Quantcast
Channel: παροράματα ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω
Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

(προς μοιραίους ψηφοφόρους) Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου (αποσπάσματα από το έργο του ΙΤΑΛΟ ΚΑΛΒΙΝΟ)

$
0
0
Στην πολιτική, όπως και στα υπόλοιπα της ζωής, μετράνε πολύ δυο αρχές: να μην έχεις πολλές αυταπάτες και να μην παύεις να πιστεύεις πως οτιδήποτε κάνεις μπορεί να είναι χρήσιμο. Και το πιο χρήσιμο είναι να έχουμε όλοι ένα όνειρο: να μείνουμε ζωντανοί παλεύοντας…

-Ι-
«Πρέπει να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε»
Ο Αμερίγκο βρήκε από το σπίτι στις πεντέμισι το πρωί.  Η μέρα φαινόταν βροχερή. Για να πάει στο εκλογικό τμήμα όπου θα ήταν αντιπρόσωπος, ο Αμερίγκο έκανε μια διαδρομή μέσα από στενούς τοξωτούς δρόμους, καλυμμένους ακόμα από παλιά λιθόστρωτα, ανάμεσα σε φτωχόσπιτα, που οπωσδήποτε ήταν πυκνοκατοικημένα, μα που εκείνη την κυριακάτικη αυγή, δεν έδιναν κανένα σημείο ζωής. Ο Αμερίγκο, που δεν ήξερε τη συνοικία, αποκρυπτογραφούσε τα ονόματα των δρόμων πάνω στις μαυρισμένες πλάκες –ίσως ονόματα ξεχασμένων ευεργετών- γέρνοντας την ομπρέλα και υψώνοντας το πρόσωπο στις σταγόνες της βροχής.


Υπήρχε η συνήθεια ανάμεσα στους οπαδούς της αντιπολίτευσης (ο Αμερίγκο Ορμέα ανήκε σ’ αυτούς), να θεωρείται σαν καλό σημάδι η βροχή την ημέρα των εκλογών.Ήταν ένας τρόπος σκέψης που συνεχιζόταν από τις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, όταν πίστευε ακόμα ο κόσμος ότι με την κακοκαιρία, πολλοί εκλογείς απ’ αυτούς που ψήφιζαν τους χριστιανοδημοκράτες –άτομα που ενδιαφέρονταν ελάχιστα για την πολιτική ή γέροι ανήμποροι, ή άτομα που έμεναν στην εξοχή με άσχημους δρόμους- δεν θα ξεμύτιζαν από το σπίτι. Μα ο Αμερίγκο δεν είχε τέτοιες αυταπάτες: τώρα βρισκόταν στα 1953 και, με τόσες εκλογές που είχαν γίνει είχε φανεί ότι, με βροχή ή ήλιο, η οργάνωση που τους έκανε όλους να ψηφίζουν όλους λειτουργούσε πάντα. Ακόμη περισσότερο τούτη τη φορά, που τα κυβερνητικά κόμματα είχαν σκοπό να θέσουν σε ισχύ ένα νέο εκλογικό νόμο (το νόμο-απάτη,έτσι τον είχαν βαφτίσει οι άλλοι), σύμφωνα με τον οποίο ο συνδυασμός που θα έπαιρνε του 50% +1 των ψήφων, θα είχε τα δύο τρίτα των εδρών… Ο Αμερίγκο, είχε μάθει ότι στην πολιτική οι αλλαγές επέρχονται με τρόπους μακρόχρονους και πολύπλοκους κι ότι δεν πρέπει να περιμένεις από τη μια στιγμή στην άλλη σαν ένα γύρισμα της τύχης. Και γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς, το ν’ αποκτήσει μια κάποια πείρα σήμαινε να γίνει απαισιόδοξος.

Από την άλλη, υπήρχε πάντα το ηθικό δίδαγμα ότι πρέπει να συνεχίζουμε και να κάνουμε ότι μπορούμε, μέρα με τη μέρα. Στην πολιτική, όπως και στα υπόλοιπα της ζωής, για όποιον δεν είναι ανισόρροπος, μετράνε αυτές οι δύο αρχές: να μην έχεις πολλές αυταπάτες και να μην παύεις να πιστεύεις πως οτιδήποτε κάνεις μπορεί να είναι χρήσιμο. Ο Αμερίγκο δεν ήταν από αυτούς που τους αρέσει η προβολή:  προτιμούσε να μην έχει επαγγελματική επιτυχία. Δε ήταν αυτό που λέμε «πολιτικός» ούτε στη δημόσια ζωή ούτε στις επαγγελματικές του συνδιαλλαγές. Και θα πρέπει να προσθέσουμε, ούτε με την καλή ούτε με την κακή έννοια της λέξης (γιατί υπήρχε μια κακή και μια καλή έννοια, ανάλογα με το πώς το παίρνει κανείς. Ο Αμερίγκο πάντως το ήξερε). Ήταν γραμμένος στο κόμμα, αυτό μάλιστα, και παρόλο που δεν μπορούσε να θεωρηθεί «πολιτικά δραστήριος», επειδή ο χαρακτήρας του τον ωθούσε να ζει μια πιο ήσυχη ζωή, δεν έκανε πίσω όταν υπήρχε κάτι να κάνει που το έβρισκε χρήσιμο και που του ταίριαζε. Στην Ομοσπονδία τον είχαν για διαβασμένο και λογικό στοιχείο: τώρα τον είχαν κάνει εκλογικό αντιπρόσωπο: ένα έργο ταπεινό, μα απαραίτητο καθώς και σημαντικό, ιδιαίτερα σ’ εκείνο το εκλογικό τμήμα, μέσα σ’ ένα μεγάλο θρησκευτικό ίδρυμα. Ο Αμερίγκο είχε δεχθεί ευχαρίστως. Έβρεχε. Θα καθόταν όλη μέρα με βρεμμένα παπούτσια.
                                        -ΙV-
«Ο άνθρωπος συνηθίζει τα πάντα, πιο σύντομα απ’ ό,τι νομίζει»
Ο άνθρωπος συνηθίζει το πάντα, πιο σύντομα απ’ ό,τι νομίζει.   Ακόμα και να βλέπει τους τροφίμους του «Κοτολένγκο» να ψηφίζουν. Μετά από λίγο, για κείνους από την άλλη μεριά του τραπεζιού, το θέαμα έμοιαζε ήδη πιο συνηθισμένο και μονότονο. Μα από τη μεριά των ψηφοφόρων, εξακολουθούσε να σέρνεται και να υποβράζει η εξαίρεση του κανόνα. Οι εκλογές καθ’ εαυτές δεν είχαν σχέση: ποιος ήξερε κάτι σχετικά; Η σκέψη που τους είχε κυριεύσει έμοιαζε να είναι πάνω απ’ όλα εκείνη της ασυνήθιστης κρατικής υπηρεσίας που ζητούσαν από αυτούς, κατοίκους ενός απόκρυφου κόσμου, απροετοίμαστους να παίξουν ρόλους πρωταγωνιστών κάτω από το αδιάλλακτο βλέμμα ξένων ατόμων, εκπροσώπων μιας άγνωστης τάξης. Μερικοί υπέφεραν, σωματικά και πνευματικά, άλλοι προσποιούνταν ότι ήταν περήφανοι, σαν να έβλεπαν σ’ αυτό μια αναγνώριση της ύπαρξής τους, που είχε έρθει επιτέλους. Να υπήρχε λοιπόν σ’ αυτή την προσποίηση ελευθερίας που τους είχαν επιβάλλει μια αναλαμπή, ένα προμήνυμα αληθινής ελευθερίας; Ή μήπως ήταν μόνο αυταπάτη, για μια στιγμή μονάχα, ότι υπήρχαν, ότι φαίνονταν, ότι είχαν ένα όνομα;
Ήταν μια κρυμμένη Ιταλία αυτή που παρήλαυνε σ’ εκείνη την αίθουσα, το αντίθετο εκείνης που καμαρώνει κάτω απ’ τον ήλιο, που περπατάει στους δρόμους και που έχει απαιτήσεις και παράγει και καταναλώνει, ήταν το μυστικό των οικογενειών και των χωριών, ήταν επίσης (μα όχι μόνο αυτό) η φτωχή ύπαιθρος με το εξευτελιστικό αίμα της, με τις αιμομιξίες της μέσα στο σκοτάδι των στάβλων, το απελπισμένο Πιεμόντε, ήταν ακόμη (μα όχι μόνο αυτό) το τέλος των φυλών, όταν μέσα στο πλάσμα προστίθενται όλες οι ξεχασμένες αρρώστιες αγνώστων προγόνων, ο λοιμός που κρατιόταν κρυφός σαν ενοχή, το μεθύσι μόνος παράδεισος (μα όχι μόνο αυτό, μα όχι μόνο αυτό), ήταν ο κίνδυνος ενός λάθους που η ύλη από την οποία είναι φτιαγμένο το ανθρώπινο γένος διατρέχει κάθε φορά που αναπαράγεται, κίνδυνος (που είναι εξάλλου προβλεπτός σύμφωνα με τον υπολογισμό των πιθανοτήτων όπως στα τυχερά παιχνίδια), που πολλαπλασιάζεται από τον αριθμό των νέων παγίδων, των ιών, των δηλητηρίων, των ακτινοβολιών του ουρανίου… το τυχαίο που κυβερνάει την ανθρώπινη γέννηση, που λέγεται ανθρώπινη ακριβώς γίνεται κατά τύχη.
Και τι άλλο εκτός από την τύχη είχε δημιουργήσει αυτόν, τον Αμερίγκο Ορμέα, έναν υπεύθυνο πολίτη, ένα συνειδητό ψηφοφόρο, συμμέτοχο της δημοκρατικής εξουσίας, απ’ τη μέσα μεριά του τραπεζιού και όχι –από την άλλη μεριά του τραπεζιού – για παράδειγμα εκείνον τον ηλίθιο που προχωρούσε γελώντας σαν να έπαιζε;
Μπροστά στον πρόεδρο του τμήματος, ο ηλίθιος στάθηκε προσοχή, χαιρέτησε στρατιωτικά, άπλωσε τα χαρτιά του, ταυτότητα, εκλογικό βιβλιάριο, όλα εντάξει.
-Μπράβο, έκανε ο πρόεδρος.
Εκείνος πήρε το ψηφοδέλτιο, το μολύβι, χτύπησε πάλι τα τακούνια του, ξαναχαιρέτησε, βάδισε σίγουρος προς το παραβάν.
-Αυτοί μάλιστα, είναι σωστοί ψηφοφόροι– είπε δυνατά ο Αμερίγκο, παρόλο που καταλάβαινε και ο ίδιος ότι ήταν ένα καλαμπούρι κοινό και κακόγουστο.
-Κακόμοιροι– είπε η κυρία με την άσπρη μπλούζα, κι έπειτα: Μπα! Μακάριοι!...

Ο Αμερίγκο σκέφτηκε αμέσως την ΕΠΙ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΟΜΙΛΙΑ, τις διάφορες ερμηνείες της έκφρασης «φτωχοί τω πνεύματι», τη Σπάρτη και τον Χίτλερ που εξολόθερυαν τους ηλίθιους και τους σακάτηδες. Σκέφτηκε την έννοια της ισότητας, σύμφωνα με τη χριστιανική παράδοση και σύμφωνα με τις αρχές του ’89, έπειτα τους αγώνες της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα για να επιβάλει το καθολικό δικαίωμα ψηφοφορίας, τα επιχειρήματα που αντιπαρέθετε η αντιδραστική πολεμική, σκέφτηκε την εκκλησία που από εχθρική είχε γίνει ευνοϊκή. Και τώρα τον καινούργιο εκλογικό μηχανισμό του «νόμου- απάτη», που είχε δώσει μεγαλύτερη ισχύ στην ψήφο εκείνου του δυστυχισμένου ηλίθιου παρά στη δική του.
Μα αυτή η ιδέα του να θεωρεί τη δική του ψήφο ανώτερη από κείνη του ηλίθιου, μήπως δεν ήταν ήδη μία αναγνώριση του γεγονότος ότι η παλιά πολεμική ενάντια στην ισότητα κι είχε ένα κάποιο δίκιο;
Μα τι «νόμος - απάτη»! Η παγίδα είχε κλείσει εδώ και πολύ καιρό. Η εκκλησία, μετά από μία μακρόχρονη άρνηση, είχε πάρει στα σοβαρά την ισότητα των πολιτικών δικαιωμάτων όλων των ανθρώπων, όμως την έννοια του ανθρώπου σαν πρωταγωνιστή της Ιστορίας την είχε αντικαταστήσει με τη φτωχή και μολυσμένη σάρκα του Αδάμ, που παρ’ όλα αυτά ο Θεός μπορεί πάντα να λυτρώσει με τη Χάρη του. Ο ηλίθιος και ο «συνειδητός πολίτης» ήταν ίσοι μπρος στην παντογνωσία και την αιωνιότητα, η Ιστορία είχε επιστρέψει στα χέρα του Θεού, το διαφωτιστικό όνειρο είχε μπει μέσα στο σακί, πάνω που έδειχνε ότι κέρδιζε. Ο εκλογικός αντιπρόσωπος Αμερίγκο Ορμέα ένιωθε αιχμάλωτος του εχθρικού στρατοπέδου.

                                        -XIV-
«Το παρελθόν –και το μέλλον- του φαινόταν σαν μια μεγάλη παγίδα»
Οι τελευταίες ψήφοι ήταν ορισμένων μοναχών που δεν μπορούσαν να σηκωθούν από το κρεβάτι.   Οι εκλογικοί αντιπρόσωποι περνούσαν μέσα από μακρείς κοιτώνες, ανάμεσα σε σειρές από κρεβάτια με ουρανό, τριγυρισμένα από λευκές κουρτίνες, ζωγραφισμένες σε μεριά κρεβάτια, σαν για να πλαισιώσουν μια γριά μοναχή ακουμπισμένη στα μαξιλάρια, που ξεμύτιζε από τις κουβέρτες ντυμένη και χτενισμένη στην εντέλεια, μέχρι τις άκρες της φρεσκο-κολαρισμένης της σκούφιας. Η μοναστηριακή αρχιτεκτονική (ίσως των μέσων του περασμένου αιώνα, μα που έμοιαζε χωρίς ηλικία), η επίπλωση, τα ρούχα δημιουργούσαν μία εικόνα που θα μπορούσε να είναι η ίδια σ’ ένα μοναστήρι του χίλια εξακόσια. Για τον Αμερίνγκο, ήταν ασφαλώς η πρώτη φορά που πατούσε το πόδι του σ’ ένα τέτοιο μέρος. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ένας τύπος σαν κι αυτόν –θες λόγω της ιστορικής γοητείας, της φιλοτεχνίας, της ανάμνησης περίφημων βιβλίων, θες λόγω ενδιαφέροντος (χαρακτηριστικού των επαναστατών) για τον τρόπο με τον οποίο οι θεσμοί πλάθουν την όψη και την ψυχή των πολιτισμών- ήταν ικανός να παρασυρθεί σ’ έναν ξαφνικό ενθουσιασμό για τον κοιτώνα των μοναχών και να εγκαταλειφθεί σχεδόν στο φθόνο, στο όνομα των επόμενων γενεών, εξαιτίας μιας εικόνας που, όπως αυτή η παρέλαση των λευκών κρεβατιών, έκλεινε μέσα της πολλά πράγματα: πραγματικότητα, καταπίεση, ηρεμία, εξουσία, ακρίβεια, παραδοξότητα.
Κι όμως, τίποτα. Είχε διασχίσει έναν κόσμο που αρνιόταν κάθε σχήμα, και τώρα που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτή την αρμονία την σχεδόν απόκοσμη, αντιλαμβάνονταν ότι δεν τον ενδιέφερε. Προσπαθούσε να καθορίσει κάτι άλλο τώρα, όχι τις εικόνες του παρελθόντος και του μέλλοντος.

Το παρελθόν (ακριβώς εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι μια εικόνα τόσο τετελεσμένη, ώστε δεν γινόταν να σκεφτεί κανείς, όπως σ’ αυτόν τον κοιτώνα) του φαινόταν σαν μια μεγάλη παγίδα. Και το μέλλον,όταν κανείς λάθει μια σχετική εικόνα (δηλαδή το συνδέει με το παρελθόν) γίνεται κι αυτό μια παγίδα.
Εδώ η ψηφοφορία προχωρούσε πιο γρήγορα. Τοποθετούσαν τα ψηφοδέλτια σ’ ένα δίσκο, πάνω στα γόνατα της μηχανής που ήταν καθισμένη στο κρεβάτι, έκλειναν τα λευκά κουρτινάκια του κρεβατιού –Ψηφίσατε σεβασμιοτάτη; - τραβούσαν τα κουρτινάκι, έβαζαν τα ψηφοδέλτια στο κουτί. Το άνοιγμα του ψηλού κρεβατιού το καταλάμβανε το βουνό των μαξιλαριών και η σεβάσμια γυναίκα, κάτω απ’ το μεγάλο λευκό προστήθιο, με τις άκρες της σκούφιας ν’ αγγίζουν τον ουρανό του κρεβατιού. Περιμένοντας, εκεί πίσω απ’ την κουρτίνα, πρόεδρος, γραμματέας και αντιπρόσωποι, έμοιαζαν πιο μικροσκοπικοί.
«Είμαστε σαν την Κοκκινοσκουφίτσα που επισκέπτεται την άρρωστη γιαγιά – σκέφτηκε ο Αμερίνγκο.- Ίσως, ανοίγοντας το κουρτινάκι, να μη βρούμε πια τη γιαγιά, μα το λύκο». Και μετά; «Κάθε άρρωστη γιαγιά είναι πάντα ένας λύκος».
                                        -XV-
«Είμαστε σαν την Κοκκινοσκουφίτσα, ανοίγοντας το κουρτινάκι, ίσως να μην βρούμε πια τη γιαγιά, μα το λύκο»
Οι εκλογικοί αντιπρόσωποι ήταν και πάλι μαζί, στο χώρο του εκλογικού τμήματος.   Δεν υπήρχε πια μεγάλη συρροή: τώρα πια τα ονόματα που δεν είχαν διαγραφεί από τον κατάλογο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, ήταν λίγα. Ο Πρόεδρος, που του είχε περάσει η υπερένταση, ξεσπούσε σαν από αντίδραση, σε μια ευθυμία εξίσου γεμάτη σκιρτήματα. –Α, αύριο ακόμα, η καταμέτρηση κι έπειτα τέλειωσε κι αυτό! Έπειτα: -Κύριοι, το καθήκον μας το εκτελέσαμε. Α, τουλάχιστον για άλλα τέσσερα χρόνια δεν θα έχουμε πια αυτή την έννοια!
-Αντίθετα θα αρχίσουμε να το σκεφτόμαστε τότε…-μουρμούρισε ο Αμερίνγκο, προβλέποντας κιόλας (μα έκανε λάθος) ότι η ημέρα που ζούσαν θα έμενε στην ιστορία σαν μια ημερομηνία ιταλικής οπισθοδρόμησης, σαν μία παγκόσμια απολίθωση, χαρίζοντας ηρεμία μόνο στις τεμπέλικες συνειδήσεις, σαν τη συνείδηση του προέδρου του εκλογικού τμήματος και καταπνίγοντας την ανάγκη αναζήτησης των ξύπνιων συνειδήσεων…
Τώρα οι εκλογικοί αντιπρόσωποι είχαν κάνει πηγαδάκι γύρω από έναν απ’ τους τελευταίους ψηφοφόρους, έναν άντρακλα με σκουφί. Ήταν εκ γενετής χωρίς χέρια: δυο κυλινδρικά λείψανα χεριών έβγαιναν από τα μανίκια του, μα σφίγγοντας το ένα πάνω στο άλλο ήξερε να χειρίζεται ακόμα και λεπτά αντικείμενα (το μολύβι, ένα φύλλο χαρτιού). Πράγματι, είχε ψηφίσει μόνος του, είχε διπλώσει μόνος του τα ψηφοδέλτια, σαν στη λαβή δύο τεράστιων δαχτύλων. –Μπορώ να κάνω τα πάντα: ακόμα και ν’ ανάψω τσιγάρο – έλεγε ο άντρακλας και με γρήγορες κινήσεις έβγαζε το κουτί από την τσέπη, το έφερνε στο στόμα για να πάρει το τσιγάρο, έσφιγγε το κουτί των σπίρτων κάτω από τη μασχάλη, άναβε και τραβούσε μια ρουφηξιά, απαθής.
Στέκονταν όλοι γύρω του, τον ρωτούσαν πώς τα κατάφερνε, πώς είχε μάθει. Ο άνδρας απαντούσε απότομα: είχε μια κοκκινωπή φάτσα ηλικιωμένου εργάτη, ακίνητη, ανέκφραστη. –Ξέρω να κάνω τα πάντα, έλεγε, -Είμαι πενήντα χρονών. Μεγάλωσα στο «Κοτολένγκο». Μιλούσε με το σαγόνι ψηλά, μ’ ένα σκληρό προκλητικό ύφος. Ο Αμερίνγκο σκέφτηκε: «ο άνθρωπος θριαμβεύει ακόμα και πάνω στις κακοήθεις βιολογικές αλλαγές».Και αναγνώριζε στην εμφάνιση του άνδρα, στο ντύσιμο και τη συμπεριφορά του, τα χαρακτηριστικά που κάνουν την εργατική ανθρωπότητα να ξεχωρίζει, στερημένη κι αυτή –συμβολικά και κατά γράμμα- από ένα μέρος της πληρότητάς της, κι όμως απασχολημένη να αυτοκατασκευάζεται, να επιβεβαιώνει το κύριο και αποφασιστικό τμήμα του homofaber.
-Ξέρω να κάνω όλες τις δουλειές μόνος μου –έλεγε ο άντρακλας με το σκουφί. Οι καλόγριες μου τα μάθανε. Εδώ στο «Κοτολένγκο» κάνουμε όλες τις δουλειές μόνοι μας. Τα εργοστάσια και όλα. Είμαστε σαν μια πόλη. Εγώ έζησα όλη μου τη ζωή μέσα στο «Κοτολένγκο». Δεν μας λείπει τίποτα. Οι καλόγριες δεν μας στερούν τίποτα.
Ήταν σίγουρος και αδιαπέραστος μέσα σ’ εκείνο το είδος κομπασμού για τη δύναμή του και την προσκόλλησή του σ’ ένα σύστημα που τον είχε κάνει αυτό που ήταν. Η πόλη που θα πολλαπλασιάσει τα χέρια του ανθρώπου, αναρωτιόταν ο Αμερίνγκο, θα είναι κιόλας η πόλη ολόκληρου του ανθρώπου; Ή μήπως ο homofaberαξίζει ακριβώς επειδή δεν θα θεωρήσει ποτέ αρκετά επιτυχημένη την πληρότητά του;
-Τις αγαπάτε, ε, τις καλόγριες; - ρώτησε τον άντρακλα η αντιπρόσωπος με τη λευκή μπλούζα, που αγωνιούσε ν’ ακούσει μία παρήγορη κουβέντα, στο τέλος εκείνης της ημέρας.
Ο άνδρας εξακολουθούσε ν’ απαντάει ξερά, σχεδόν εχθρικά, σαν καλός πολίτης των παραγωγικών πολιτισμών… -Χάρη στις καλόγριες κατάφερα να μάθω. Εγώ χωρίς τις καλόγριες που με βοηθούσαν δεν θα ήμουνα τίποτα. Τώρα μπορώ να κάνω τα πάντα. Δεν μπορεί να πει κανείς τίποτα ενάντια στις καλόγριες. Σαν τις καλόγριες δεν υπάρχει κανείς.
«Η πόλη του homofaber, σκέφτηκε ο Αμερίνγκο, «κινδυνεύει πάντα να μπερδέψει τους θεσμούς της με τη μυστική φωτιά, χωρίς την οποία οι πόλεις δεν ιδρύονται, ούτε οι ρόδες των μηχανών μπαίνουν σε κίνηση. Και ενώ υπερασπίζεται τους θεσμούς της, χωρίς να το καταλάβει, μπορεί ν’ αφήσει να σβήσει η φωτιά».
Πλησίασε στο παράθυρο. Ένα μικρό μέρος του ηλιοβασιλέματος κοκκίνιζε ανάμεσα στα θλιβερά κτίρια. Ο ήλιος είχε κιόλας δύσει μα απόμενε μία λάμψη πίσω από την περίμετρο των στεγών και των ακμών κι άνοιγε στις αυλές τις προοπτικές μιας άγνωστης πόλης (που δεν είχε δει ποτέ).
Γυναίκες νάνοι περνούσαν στην αυλή σπρώχνοντας ένα καρότσι ξύλα. Το φορτίο ήταν βαρύ. Ήρθε μια άλλη, σωματώδης σαν γίγαντας και το ’σπρωξε σχεδόν τρέχοντας. Γέλασαν όλες. Μια άλλη, επίσης σωματώδης, σκούπιζε. Μια πάνχοντρη έσπρωχνε ένα δοχείο-καροτσάκι, πάνω σε ρόδες ποδηλάτου, ίσως για να μεταφέρει τη σούπα. Ακόμα και η τελευταία πόλη της ατέλειας έχει την τέλεια ώρα της, σκέφτηκε ο αντιπρόσωπος, την ώρα, τη στιγμή, κατά την οποία μέσα σε κάθε πόλη υπάρχει η Πόλη.

 Η ΜΕΡΑ ΕΝΟΣ ΕΚΛΟΓΙΚΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ γραμμένη τη δεκαετία 1953-1963 είναι μια αληθινή ιστορία βασισμένη σε συμβάντα που κατέγραψε ο συγγραφέας ως αυτόπτης μάρτυρας, όταν επισκέφθηκε το «Κοτολένγκο» ως εκλογικός αντιπρόσωπος. Σ’ αυτή την ιστορία ο σπουδαίος ιταλός πεζογράφος του φανταστικού μεταπλάθει τις προσωπικές του εμπειρίες σε ένα ρεαλιστικό αλληγορικό αφήγημα στο οποίο σημασία δεν έχουν τα γεγονότα αλλά ο στοχασμός. Η κατάσταση είναι παράλογη και ο ήρωας του Καλβίνο απαισιόδοξος και σκεπτικιστής. «Αυτή είναι μόνο μια γωνιά του απέραντου κόσμου», σκέφτεται, «τα πράγματα αποφασίζονται αλλού, σε ένα πιο ευρύ πεδίο». Μισόν αιώνα αργότερα η κοινωνία της παγκοσμιοποίησης ελάχιστα διαφέρει από αυτήν που περιγράφει ο Ιταλο Καλβίνο. Μολονότι έχουν αλλάξει τα πάντα, όλα μένουν απαράλλαχτα: επιτήδειοι ψηφοθήρες, ψηφοφόροι χωρίς συνειδητοποίηση αυτού που κάνουν, βουλευτές που επισκέπτονται βιαστικά τα εκλογικά τμήματα χωρίς να τους αγγίζει ο κόσμος των εκλογέων τους, , κόμματα γραφειοκρατικά, πολίτες αποθαρρημένοι και εν συγχύσει.



Viewing all articles
Browse latest Browse all 233

Trending Articles