Ο Οιδίποδας βγάζει τα μάτια του με τα ίδια του τα χέρια μόνο και μόνο για ν’ αντικρύσει την αλήθεια που του στερεί ο κόσμος των αισθητών. Να είναι άραγε αυτό, πέρα από ιδεαλισμός, και η πεμπτουσία του Τραγικού; Η παρεξήγηση, να νομίζεις ότι είσαι ένας άλλος απ’ αυτόν που πραγματικά είσαι…
…αρχίζει να ψηλαφεί τ’ αντικείμενα στο δωμάτιο. Δεν είναι πια αυτά φλιτζάνια, τασάκια, βιβλία, αφίσες: είναι σκίνα, είναι τα ριζά του βράχου, το φτενό χαμομήλι που φυτρώνει στα αλσύλλια έξω απ’ την Αθήνα. Κάθε βήμα του κι ένα αγκάθι, κάθε ψηλάφισμά του κι ένα γδάρσιμο. Αλλ’ η μικρή εκδορά γίνεται ανοιχτή δίοδος στο άβατο αυτής της πόλης. Τα κουρελιασμένα του ρούχα αφήνουν ξεσκλίδια σ’ όλα τα αιχμηρά και τα γωνιώδη. Περιηγητικός της βίας και της εξορίας. Με τη δική του αναχώρηση, η αρχαία Θήβα χάνει την ευλογία και κληρονομεί την κατάρα. Οι άμοιροι συμπολίτες του φαντασιώνονται πως υπάρχει ένα καλύτερο αύριο γι’ αυτούς που έσφαλαν. Όμως, τίποτε. Τίποτε απ’ αυτά. Μόνο λάσπη, πεσμένα σπίτια. [απόσπασμα από τη σελ. 46 του βιβλίου ΕΝΑ ΤΡΙΑΡΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΙΔΙΠΟΔΑ του Νίκου Ξένιου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Φαρφουλάς]
Ο Λεωνίδας είναι συνταξιούχος ηθοποιός και ετοιμάζεται για την παράσταση που γνωρίζει πως θα είναι η τελευταία του: Οιδίπους επί Κολωνώ. Οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο της γυναίκας του Μαγδαληνής από αλτσχάιμερ ζει μια ασκητική ζωή, αφοσιωμένη στο θέατρο, με μοναδική υποβοήθεια, τα χάπια Νοοτρόπγια τους νευρώνες του εγκεφάλου. Τώρα εκείνη τον κοιτάζει από την φωτογραφία της, δίπλα στα θεατρικά του Μπρεχτ και του Ιονέσκο, πλάι από την Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια. Της στάθηκε ως το τέλος, ως ένας άγνωστος που την φρόντιζε και την έπλενε, ως κάποιος που μιλούσε μόνος του κι έπαιρνε μόνος του τις απαντήσεις. Σε μια άλλη παράσταση, σκέφτομαι, για έναν ρόλο και κανέναν θεατή.
Διακριτική συνοδοιπόρος στην μοναχική του πορεία η πολύ νεότερη φίλη του Βέρα, που τον επισκέπτεται συχνά, πρόθυμη «αναγνώστρια» των αφηγήσεων της ζωής του. Σε κάθε επίσκεψή της αναλογεί κι ένα αυτοβιογραφικό κομμάτι αφηγημένο από τον οικοδεσπότη: ο πρώτος γάμος της Μαγδαληνής, η ατυχής ζωή στην ομογένεια, η επιστροφή στα ματαιωμένα πάτρια, η συνοδοιπορία με τον Λεωνίδα, η εκ μέρους του υιοθεσία των παιδιών της, οι σκηνικοί αγώνες του, ο δόλιος εκμεταλλευτής πρώην σύζυγος. Και πάντα στο υπόβαθρο, η γελοία νεοελληνική μικροαστικότητα να συνυπάρχει με την ματαιωμένη μεταπολιτευτική πραγματικότητα.
Η Βέρα δεν τον διακόπτει – είναι τέτοιος ο οίστρος του όταν ξεχύνει τις αναμνήσεις του που θα ήταν ιεροσυλία. Όλα αυτά τα χρόνια στέκεται στο ευγενές περιθώριο της ζωής του, στα ευχάριστα και στα σκληρά· ήρθε και η στιγμή που πλάγιασαν μαζί αλλά ο σεβασμός υπερίσχυσε της παρόρμησης. Θυμάται άραγε το άγγιγμά τους ή έχει σβηστεί απ’ τη μνήμη; Το βέβαια είναι πως της εξομολογείται όλα τα υπόλοιπα · άλλωστε η υποταγή στις προσταγές του συναισθήματος αποτελεί τον ιδανικότερο σύμβουλο του ηθοποιού κατά τη μελέτη του ρόλου. Η τελετουργία της προετοιμασίας του, η χρονοβόρα ανάγνωση, η συζήτηση με μια γυναίκα που αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις της ζωής, όλα αποτελούν μέρος της θεατρικής μύησης. Είναι αυτή η διαλεκτικότητα της σχέσης που τον ωθεί σε μια δεύτερη, πρώιμη και ένθετη παράσταση μέσα στο εξαρχιώτικο τριάρι του. Αυτό το γεροντικό σπίτι, «ένα εργαστήριο αλχημείας, πλημμυρισμένο αναμνήσεις και απραγματοποίητα σχέδια»μετατρέπεται σε μια άλλου είδους σκηνή όπου ο Λεωνίδας επιχειρεί να διαχειριστεί τα δαιμόνια του δικού του κόσμου.
Η πρόβα του είναι ώριμη και κατασταλαγμένη. Έχει διασχίσει την ανάγνωση, έχει περάσει πλέον στην ερμηνεία, έχει ενδυθεί το πετσί του Οιδίποδα. Ο τυφλός βασιλιάς της Θήβας έχει κάνει την πρώτη αυτόβουλη χειρονομία του ελεύθερου ανθρώπου, αυτήν που οι θεοί δεν μπορούν ν’ ακυρώσουν. Αλλά δεν ξεχνάει και το παράπονο του Σοφοκλή, για την δικαστική δοκιμασία στην οποία τον υπέβαλε ο γιος του. Ο Λεωνίδας το γνωρίζει: κανείς δεν είναι απόλυτα υπεύθυνος για τις σκοτεινές πτυχές του χαρακτήρα του - ο χαρακτήρας είναι κάτι χαραγμένο. Ούτε κι αυτός άλλωστε επαναπαύθηκε στην υποκριτική πείρα και τα κεκτημένα της. Δεν έπαψε να ψυχολογεί την ανθρώπινη φύση και να εφαρμόζει το «εάν» του Στανισλάβσκι, να μην είναι ο χαρακτήρας που υποδύεται αλλά να προσπαθεί να νιώσει πώς θα ήταν ένα ήταν ο χαρακτήρας αυτός. Άλλωστε από τις μνήμες δεν να λείπουν οι οριακές παραστάσεις: το Μπαλκόνι του Ζενέ και ο Καλός Άνθρωπος του Σετσουάν του Μπρεχτ, και σε κάθε περίπτωση Έτσι Είναι Αν Έτσι Νομίζετε.
Αλλά ποτέ δεν ήταν, σκέφτομαι, όπως νομίζαμε, και το ίδιο βιώνει τώρα και ο Οιδίπους Λεωνίδας, ξετυλίγοντας το ατέλειωτο κουβάρι των συγγενικών δεσμών, ένα αξεδιάλυτο γαϊτανάκι ταπεινότητας και αχαριστίας. Οι συγγενείς της Μαγδαληνής, οι πρόγονοι και οι επίγονοι, που αποδεικνύονται όλοι άπληστα αρπακτικά. Η έννοια της συγγένειας αφορά πλέον αποκλειστικά συμφεροντολογικά συμφραζόμενα. Κολωνός 1936, Petit Paris στον Πειραιά, Ντίσελντορφ και Κάιρο, μαύρες πολιτικές δεκαετίες και φρούδες φιλελεύθερες ελπίδες, έρωτες και διαζύγια, τυλίγματα και προικοδοσίες, πίστεις και ιδεολογίες, όλα αλέθονται στις πρωθύστερες εξομολογήσεις του ηθοποιού λίγο πριν την τελευταία αυλαία.
Πιστός στην παλαιά αριστερή ψυχή που βιώνει με σιωπή και αξιοπρέπεια, χωρίς φανφάρες, χωρίς φωναχτές αυτοθυσίες, ο Λεωνίδας παλεύει με την απογοήτευση από τον στενό του κύκλο και τον διχασμό ανάμεσα στην δικαιοσύνη και την συγχώρεση, την μάχη και την αποδοχή της ηλικιακής του πια αδυναμίας. Είναι άλλωστε γνωστό πως το τρίτο στάσιμο του Οιδίποδα επί Κολωνώ είναι πιθανώς ό,τι πιο βαθύ και σκοτεινό έχει γραφτεί στην ελληνική αρχαιότητα για τα «άνευρα, άφιλα, ασυντρόφευτα» γερατειά. Ίσως γι’ αυτό, όπως κι εκείνος, έτσι κι αυτός ψάχνει έναν τόπο μακριά απ’ όλα αυτά, έστω και ως μεταφορά, ως αίσθηση. Η απόλυτα ρεαλιστική και αστόλιστη γραφή του συγγραφέα συμβαδίζει απόλυτα με την απλότητα της ζωής του ήρωά του, μιας ζωής σε μηδαμινά ύψη επίδειξης αλλά μεγάλα βάθη ύπαρξης.
[ΠΗΓΗ: Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό (δε)κατα, επόμενο τεύχος]