Της είπε πως είχε κάποτε μια φιλενάδα που της άρεσε να είναι μόνη. Κι αυτό ήταν τρομερά λυπηρό, γιατί είχαν δεσμό και δεσμός, το λέει και η λέξη, σημαίνει να είσαι μαζί με τον άλλον. Εκείνης όμως της άρεσε ιδιαίτερα να είναι μόνη της. Έτσι, μια φορά τη ρώτησε: «Γιατί; Φταίω σε κάτι;» Κι εκείνη του είπε: «Όχι, εσύ δεν φταις καθόλου, είναι κάτι που έχει να κάνει με την παιδική μου ηλικία».
Ένας συγγραφέας κρατείται όμηρος από τρεις άνδρες. Δεν θέλουν να τον ληστέψουν, αλλά ούτε και να τον σκοτώσουν. Αυτό που απαιτούν είναι να τους διηγηθεί μια ιστορία. Κι αυτός θα αποπειραθεί να ικανοποιήσει την παράδοξη απαίτησή τους λέγοντάς τους μια ιστορία για έναν συγγραφέα ο οποίος κρατείται από τρεις άνδρες που του ζητούν να τους διηγηθεί μια ιστορία. «Αυτή δεν είναι μια ιστορία. Αυτή είναι μια μαρτυρία. Είναι ακριβώς ό,τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Ακριβώς αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε.. Χρησιμοποίησε τη φαντασία σου, φίλε, δημιούργησε, επινόησε, φτάσε μέχρι το τέρμα», θα του πει ένας από αυτούς και ο συγγραφέας - φανταστικός και πραγματικός - θα τον ακούσει. Έτγκαρτ Κέρετ, λάτρης της μικρής φόρμας και θιασώτης του αλόκοτου με όπλο του το χιούμορ, ο ισραηλινός συγγραφέας του βιβλίου «Το κορίτσι στο ψυγείο», Εκδόσεις Καστανιώτη
Έτγκαρ Κέρετ, Το κορίτσι στο ψυγείο
ΜΑΖΙ
Δεν το έπιασε και τόσο αυτό, την ιστορία με την παιδική ηλικία και για να το καταλάβει κάπως καλύτερα προσπάθησε να βρει κάτι ανάλογο από τη δική του παιδική ηλικία. Και δεν βρήκε τίποτα. Όσο και να σκέφτηκε, τα παιδικά του χρόνια έμοιαζαν σαν τρύπα στο δόντι κάποιου άλλου – ένα δόντι που δεν ήταν βέβαια υγιές, αλλά που δεν ενοχλούσε και πολύ, τουλάχιστον όχι τον ίδιο. Κι εκείνη η κοπέλα, που της άρεσε να είναι μόνη, όλη την ώρα του κρυβόταν και για όλα έφταιγε η παιδική της ηλικία. Αυτό το πράγμα τον νευρίαζε τρομερά. Στο τέλος της είπε:
-Εξήγησέ μου λοιπόν, αλλιώς τα χαλάμε!
Κι εκείνη είπε εντάξει και τα χαλάσανε.
Η ΟΓΚΕΤ ΔΕΙΧΝΕΙ ΣΥΜΠΟΝΙΑ
«Είναι πάρα πολύ λυπηρό» είπε η Ογκέτ. «Λυπηρό και συγκινητικό συνάμα».
«Ευχαριστώ», είπε ο Ναχούμ πίνοντας το χυμό του.
Η Ογκέτ παρατήρησε πως ψιλοέκλαιγε και δεν θέλησε να τον τσιγκλήσει, τελικά όμως δεν κατάφερε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό και τον ρώτησε:
«Δηλαδή μέχρι σήμερα δεν ξέρεις τι ήταν αυτό από την παιδική της ηλικία που την έκανε να σ’ αφήσει;»
«Δεν μ’ άφησε», τη διόρθωσε ο Ναχούμ, «χωρίσαμε».
«Έτσι λες εσύ», είπε η Ογκέτ.
«Δεν είναι αυτό που λέω εγώ», επέμεινε ο Ναχούμ, «είναι η ζωή μου. Για μένα τουλάχιστον κάτι τέτοιες λεπτομέρειες έχουν σημασία»
«Και μέχρι σήμερα δεν ξέρεις ποιο γεγονός από τα παιδικά της χρόνια ήταν η αρχή για όλα αυτά;» συνέχισε η Ογκέτ.
«Δεν είναι κάποιο γεγονός που τα άρχισε όλα αυτά», τη διόρθωσε ο Ναχούμ, «εσύ τα άρχισες».
Κι αφού σιώπησε για λίγο, πρόσθεσε:
«Ναι, είναι κάτι με το ψυγείο».
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΝΑΧΟΥΜ
Όταν η φιλενάδα του Ναχούμ ήταν μικρή, οι γονείς της δεν είχαν υπομονή μαζί της, γιατί αυτή ήταν μικρή και γεμάτη ενέργεια κι εκείνοι ήταν ήδη γέροι και ανόρεκτοι. Η φίλη του Ναχούμ προσπαθούσε να παίξει μαζί τους, να τους μιλήσει, όλα αυτά όμως μονάχα τους εκνεύριζαν ακόμα περισσότερο. Δεν είχαν δύναμη. Δεν είχαν καν τη δύναμη να πουν να το βουλώσει. Αντί γι’ αυτό λοιπόν τη σήκωναν ψηλά, την κάθιζαν πάνω στο ψυγείο και πήγαιναν στη δουλειά τους ή όπου αλλού έπρεπε να πάνε. Το ψυγείο ήταν τρομερά ψηλό και η φίλη του Ναχούμ δεν μπορούσε να κατέβει. Κάπως έτσι λοιπόν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής της ηλικίας στην κορυφή του ψυγείου, τραγουδώντας στον εαυτό της τραγούδια και ζωγραφίζοντας μικρές ζωγραφιές στο στρώμα της σκόνης που συσσωρεύονταν πάνω του. Η θέα από το ψυγείο ήταν πολύ όμορφη, ένιωθε μια ευχάριστη και ζεστή αίσθηση στο ποπό της. Και τώρα, που ήταν πλέον ενήλικη, νοσταλγούσε πολύ εκείνη την εποχή, τη μοναξιά. Κι ο Ναχούμ καταλάβαινε πολύ καλά τη θλίψη της, μια φορά μάλιστα επεχείρησε να την κολλήσει στη σκεπή του ψυγείου, δεν έφτανε όμως αυτό.
«Είναι τρομερά ωραία ιστορία», ψιθύρισε η Ογκέτ και άγγιξε απαλά την παλάμη του Ναχούμ.
«Ναι», μουρμούρισε ο Ναχούμ τραβώντας το χέρι του πίσω, «είναι τρομερά ωραία, αλλά δεν είναι δική μου»
Έτγκαρ Κέρετ, Γενέθλια
Το λεωφορείο σταματά, ο οδηγός σου χαμογελά, τα παράθυρα είναι αστραφτερά και τα λεφτά ψιλά. Το τελευταίο από τα μονά καθίσματα στην αριστερή πλευρά είναι άδειο, λες και το έχουν κρατήσει για σένα, αυτό που σου αρέσει περισσότερο απ’ όλα, με το τζάμι πίσω του. Το λεωφορείο προχωράει, τα φανάρια πρασινίζουν για να περάσει κι ο νεαρός που τρώει σπόρια μαζεύει τα φλούδια σ’ ένα σακουλάκι.
Ο ηλικιωμένος εισπράκτορας σήμερα δεν θέλει εισιτήριο, αγγίζει μονάχα το γείσο του καπέλου του και εύχεται με μια ευχάριστη φωνή να έχουμε μια όμορφη μέρα.
Και πράγματι θα είναι μια όμορφη μέρα. Γιατί σήμερα έχεις γενέθλια. Είσαι έξυπνη, χαριτωμένη και η ζωή είναι μπροστά σου. Ακόμα τέσσερις στάσεις, θα χτυπήσεις το κουδούνι κι ο οδηγός θα σταματήσει, ειδικά για σένα.
Θα κατέβεις από το λεωφορείο, κανείς δεν θα σε σπρώξει κι η πόρτα θα κλείσει όταν θα έχεις πλέον απομακρυνθεί. Και το λεωφορείο θα ξεκινήσει, οι άνθρωποι θα σου κάνουν χαρούλες κι ο νεαρός που έτρωγε σπόρια θα σου κουνάει το χέρι μέχρι να εξαφανιστεί, δίχως λόγο και αιτία.
Ποιος χρειάζεται δικαιολογίες, σήμερα έχεις γενέθλια και στα γενέθλια συμβαίνουν ευχάριστα πράγματα. Και το κουτάβι που τρέχει τώρα προς το μέρος σου θα κουνήσει την ουρά του όταν το αγγίξεις, ακόμα και τα σκυλιά διακρίνουν τις γιορταστικές επετείους.
Στο διαμέρισμά σας άνθρωποι θα περιμένουν στα σκοτεινά, πίσω από τα όμορφα έπιπλα που εσύ η ίδια έχεις διαλέξει. Μόλις ανοίξεις την πόρτα, θ’ αναπηδήσουν και θα σε αιφνιδιάσουν. Ακριβώς όπως αρμόζει σε κάθε έκπληξη.
Θα είναι όλοι εκεί, οι άνθρωποι που αγαπάς, οι πλέον ακριβοί και οι πιο σημαντικοί. Και θα φέρουν δώρα, που είτε έχουν αγοράσει είτε έφτιαξαν μόνοι τους. Δώρα ευφάνταστα, αλλά και πράγματα πρακτικά.
Οι εύθυμοι θα διασκεδάσουν, οι σοβαροί θα περάσουν καλά, ακόμα και οι μελαγχολικοί θα χαμογελάσουν αληθινά. Το φαγητό θα είναι υπέροχο, μετά θα προσφέρουν φράουλες και θα τελειώσουν με μιλκ-σέικ βανίλια, από το νοστιμότερο μαγαζί της πόλης.
Θα βάλουν ένα δίσκο του Κιθ Τζάρετ και όλοι θα τον ακούσουν, θα βάλουν ένα δίσκο του Σατί και κανείς δεν θα νιώθει θλιμμένος. Και όσοι είναι μόνοι τους θα νιώσουν μαζί απόψε, και κανείς δεν θα ρωτάει: «Πόση ζάχαρη;», γιατί όλοι πλέον γνωρίζουν τους πάντες.
Στο τέλος θα φύγουν, κι όσοι θέλεις θα σε φιλήσουν κι όσοι δεν θέλεις θα σου σφίξουν το χέρι. Και μονάχα αυτός θα μείνει, ο άνδρας με τον οποίο ζεις, ωραίος και γεμάτος κατανόηση και πιστός.
Αν επιθυμείς, θα κάνετε έρωτα ή θα σου κάνει μασάζ στο κορμί με λάδι, που αρωμάτισαν στο μαγαζί ακολουθώντας μια ειδική συνταγή. Αν το ζητήσεις, θ’ ανάψει τη λάμπα αλογόνου και θα μείνετε αγκαλιασμένοι χωρίς να μιλάτε, αναμένοντας την ανατολή.
Κι εκείνο το μαγικό βράδυ, αν είμαι εκεί, θα πιω μιλκ-σέικ βανίλια και θα χαμογελάσω αληθινά, θα δοκιμάσω το υπέροχο φαγητό. Και πριν φύγω, θα σε φιλήσω ή μπορεί απλά και μόνο να σου σφίξω το χέρι.
Μπορούσαν να περάσουν μαζί ώρες, αγκαλιασμένοι, χωρίς να λένε λέξη, να είναι ξαπλωμένοι στο κρεβάτι γυμνοί, χωρίς να ερωτοτροπούν ή ν’ αλλάζουν θέση. Κι όταν το ρολόι την πίεζε να σηκωθεί, ήταν διατεθειμένη να παραιτηθεί από τον πρωινό καφέ, από το πλύσιμο του προσώπου, για να κερδίσει μερικές στιγμές ακόμα μαζί του. Κι όσο ώρα κατέβαινε τη σκάλα, περίμενε το λεωφορείο, ήταν στο χώρο εργασίας της, περίμενε τη στιγμή που θα ξαναγύριζε κοντά του, θα γυρνούσε το κλειδί στην πόρτα κι εκείνος θα ήταν εκεί. Καμία αμφιβολία ή υποψία δεν φώλιαζε μέσα της. Ήταν σίγουρη για την αγάπη τους. Αυτή, που είχε πονέσει ήδη από πολλές απογοητεύσεις, ήξερε πως αυτή η αγάπη δεν θα την προδώσει ποτέ. Τι θα μπορούσε άλλωστε να την απογοητεύσει ξεκλειδώνοντας την πόρτα; Το άδειο διαμέρισμα; Η στείρα βουβαμάρα; Το τίποτα μέσα στα σεντόνια του ανάκατου κρεβατιού; - από το ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ του βιβλίου