στήθος από μέσα. Δεν είναι καθόλου πεταλουδίσιο, σκέφτηκε. Πρέπει να ανασηκωθώ και να ισιώσω το φόρεμά μου. Και δεν μπορώ. Πού είναι τα φτερά μου; Κλαψούρισε κλείνοντας τα μάτια με τα χέρια της.
Τότε ανάμεσα από τα δάχτυλά της κύλησαν δάκρυα και θυμήθηκε τη μέρα της βροχής. Ένας μεγάλος πλάτανος στη μέση της παλιάς πλατείας. Το βλέμμα σκαρφαλώνει στα κλαδιά, ανεβαίνει- ανεβαίνει κλιμακωτά ως την κορφή. Η τσίγκινη στέγη από κάτω μαζεύει ξερά κιτρινισμένα χέρια, τα φύλλα του φθινοπώρου… και βρέχει… βρέχει… Το εργαστήρι του Μάγου. Το μαγικό του φίλτρο. Θα την απάλλασσε για πάντα από την ομορφιά και τον πόνο των φτερών της.
Έτρεξε στο μικρό της σπίτι. Ήταν πεταλούδα. Της άρεσε που ήταν πεταλούδα.
Τράβηξε αργά το κουτί κάτω από το κρεβάτι. Κάτω από ένα στρώμα ξερά κιτρινισμένα φύλλα σαν χέρια που έπαψαν από καιρό να αγγίζουν, κάτω από ένα στρώμα ανθρωπάκια κομμένα από χαρτί, ήταν ένα ζευγάρι πανέμορφα φτερά. Σαν από πέταλα λουλουδιού. Απαλά δροσερά, μύριζαν υπέροχα, θρόιζαν μαγευτικά. Και την καλούσαν να τα φορέσει και πάλι.
Ώστε αυτό ήταν; Μόνη της το είχε ζητήσει; Δεν ήθελε να θυμάται πια.
Ο Μάγος όμως την είχε προειδοποιήσει. Κάποια μέρα ίσως η μνήμη επέστρεφε Κι αυτό είχε ήδη συμβεί.
Τώρα; Πού θα βρει την δύναμη να σβήσει την αδιαφορία από το φόρεμά της; Να στραγγίσει την σκέψη από τα φτερά που της στέρησαν; Να κρύψει τον πόνο από το αγέλαστο πρόσωπο; Έκλεισε αργά το καπάκι και έσπρωξε και πάλι το κουτί κάτω από το μικρό της κρεβάτι.

Θα έμενε για πάντα η Πεταλούδα που Έχασε τα Φτερά της...»

Τα δάκρυά της κυλούσαν πάνω στις σελίδες, λεκιάζοντας τις τελευταίες λέξεις. Όλα ήταν ξεκάθαρα. Είχε πια θυμηθεί.Σ’ εκείνη τη διεύθυνση, ο Γιατρός της είχε υποσχεθεί πως θα γινόταν ό, τι και όλοι οι απλοί, νευροτυπικοί άνθρωποι. Αυτοί τους οποίους ποτέ δεν κατάλαβε. Αυτοί που ποτέ δεν την δέχτηκαν ως όμοιά τους. Γιατί ήταν ξένη. Δεν ανήκε στον κόσμο τους..
Ήταν πολύ τυχερή, της είχε πει. Είχε ένα σπάνιο Σύνδρομο• ήταν προικισμένη με ιδιαίτερα χαρίσματα. Αλλά εκείνη δεν ήθελε. Το μόνο που ένιωθε ήταν πως δυσκολευόταν. Να τους καταλάβει. Να αντιδράσει με έναν τρόπο αποδεκτό. Να λειτουργήσει, όπως έπρεπε. Πολίτης ενός άλλου άγνωστου κόσμου, κοινωνός ενός πολιτισμού αόρατου στα μάτια των πολλών, για πάντα χαμένου. Απλά ανύπαρκτου.

Θυμήθηκε με κάθε λεπτομέρεια εκείνο το απόγευμα. Μόλις είχε βγει από το γραφείο του Γιατρού. Διάλεξε, ως συνήθως, ένα Καφέ χωρίς πολύ κόσμο και κάθισε στο τραπέζι μιας απόμερης γωνιάς, στρώνοντας όπως πάντα, με τα χέρια προσεκτικά την φούστα της. Δεν έπρεπε να τσαλακωθεί. .
Έξω έβρεχε επίμονα Ένας μεγάλος πλάτανος στη μέση της παλιάς πλατείας. Το βλέμμα σκαρφαλώνει στα κλαδιά, ανεβαίνει-ανεβαίνει κλιμακωτά ως την κορφή. Η τσίγκινη στέγη από κάτω μαζεύει ξερά κιτρινισμένα χέρια, τα φύλλα του φθινοπώρου. Η Σαλαμάνδρα πέρασε αργά από μπροστά της κοιτάζοντας την επίμονα.
Είπε στο σερβιτόρο με τον συνήθη τελετουργικό τρόπο: «έναν καφέ χωρίς ζάχαρη, με διπλό γάλα και το ένα τρίτο της ποσότητας καφέ που βάζετε».Και περίμενε, όπως έκανε κάθε φορά, υπομονετικά, να την σερβίρουν, να πληρώσει το ακριβές αντίτιμο και μετά να χαλαρώσει, γιατί, ευτυχώς, δεν θα χρειαζόταν να μιλήσει ξανά Εκείνη την μέρα όμως δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Γιατί έπρεπε να σκεφτεί. Να σταθμίσει. Να αξιολογήσει. Υπέρ και κατά. Πάντα έπαιρνε δύσκολα αποφάσεις. Πάντα βασανιζόταν, όταν έπρεπε να μετρήσει πολλά διαφορετικά πράγματα μαζί. Πόσο πολύπλοκοι ήταν οι άνθρωποι! Πώς να τους καταλάβεις;
Έτσι, λοιπόν, πήρε την απόφαση. Ήταν μια πειραματική μέθοδος. Θα τον άφηνε να την εφαρμόσει πάνω της. Έτοιμη να βυθιστεί στον κόσμο των άλλων. Ως μία απ’ αυτούς. Και μετά θα τα ξεχνούσε όλα. Γιατί θα της έφραζε απαγορευμένο τον χώρο της μνήμης.
Έθαψε εκείνη την υπόσχεση μέσα στο κουτί. Μαζί με το παραμύθι που είχε γράψει το τελευταίο της βράδυ, πριν ξεκινήσει να προσαρμόζει το ιδιόμορφο νευρικό της σύστημα σ’ αυτό των πολλών ανθρώπων. Έσβησε για πάντα τη μορφή του από την μνήμη. Αλλά. εκείνος την είχε προειδοποιήσει. Κάποια μέρα ίσως επέστρεφε. Και τώρα αυτό είχε ήδη συμβεί.
Το ίδιο βράδυ, ταξίδεψε με τα μάτια κλειστά, γδέρνοντας αντοχές, ελπίδες και όνειρα και το πρωί βρήκε ξανά εκείνον τον άντρα• τολμώντας επιτέλους να χτυπήσει την πόρτα του.
-Σε περίμενα, της είπε. Μου έλειψες
Ήταν πια σίγουρη. Κι ολότελα ήσυχη. Είχε βρει τον ρόλο της, τον προορισμό της, την σημασία της.
Άνοιξε την πόρτα του εργαστηρίου του. Μια μεγάλη κρυστάλλινη προθήκη φωτιζόταν ανεπαίσθητα. Ένα ζευγάρι ροδαλά παγωμένα φτερά ξεχώριζαν με δυσκολία στο σκοτάδι. Εκείνος της ψιθύρισε απαλά. Δεν θα μπορούσε ποτέ ξανά να τα φορέσει. Τα είχε χάσει πλέον οριστικά. Μπορούσε όμως να κάνει κάτι ακόμα. Ακολουθώντας τις συμβουλές του. Για να μην μείνει μια άχρωμη φιγούρα χωρίς ψυχή, ένα από τ’ ανθρωπάκια που κόβουμε σε χιλιοδιπλωμένα χαρτιά κι ύστερα τ’ ανοίγουμε γιρλάντες άσκοπες, με ενωμένα χεράκια. Ψάχνοντας, αλήθεια, να στολίσουμε, τι;
Στο βάθος του εργαστηρίου, της έδειξε αριστερά στον τοίχο, ένα ράφι με εγχειρίδια Νευρολογίας• ένα τμήμα του έχασκε άδειο. Μια μικρή ετικέτα προσδιόριζε τον ρόλο του. Από εκεί που στεκόταν δεν διέκρινε τα πολυκαιρισμένα γράμματα που ήταν χαραγμένα πάνω της. Ήταν όμως σίγουρη για το τι έλεγε.

«Ιστορίες για Πεταλούδες που έχασαν τα Φτερά τους»
Θα έμενε λοιπόν για πάντα εκεί να πληκτρολογεί με τη βοήθειά του τις εμπειρίες της• μιλώντας για πλάσματα όμοια με την ίδια, ξεδιπλώνοντας αργά τα χαρακτηριστικά των προσώπων, τη στητή τους πλάτη, το πώς ανασαίνουν, ζουν ή σκέφτονται. Θα διηγούνταν λέξη λέξη, φράση φράση, σελίδα σελίδα την ιστορία τους.

Για να μείνει έστω η μνήμη. Κι ας είναι μια μνήμη μισή. Για πάντα πιασμένη στ’ αγκίστρι του Μάγου...


Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles